«Γεννήθηκα στον Ποταμό, στη Θηρασιά, 7 Φεβρουαρίου του 1950. Με ξεγέννησε μια μαμή στο σπίτι, δεν υπήρχαν τότε μαιευτήρια και τέτοιες πολυτέλειες. Έχω δύο αδελφές κι έναν αδελφό. Όταν έγινα πέντε χρονών, μετακομίσαμε στο Λαύριο. Οι περισσότεροι Θηρασιώτες εκείνη τη δεκαετία ζητούσανε δουλειά στο Λαύριο, επειδή είχε πολλά εργοστάσια. Ο γέρος μου εργαζόταν στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου, η μάνα μου δούλευε στο κλωστοϋφαντουργείο του Καρέλλα.


Κατάφερα να τελειώσω το Δημοτικό. Φτωχή εποχή τότε, τα παιδιά βοηθούσαν οικονομικά την οικογένεια. Κρέας βλέπαμε μία φορά τον μήνα, ψυγείο δεν είχαμε, με λάμπες φωτιζόμασταν. Παπούτσια, σκέψου, έβαλα πρώτη φορά 12 χρονών. Άσε που είχα να παντρέψω και τις αδελφές μου. Στα δώδεκα έπιασα δουλειά στο φημισμένο ζαχαροπλαστείο του Νίτη, ως βοηθός ζαχαροπλάστη. Δεν γνώριζα τίποτα από ζαχαροπλαστική. Έμαθα όμως να φτιάχνω τούρτες, πάστες, κορμούς, εργολάβους και διάφορα σιροπιαστά, όπως μπακλαβά και καταΐφι. Τα χρήματα ήταν πολύ καλά! Και το κυριότερο, ρούφηξα γνώση για τη δουλειά που θα έκανα αργότερα. Έμεινα τρία ολόκληρα χρόνια.
Μόλις έγινα δεκαέξι, ένας μπάρμπας μου με πήρε τζόβενο σε ένα πλοίο του Νομικού. Πάντα μου άρεσε η ιδέα να γίνω ναυτικός. Πρώτο μου ταξίδι ήταν στον Κόλπο του Περσικού, στη Σαουδική Αραβία, στο Κουβέιτ, στο Ντουμπάι. Φορτώναμε πετρέλαιο και ανεβαίναμε στην Ευρώπη. Έκανα ό,τι μου παράγγελνε ο λοστρόμος. Καθάριζα, κουβαλούσα κουβέρτες, ματσακόνιζα σωλήνες. Ήμασταν 37 άτομα πλήρωμα, όλοι Έλληνες. Δεν φούμαρα, δεν μου άρεσε το κάπνισμα. Κρατούσα τα χρήματα για την οικογένεια, τους έστελνα έμβασμα κάθε δύο μήνες. Να φανταστείς, ο μισθός μου ήταν 2.000 δραχμές τον μήνα, ενώ ο πατέρας μου πληρωνόταν με τέσσερα κατοστάρικα.
Το πρώτο ταξίδι κράτησε 18 μήνες. Ύστερα μπήκα σε άλλο βαπόρι, στην Αμερική. Πηγαίναμε Μεξικό, φορτώναμε πετρέλαιο και το μεταφέραμε στο Τέξας, στο Χιούστον, στη Βαλτιμόρη και τη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα γκαζάδικο 25.000 τόνων, πραγματικό θηρίο. Έμεινα δύο χρόνια εν πλω, πρώτη μου φορά έκανα κουζίνα. Καθάριζα πατάτες, έτριβα τις κατσαρόλες κι έδινα τα πρωινά: αυγά, λουκάνικα και μπέικον. Έπιανα πόστο στις πεντέμισι το πρωί και σχολούσα στις έξι το απόγευμα, με μια δίωρη υποχρεωτική στάση ξεκούρασης το μεσημέρι. Το βράδυ παίζαμε τάβλι ή κάνα χαρτάκι, ξερή ή δηλωτή.
