Έπιασε να σουρουπώνει. Ήρθε βοηθός σήμερα, προλάβαμε έτσι να τελειώσουμε με το σκάλισμα και τα ποτίσματα, έμειναν όμως μπόλικα δεσίματα για την Κυριακή. Έκατσα στο παγκάκι αποκαμωμένος, πήρα όμως δύναμη θαυμάζοντας τις φίλες μου, έτσι όπως στοιχίζονται σε σειρές ενώπιόν μου, ενδεδυμένες με τα διχτυωτά πέπλα τους. Χωρίς αυτά παραγωγή δεν θα μαζέψουμε, οι καρακάξες είναι διαβόητες για την αδηφαγία τους. Μία μόνο αν τρυπώσει στο παρτέρι, θα ραμφίσει δύο ντουζίνες ντομάτες και μετά με το στριγκό της κράξιμο θα καλέσει κάμποσες φιλενάδες της για να ολοκληρώσουν την καταστροφή. Ολημερίς σφράγιζα τις πιθανές εισόδους και τα ρούχα μου τώρα αποπνέουν την αγαπημένη ευωδιά των νωπών φύλλων της ντοματιάς. Διακρίνω πάντως και τη μάλλον δυσάρεστη, βαριά νότα από τα θειαφίσματα· αυτή δεν φεύγει ούτε με το πλύσιμο.
«Γιατί σ’ αρέσει να παιδεύεσαι τόσο με τις ντομάτες;» με ρωτά κάθε χρόνο, αθώα ή περιπαικτικώς, κάποιος από τους επισκέπτες μου. Αν ο θησαυρός μου έχει ήδη μεστώσει, απαντώ δίχως να προφέρω λέξη. Κόβω μία στη μέση και του την προσφέρω σκέτη, καταλαβαίνει και συναινεί αναστενάζοντας, με τα ζουμιά να τρέχουν απ’ το στόμα του. Δεν χωράει αμφιβολία, οι παλιές ποικιλίες ντοματιάς, όταν καλλιεργούνται υπαίθρια, δίνουν τέτοιας έντασης σε γεύση και άρωμα καρπό, που κάνουν τις άνοστες ντομάτες του οργανωμένου εμπορίου να ντρέπονται. Είναι όμως, σε αντίθεση με τις τελευταίες, λεπτόφλουδες, το οποίο σημαίνει ότι ζορίζονται στη μεταφορά και πρέπει να καταναλώνονται σύντομα μετά τη συγκομιδή τους. Σημαντικό επίσης είναι ότι στην αγορά συναντάμε ελάχιστες ποικιλίες ντομάτας, οι οποίες επιλέγονται κυρίως με γνώμονα την ανθεκτικότητα και την ομοιομορφία του παραγόμενου καρπού. Από την άλλη, ο «παραδοσιακός» καλλιεργητής μπορεί, σχετικά εύκολα πια, να προμηθευτεί σπόρο από αρκετές εκατοντάδες. Πειραματίζομαι εδώ και χρόνια σχετικώς, φέτος έβαλα ξανά την καθιερωμένη δωδεκάδα, με εκείνες δηλαδή που είναι ιδανικές για σαλάτα, άλλες για σάλτσα, μία για γεμιστά, «καπνιστές» καστανές και γλυκές κίτρινες. Δεν ξεχνώ ποτέ βεβαίως τη σμαραγδοπράσινη Aunt Ruby’s German Green, η οποία πολύ με διασκεδάζει όταν έρχεται η λαμπρή στιγμή της, καθώς κανείς αρχικώς δεν πιστεύει πως είναι έτοιμη για φάγωμα. Μετά τη δοκιμή της πάντως, οι περισσότεροι θέλουν να πάρουν και μαζί τους, κάποιοι ζητούν και σπόρο. Ίσως απορήσατε με την ονομασία «γερμανική», όμως ισχύει. Η νοτιοαμερικανική πόα της ντοματιάς (Solanum lycopersicum) ευδοκιμεί προθύμως σε συνθήκες που μοιάζουν αντίξοες, αν αναλογιστούμε ότι γεννήθηκε στους τροπικούς. Μέχρι και στις εσχατιές της Ρωσίας καλλιεργείται σήμερα με επιτυχία, μια θυσία μόνο χρειάστηκε να κάνει το πολυετές τούτο φυτό ώστε να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη: να μετατραπεί σε μονοετές. Χωρίς τούτο βέβαια να σημαίνει πως, αν προστατευτεί από το ψύχος, εντός θερμοκηπίου στα δικά μας κλίματα, δεν θα καρπίζει για τουλάχιστον τρία καλοκαίρια.
Στην αγορά συναντάμε ελάχιστες ποικιλίες ντομάτας, οι οποίες επιλέγονται κυρίως με γνώμονα την ανθεκτικότητα και την ομοιομορφία του παραγόμενου καρπού.
Η αλήθεια είναι πως αναρωτιέμαι και μόνος μου κάποιες φορές ποιοι λόγοι με ωθούν εδώ και κοντά τριάντα χρόνια να συνεργάζομαι αδιάκοπα με την ντοματιά και να αντλώ ευχαρίστηση ικανοποιώντας καθεμιά από τις πολλές καλλιεργητικές της απαιτήσεις. Ασφαλώς δεν είναι μόνο η απόλαυση που μου χαρίζει όλους τους μήνες του χρόνου – μην παραξενεύεστε, αποθηκεύω ένα σημαντικό μέρος της σοδειάς σε γυάλινα βάζα, σε μορφή πυκνόρρευστης σάλτσας. Ίσως να είμαι μαγεμένος από την ομορφιά της· ιδιαίτερα όταν πια με ξεπερνάει στο μπόι, δεν χορταίνω να τη θαυμάζω. Σας θυμίζω μάλιστα ότι στην Ευρώπη την καλλιεργούσαν για αιώνες ως καλλωπιστικό φυτό, πίστευαν ακράδαντα, βλέπετε, πως είναι τοξική. Ρόλο παίζει σίγουρα και η στάση μου υπέρ της οικιακής αυτάρκειας αλλά και η δική της έφεση στο να την υπηρετεί άριστα. Φαντάζομαι ότι σε εποχές σαν και αυτήν που περνάμε, δεν θεωρείται πλέον παράδοξο, όπως χθες, τούτο το αίτημα.

