11 Δεκεμβρίου 2004. Κρατάω στα χέρια μου το πρώτο τεύχος του Οινοχόου.
15 Δεκεμβρίου 2024. Κρατάω στα χέρια μου το σημερινό τεύχος του Οινοχόου, που σφραγίζει την εικοσαετία.
Πώς πέρασαν, αλήθεια, τόσα χρόνια…

Έγραφα στο editorial του πρώτου τεύχους: «Κάθε μπουκάλι κρασί κρύβει μια μικρή ιστορία και πολλά μεγάλα όνειρα. Την ιστορία ενός αμπελιού και τα όνειρα ενός παραγωγού». Με την έκδοση του Οινοχόου, τα όνειρα και οι ιστορίες γίνονται και δική μας υπόθεση. Μαζί ξεκινάμε μια περιήγηση στον γοητευτικό και ενδιαφέροντα κόσμο του κρασιού και των αποσταγμάτων. Να ψηλαφήσουμε τα πώς και τα γιατί, τα «να» και τα «θα», να δοκιμάσουμε, να σφίξουμε χέρια, να κάνουμε νέες φιλίες, να χειροκροτήσουμε πρωτοβουλίες, νεωτερισμούς, επιτεύγματα. Ξεφυλλίζω τα παλιά τεύχη, που με οδηγούν στα μονοπάτια που μας έφεραν στο σήμερα. Χαμογελάω με τις φωτογραφίες συνεργατών οι οποίοι έχουν γκριζάρει πια, με αδεξιότητες, με θέματα déjà vu που τότε ήταν πρωτοποριακά. Χαμογελάω με το «θράσος» να βγάλουμε ένα αμιγώς οινικό περιοδικό εν έτει 2004!
Κάνω φλάσμπακ στα είκοσι αυτά χρόνια. Προσπαθώ να συνοψίσω σε μία φράση, σε ένα μότο όσα έχουν συμβεί στο ελληνικό κρασί και βομβαρδίζουν το μυαλό και τις αναμνήσεις μου. Καταλήγω σε μία λέξη: επανάσταση! Μια επανάσταση στην οποία συνέβαλαν ποιοτικά άλματα, καινοτομίες, παράδοση και τεχνολογία σε αγαστή σύμπραξη, εξωστρέφεια. Μιλώντας για εξωστρέφεια, δεν εννοώ μόνο εξαγωγές και διεθνή αναγνώριση, που κι αυτά βρίσκονται σε επίπεδο που ούτε φανταζόμασταν 20 χρόνια πριν. Αναφέρομαι κυρίως στην εξωστρέφεια με παρρησία του γηγενούς μας πλούτου, στις ντόπιες ιστορικές μας ποικιλίες. Πέρα από το διεθνές πια, κοσμοπολίτικο σαντορινιό Ασύρτικο, ποικιλίες όπως η Κυδωνίτσα, το Μούχταρο, το Βοστιλίδι, η Μαυροκουντούρα, το Φωκιανό, το Βιδιανό, το Ποταμίσι, το Λιάτικο και πολλές άλλες βγαίνουν στο προσκήνιο και κερδίζουν τις εντυπώσεις. Οι παραγωγοί εγκύπτουν με φροντίδα πάνω τους, βελτιώνουν τις αμπελοκαλλιέργειες, δίνουν σημασία στο terroir, οινοποιούν με σεβασμό στην πρώτη ύλη και στη γνώση. Η γνώση μπαίνει μπροστά και, χωρίς να υποβαθμίζει τη σημασία της παράδοσης, κρατάει τα θετικά και τα αξιοποιεί στο έπακρο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, που αλλάζει το σκηνικό τόσο στις ζυμώσεις όσο και στις διαδικασίες παλαίωσης.
Προσπαθώντας να συνοψίσω όσα έχουν συμβεί στο ελληνικό κρασί την τελευταία εικοσαετία, καταλήγω σε μία λέξη: επανάσταση!
Το περιβαλλοντικό SOS, η κλιματική αλλαγή, οι ανανεώσιμες πηγές, η αειφορία μπαίνουν για τα καλά στην καθημερινότητά μας την τελευταία 20ετία και επηρεάζουν την καλλιέργεια και την οινοποίηση. Βιωσιμότητα και οικο-φιλικές πρακτικές οδηγούν σε οργανικές και βιοδυναμικές καλλιέργειες και οινοποιήσεις με τις ελάχιστες έως μηδενικές οινολογικές παρεμβάσεις. Εμφανίζονται μικρά οινοποιεία που αξιοποιούν τα παραπάνω, στοχεύουν σε συγκεκριμένες αγορές –οι niche markets κερδίζουν συνεχώς έδαφος–, υπηρετούν με σθένος τις γηγενείς ποικιλίες. Με το βλέμμα στο παρελθόν, ρηξικέλευθοι οινοποιοί προχωρούν στο μέλλον. Πιθάρια, αμφορείς, τσιμεντένιες δεξαμενές ξαναβγαίνουν δυναμικά μπροστά. Τα «πορτοκαλί» κρασιά δίνουν και παίρνουν, με θαυμάσια, μερικές φορές, αποτελέσματα. Τα «natural» εισβάλλουν στην αγορά, διεκδικούν τον χώρο τους, αχαρτογράφητο και νεφελώδη.