Αγγλικά δεν έμαθα πολλά, περισσότερα ισπανικά. Μη φανταστείς ότι καθόμασταν πολύ στα λιμάνια, δύο μέρες το πολύ και φεύγαμε. Μου άρεσε έξω αυτό που έβλεπα, ήταν πολύ πιο προχωρημένα κράτη συγκριτικά με την Ελλάδα. Όποτε γυρνούσα, έφερνα στους γονείς διάφορα πράγματα: ωραία σεντόνια και κουβέρτες από την Αμερική, πλουμιστά υφάσματα, ένα στέρεο που δεν είχαμε στο σπίτι. Πήγαινα με μια βαλίτσα και επέστρεφα με τρεις.
Μετά το δεύτερο ταξίδι, κάθισα τρεις-τέσσερις μήνες. Μου έλειπε η θάλασσα πολύ, δεν την άντεχα τη στεριά. Έφυγα ξανά μόνος μου για οκτώ μήνες. Για άλλα πελάγη τούτη τη φορά, φορτώναμε στο Βανκούβερ σιτηρά και τα μεταφέραμε στην Ασία: Κίνα, Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη και Σιγκαπούρη. Κάποια στιγμή, συνειδητοποιώ όταν ήμουν στο Μότζι, στην Ιαπωνία, ότι έχουν περάσει τρεις μήνες από την ημέρα που έπρεπε να καταταγώ στον στρατό. Έρχομαι Ελλάδα και κάνω 28 μήνες θητεία στο Ναυτικό. Ξεκίνησα από το κέντρο εκπαίδευσης του Παλάσκα, όπου μαγειρεύαμε κάθε μέρα για 800 άτομα. Καλά, το φαντάζεσαι; Μετά με πήγαν δίπλα, στη ναυτική βάση του Κανελλόπουλου.
Προτού μπαρκάρω ξανά, μετά τον στρατό, γνώρισα τη γυναίκα μου την Άννα σε μια θεία μου στην Αμφιάλη. Λογοδοθήκαμε κι ύστερα από έναν μήνα έφυγα με ένα παπόρι που λεγόταν “Το Θάρρος”, του Λαιμού. Μάγειρας πλέον! Κάθισα 14 μήνες σε αυτό το φορτηγό, το φορτίο του ήταν γενικό, κουβαλούσαμε κασετόφωνα, ψυγεία, σιτηρά και τα πηγαίναμε στην Ινδία και στο Πακιστάν. Όταν έπιασα στεριά με το καλό, παντρευτήκαμε στις 3 Φλεβάρη του 1974. Είμαστε παντρεμένοι δηλαδή μισό αιώνα. Έχουμε και δύο παιδιά. Κούκλα ήτανε η Άννα τότε, κούκλα τη βλέπω και τώρα που έφτασα 74 χρονών. Μείναμε στο Κερατσίνι, στη Χαραυγή, στο σπίτι της γυναίκας μου. Παράπονα δεν έκανε, ναυτικό με γνώρισε.
Τα προγράμματα στα πλοία ήταν πολύ συγκεκριμένα. Εφτά και μισή πρωινό, δώδεκα μεσημεριανό και πέντε βραδινό. Το πρόγραμμα του φαγητού το ετοίμαζα εγώ. Σε κάποια φάση, όταν έμαθα τη δουλειά πολύ καλά, δούλευα και ως μαγειρο-καμαρότος, δηλαδή φρόντιζα και τις προμήθειες. Από ένα σημείο και μετά δεν τους ήθελα τους καμαρότους, οι περισσότεροι ήταν τεμπέληδες. Γενικότερα, οι αξιωματικοί και το υπόλοιπο προσωπικό έτρωγαν το ίδιο φαγητό, αλλά πάντα σε διαφορετικές τραπεζαρίες.
