Ο Σεπτέμβρης για τον κόσμο του κρασιού στην Ελλάδα είναι ταυτόσημος με τον τρύγο. Το ξυπνητήρι των οινοπαραγωγών χτυπά από τα χαράματα και πριν ακόμη ξημερώσει, τα αμπέλια γεμίζουν εργάτες που κόβουν τα σταφύλια της χρονιάς. Είναι η πιο κρίσιμη περίοδος για τους αμπελουργούς, καθώς αυτές οι εβδομάδες κρίνουν τη δουλειά ολόκληρου του χρόνου. Ομως πίσω από τη ζωντάνια των αμπελιών, τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα, καθώς σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Αμπέλου και Οίνου, το 2023 η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού έπεσε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 60 ετών.
Η Ευρώπη, που παραδοσιακά απορροφά σχεδόν το 50% της παγκόσμιας κατανάλωσης, κατέγραψε μείωση περίπου 2,8% το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η πτωτική τάση συνεχίστηκε και το 2024, καθώς η αγορά κινήθηκε περίπου 5% κάτω από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Στην Ελλάδα, από το 2019 η ζήτηση μειώνεται σταθερά με ρυθμό περίπου 0,3% ετησίως. Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγή κρασιού αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 261.000 τόνους έως το 2028, από σχεδόν 280.000 τόνους το 2023, σημειώνοντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό πτώσης 1%.
Κρασί χωρίς αλκοόλ
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι άνθρωποι του κρασιού προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τις αλλαγές. Η Λίλλυ Χαλικιά, σομελιέ και εισαγωγέας κρασιού, βλέπει, όπως λέει στην «Κ», την πτώση καθημερινά. Οπως σχολιάζει, οι πωλήσεις έχουν μειωθεί επηρεάζοντας όλη την αλυσίδα – από τους διακινητές μέχρι τις κάβες και τους παραγωγούς. «Η νέα γενιά έχει κάνει μια στροφή σε πιο υγιεινό τρόπο ζωής και ως αποτέλεσμα όχι μόνο πίνει λιγότερο, αλλά επιλέγει και με διαφορετικά κριτήρια. Απορρίπτει τα κρασιά με 14%–15% αλκοόλ και αναζητά πιο ελαφριές επιλογές, άρα από ψυχρότερες περιοχές. Ταυτόχρονα, υπάρχει και αυξανόμενη ζήτηση για κρασιά χωρίς αλκοόλ, ένα αίτημα στο οποίο η αγορά πράγματι προσπαθεί να ανταποκριθεί».

30% ακριβότερο
Οι τιμές, ωστόσο, είναι εξίσου κρίσιμο κριτήριο για τους καταναλωτές. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες μειώνουν τις σοδειές, ανεβάζουν το κόστος παραγωγής και ακριβαίνουν τη φιάλη. Ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου άλλωστε σημειώνει ότι οι καταναλωτές πληρώνουν πλέον περίπου 30% ακριβότερα ένα μπουκάλι κρασί σε σχέση με το 2019–2020. «Ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές είναι πιο συντηρητικοί. Εκεί που πριν από μερικά χρόνια μια παρέα σε έξοδο θα κατέληγε να παραγγείλει τρία μπουκάλια, πλέον είναι αρκετά σύνηθες να περιοριστούν στο ένα. Συνήθως θα κινηθούν στην κατηγορία των 10–25 ευρώ.
Εκεί που πριν από μερικά χρόνια μια παρέα σε έξοδο θα κατέληγε να παραγγείλει τρία μπουκάλια, πλέον είναι αρκετά σύνηθες να περιοριστούν στο ένα.
Στροφή στο αυθεντικό
Την ίδια στιγμή ωστόσο παρατηρούμε μια έντονη στροφή προς τα φυσικά κρασιά, για τα οποία οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα, αρκεί να θεωρούν πως το αξίζουν», σημειώνει. Πρόκειται για κρασιά που παράγονται με ελάχιστη παρέμβαση – συνήθως από βιολογικά αμπέλια, με γηγενείς ζύμες και χωρίς πρόσθετα ή έντονη χρήση θειωδών. Το αποτέλεσμα συχνά είναι πιο «άγριο» και απρόβλεπτο, αλλά θεωρείται πιο αυθεντικό. Αντίθετα με την πτώση της καθημερινής κατανάλωσης, ανεβαίνει το ενδιαφέρον για εμπειρίες. Οινογνωσίες, επισκέψεις σε αμπελώνες και οινοτουρισμός κερδίζουν έδαφος. «Ερχονται επισκέπτες ακόμη και από το εξωτερικό για να δοκιμάσουν τα ελληνικά οινοποιεία», λέει η Λίλλυ. «Οπως όλες οι οινοπαραγωγικές χώρες, έτσι κι εμείς θα μπορούσαμε να επενδύσουμε περισσότερο στον οινοτουρισμό. Ωστόσο μην το συγχέουμε με την καθημερινή κατανάλωση, πρόκειται για δύο διαφορετικά πεδία».