Αλλά το «κίνημα» των νατουραλίστας δίνει ζωηρά το «παρών» του στο οινικό τοπίο, ταράζοντας τον οίνοπα πόντο, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι ξιφουλκούν με πάθος οι μεν εναντίον των δε! Με το χέρι στην καρδιά και με εκατοντάδες ποτήρια natural κρασιών μπροστά μου, δεν μπορώ να πω ότι συντάσσομαι άκριτα μαζί τους με ενθουσιασμό. Εξαιρετικές προσπάθειες ξεχωρίζουν και δείχνουν να αντέχουν τόσο στην κριτική όσο και στον χρόνο, αλλά ακόμα περισσότερες με έχουν απογοητεύσει βαθιά. Όμως, ο χορός των πειραματισμών καλά κρατεί. Τον χειροκροτώ και καταλήγω στο απώτερο συμπέρασμα ότι, για να υπάρχουν τόσες τάσεις και ιδιαίτερες προτάσεις, πρέπει να υπάρχει και ένα κοινό στο οποίο να απευθύνονται. Ένα κοινό που να ενδιαφέρεται.
Οι οινοπαραγωγοί δίνουν σημασία στο terroir, οινοποιούν με σεβασμό στην πρώτη ύλη και στη γνώση.
Αντιγράφω από το πρώτο editorial: «Να καταθέσουμε και τα δικά μας όνειρα για όλο και καλύτερα κρασιά, για όλο και πιο ενημερωμένους καταναλωτές που απολαμβάνουν υπεύθυνα, διεκδικώντας την ποιότητα στο ποτήρι, όπως και στο πιάτο τους. Θέλουμε το κρασί και τα αποστάγματα, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, να είναι ποιοτικά προϊόντα πολιτισμού, μέθεξης και ευωχίας, γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους». Αρωγοί στην προσπάθειά μας αυτή έρχονται τα wine bars. Βάζουν το κρασί με το ποτήρι στην μπάρα, εκτοπίζοντας σημαντικά το σκληρό αλκοόλ, και το συστήνουν στο κοινό με το όνομά του: Σαββατιανό, Ασύρτικο, Αγιωργίτικο, Μανδηλαριά, αλλά και με το όνομα του παραγωγού του. Οι καταναλωτές μπαίνουν στο παιχνίδι. Αναζητούν τον μίτο για να προσανατολιστούν. Και να, οι σχολές κρασιού! Τοπικές ενώσεις οινοπαραγωγών δημιουργούνται και προωθούν με ζέση τα προϊόντα τους, αλλά οργανώνουν και δρόμους κρασιού, πάνω στους οποίους ήρθε και κούμπωσε το μέγα κεφάλαιο του οινοτουρισμού. Τα οινοποιεία γίνονται επισκέψιμα, προσφέρουν δοκιμές και μαθήματα μαγειρικής με τοπικά προϊόντα. 20 χρόνια! Σαν να ήταν χθες, αλλά και σαν να πέρασε ένας αιώνας. Το ελληνικό κρασί απέκτησε φυσιογνωμία και υπόσταση εντός και εκτός συνόρων. Πιστεύω ότι βάλαμε κι εμείς από τούτες τις σελίδες το λιθαράκι μας. Κριτές ο χρόνος και οι αναγνώστες. Όπως και να έχει, σήμερα, 20 χρόνια μεγαλύτερη, πιο σοφή, πιο αντικειμενική, πιο ψύχραιμη, πιο έμπειρη, δηλώνω πολύ περήφανη για τους Έλληνες οινοπαραγωγούς, οινολόγους, αμπελουργούς, εμπόρους, αλλά και για τους καταναλωτές, οι οποίοι με τις απαιτήσεις τους κρατούν ψηλά τον πήχη. Ας κόψω, λοιπόν, το νήμα εγκαινιάζοντας την επόμενη 20ετία.
Τα wine bars βάζουν το κρασί με το ποτήρι στην μπάρα και το συστήνουν με το όνομά του: Σαββατιανό, Ασύρτικο, Αγιωργίτικο…

