Τον γνώρισα το 1992, στα γραφεία της πλατείας Αριστοτέλους, πριν τα δύο αδέρφια χωρίσουν τα τσανάκια τους. Δούλευα τότε στις Εικόνες και είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη για ένα τεύχος-αφιέρωμα στην πόλη. Το κρασί δεν είχε μπει ακόμα στην επαγγελματική μου πορεία. Ο Γιάννης Μπουτάρης, όμως, ήταν ήδη ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης. Μιλήσαμε για ώρα, είπαμε πολλά, για την πόλη, για την κοινωνία, για το περιβάλλον. Δυστυχώς, δεν έχω πια ούτε το συγκεκριμένο τεύχος του περιοδικού ούτε τα κείμενα της συνέντευξης (προ-ψηφιακή εποχή γαρ). Επαγγελματικά δεν βρεθήκαμε ξανά, αλλά μάλλον πρέπει να είχαμε διατηρήσει κάποια επαφή, δεν θυμάμαι καλά· ωστόσο, κάποτε μου έστειλε ως δώρο ένα καταπληκτικό λεύκωμα με τα οινοποιεία-αρχιτεκτονήματα του κόσμου.
Κάποια στιγμή, μάλλον το 2003, όταν κυκλοφόρησε το Κ της Καθημερινής με τη στήλη που τώρα διαβάζετε, μου τηλεφώνησε και είπαμε να συναντηθούμε στο καφέ του «Ηλέκτρα». Η κουβέντα μαζί του ήταν πάντα απολαυστική. Από τότε μιλούσαμε πιο τακτικά. Με προσκάλεσε στο κουρμπάνι στη Γουμένισσα, ήπιαμε αρκετούς καφέδες στη Θεσσαλονίκη, με έστησε σε συναντήσεις όσο δεν με έχει στήσει κανείς ποτέ στη ζωή μου. Γελούσε όταν του το έλεγα.
Πρώτα σε αυτόν εξομολογήθηκα την ιδέα μου για την έκδοση του Οινοχόου και με ενθάρρυνε καθοριστικά. Το θέμα «Μια μέρα στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη» εγκαινίασε και το πρώτο τεύχος του περιοδικού, ακριβώς πριν από 20 χρόνια. Σε αυτόν απευθυνόμουν όταν είχα απορίες για πρόσωπα και πράγματα στον οινικό χώρο. Είχαμε μια φιλία που κυλούσε αβίαστα και διακριτικά. Τον αγαπούσα και νομίζω ότι με αγαπούσε κι εκείνος.
Είχα τη χαρά και την τιμή να τον βραβεύσω εκ μέρους της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου (ΕΔΟΑΟ) για τη συνολική προσφορά του στον κλάδο και στην Ελλάδα γενικότερα, το καλοκαίρι του 2023, σε μια συγκινητική για όλους μας εκδήλωση.
Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, είχε προβλήματα υγείας, τα μάθαινα από τον Στέλλιο. Τον ξανασυνάντησα τυχαία στον δρόμο στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Ένα πολύ ζεστό απόγευμα τις μέρες με καύσωνα, περπατούσε με μπαστούνι υποβασταζόμενος από τη βοηθό του. Αδυνατισμένος –όσο μπορούσε να είναι αδυνατισμένος ο λιπόσαρκος πάντα Γιάννης– και κουρασμένος. Στην τσέπη του πουκαμίσου, όμως, το πακέτο τα τσιγάρα. «Βρε Γιάννη, έλεος με το κάπνισμα!» του είπα. «Αυτά δεν αλλάζουν, άσε την κουβέντα…» ήταν η απάντησή του.
Τελικά την κουβέντα την άφησε αυτός ένα βράδυ την περασμένη βδομάδα… Θέλω να διαγράψω την τελευταία εικόνα της Θεσσαλονίκης. Θέλω να έχω στο μυαλό μου τον αεικίνητο Μπουτάρη, με το τσιγάρο στο χέρι, να προτρέπει τον έφηβο γιο μου να βάλει σκουλαρίκι και να με κοροϊδεύει για την άρνησή μου στα τατουάζ. Αχ, βρε Γιάννη!