Ο Στέλλιος Μπουτάρης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, βλέπει τις αλλαγές με ανάμεικτα συναισθήματα. «Οι νεότερες γενιές πράγματι πίνουν λιγότερο, αλλά ταυτόχρονα πίνουν και με αυστηρότερα κριτήρια. Δεν θα επιλέξουν ένα κρασί χωρίς να γνωρίζουν την προέλευσή του. Μαθαίνουν για το κρασί, επισκέπτονται οινοποιεία και τελικά επιλέγουν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής», λέει. Σημειώνει ότι όπως ο ίδιος παρατηρεί «οι άνθρωποι μαζεύονται περισσότερο στα σπίτια, δεν βγαίνουν τόσο συχνά άρα και δεν καταναλώνουν τις ίδιες ποσότητες, και ακόμα και τα εστιατόρια δεν λειτουργούν πια με τα εκτεταμένα ωράρια του παρελθόντος».
Σίγουρα προβληματιζόμαστε, ειδικά όταν βλέπουμε η ζήτηση να μειώνεται ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία. Ωστόσο, το πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει δυνατότητες να παραμείνει ανταγωνιστική.
Για τον ίδιο, το κρασί –όπως και πολλά άλλα προϊόντα και υπηρεσίες τού σήμερα– «ο κόσμος αναζητά την εμπειρία. Κάθε κρασί έχει μια ιστορία, και ακόμη και ένα καθημερινό κρασί πρέπει να μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον». Παρά τον ανταγωνισμό από άλλα ποτά, όπως η μπίρα, τα spirits και τα cocktails, ο Στέλλιος παραμένει αισιόδοξος: «Σίγουρα προβληματιζόμαστε, ειδικά όταν βλέπουμε η ζήτηση να μειώνεται ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία. Ωστόσο το πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει δυνατότητες να παραμείνει ανταγωνιστική. Είμαι αισιόδοξος, βλέπω βελτίωση, με νέα παιδιά που γίνονται οινοποιοί αλλά και με τον οινοτουρισμό μας που συνεχώς αναπτύσσεται».
Οταν το κρασί χάνει από το νεγκρόνι
Ανάμεσα σε αυτά τα «νέα παιδιά» είναι και ο Νίκος Καρατζάς από τη Δράμα, που έστησε το δικό του οινοποιείο από καθαρή αγάπη για το κρασί. Ο ίδιος χαρακτηρίζει το τοπίο που διαμορφώνεται ως «μπερδεμένο». «Το κρασί μπήκε τα τελευταία χρόνια κάτω από τη γενικευμένη ομπρέλα του αλκοόλ, ενώ είναι κάτι διαφορετικό. Είναι ένα ευγενές προϊόν, κι όμως αυτή η έννοια χάθηκε». Η πτώση στην κατανάλωση, εξηγεί ο Νίκος, φαίνεται κυρίως μέσα από την εστίαση, όπου το εμφιαλωμένο κρασί επιλέγεται λιγότερο. «Οταν ο οινοποιός τιμολογεί λίγο ψηλά και το μαγαζί προσθέτει το δικό του περιθώριο, το κρασί φτάνει να κοστίζει εννιά ευρώ το ποτήρι. Αν δίπλα υπάρχει ένα νεγκρόνι στα 10 ευρώ, πολλοί θα προτιμήσουν το κοκτέιλ – και είναι λογικό».

Οσον αφορά τη γενικότερη μείωση στην κατανάλωση αλκόολ σχολιάζει ότι «στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για παράδειγμα πίνουν λιγότερο, αλλά πιο ποιοτικά». Την ίδια στιγμή οι έρευνες αναδεικνύουν ότι μόλις 54% των ενηλίκων Αμερικανών δηλώνουν πλέον ότι πίνουν αλκοόλ, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγράψει η Gallup από το 1939. Για τον ίδιο, η απάντηση δεν είναι να ακολουθήσει κανείς τις τάσεις μειώνοντας χημικά το αλκοόλ στο κρασί. «Τα δικά μας κρασιά έχουν κατά μέσο όρο 12%–13% αλκοόλ. Δεν μου αρέσει η ιδέα τού να παρέμβω χημικά για να κατεβάσω την αλκοόλη, δεν το θέλω». Το κλειδί, όπως υπογραμμίζει, είναι η ποιότητα και η σχέση με τον καταναλωτή. Σύμφωνα με το Νίκο τα κρασιά πρέπει να έχουν υψηλότερη αξία από το κόστος τους. «Εμείς τουλάχιστον αυτό προσπαθούμε να πετύχουμε».
Κοινό πιο «περιπετειώδες» από ποτέ
Την καθημερινή σχέση με το κρασί βλέπει από διαφορετική γωνία και ο Φάντι, ιδιοκτήτης μπαρ στην πλατεία Βραζιλίας στην Αθήνα. «Το βλέπω καθημερινά πως οι νέοι αποφεύγουν τα σκληρά ποτά και τα βαριά cocktails. Οταν παραγγέλνουν, διαλέγουν πιο ήπια, συνήθως με βάση το βερμούτ. Το κρασί ωστόσο έχει αρχίσει να κερδίζει και πάλι έδαφος, ειδικά σε όσους θέλουν να πιουν κάτι με χαρακτήρα, αλλά όχι με 40% αλκοόλ».

Ο ίδιος παρατηρεί ότι το κοινό είναι πιο περιπετειώδες από ποτέ: δοκιμάζει κρασιά από τον Νέο Κόσμο, ξένες ποικιλίες, νέους παραγωγούς. «Το ενδιαφέρον υπάρχει. Αλλά η αγορά είναι πια υπερπλήρης. Υπάρχουν πάρα πολλοί παίκτες – παραγωγοί, εισαγωγείς, διανομείς. Οι πωλήσεις του φετινού καλοκαιριού δεν ικανοποίησαν πολλούς από αυτούς. Οχι όμως επειδή δεν υπάρχει ζήτηση, αλλά επειδή ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος».