Είναι δύσκολο να σου αραδιάσω τις συνταγές, μπορώ όμως να σου πω ότι προνοούσαμε οι προμήθειες να είναι μεγάλης διάρκειας και να μη χαλάνε εύκολα. Αποθηκεύαμε πατάτες, ρύζι, πολύ ρύζι, και αρκετά όσπρια. Τη Δευτέρα, π.χ., ετοίμαζα κρεατόσουπα ή καμιά μπριτζόλα με χόρτα, την Τρίτη κάνα φασολάκι. Κάθε μεσημέρι είχε σαλάτα, το απόγευμα βάζαμε τυρί. Έτσι για τη διαφορά. Ορεκτικά έφτιαχνα ανάλογα με τα κέφια μου. Πειραματιζόμουνα κιόλας. Έψηνα πίτσα και την κόβαμε σε πιατέλες, ζύμωνα τυροπιτάκια και ζαμπονοτυροπιτάκια. Οι ναύτες τρελαίνονταν για τα πιροσκί μου. Έβγαζα και προζυμένιο ψωμί κάθε δύο μέρες, κατά μέσο όρο 30-35 φραντζόλες. Από αλκοόλ επιτρεπόταν μόνο η μπίρα, Πέμπτη και Κυριακή. Αν ήθελε ο καπετάνιος, έδινε και την Τρίτη. Και με τα γλυκά το ίδιο γινότανε ακριβώς.


Προσευχή κάναμε πριν από τα γεύματα. Και δύο φορές, ευτυχώς μονάχα δύο φορές, χρειάστηκε να προσευχηθούμε σε όλους τους Αγίους. Μια φορά το 1978, με ένα πλοίο του Λύρα, ήμασταν στις Βερμούδες, στο Τρίγωνο του Διαβόλου. Όνομα και πράγμα! Ξαφνικά η θάλασσα έγινε “Τούρκος”, έμπαινε στο βαπόρι από τα πλάγια. Μιάμιση ώρα κράτησε το μαρτύριο, μετά η θάλασσα έγινε λάδι. Άλλη μία φορά, δεν θυμάμαι χρονολογία, περνούσαμε από Κέιπ Τάουν κι ανεβαίναμε προς Πορτογαλία. Βρήκαμε εντεκάρι. Τρομάξαμε όλοι, κόπηκαν σύρριζα τα κολονάκια πίσω στο κομοδέσιο. Ήταν ένα φορτηγό 18.000 τόνων, μας σκέπαζε το κύμα. Είχαμε τον αέρα στην μπάντα της πλώρης, ήμασταν τρομοκρατημένοι.
Το 1994 ανοίξαμε με τη γυναίκα μου την ταβέρνα μας στη Θηρασιά, με το όνομα Αγκίστρι. Μπάρκαρα τον χειμώνα και το καλοκαίρι σερβίραμε τους ντόπιους, αλλά και πολλούς επισκέπτες από τη Σαντορίνη. Στην αρχή δουλεύαμε πιο πολύ ψάρι και ξενικά φαγητά που τα είχα μάθει στα πλοία, αλλά εδώ δεν ήταν διαδεδομένα. Π.χ., η καρμπονάρα. Με τον καιρό βάλαμε και κρέατα, ενώ μεγαλώσαμε πολύ και την γκάμα των μαγειρευτών. Σήμερα έχουμε και πολλά λαχανικά από τον μπαξέ μας. Ανοίγουμε αρχές Μάρτη και κλείνουμε μέσα Δεκέμβρη. Αν φας κολοκυθάκι-παπουτσάκι, θα γλείφεις τα δάχτυλά σου.
Βγήκα στη σύνταξη το 2009. Φυσικά και μου λείπει η θάλασσα• μα την Παναγία, τη σκέφτομαι πολύ. Μιλάω με αρκετούς συναδέλφους, πολλοί βέβαια δεν ζούνε πια. Από τις χώρες που είδα, το Βανκούβερ μού έκανε εντύπωση για να μείνω. Και η Αργεντινή ήταν πολύ ωραία, η Μπαρτσελόνα είχε μια τσαχπινιά. H Σιγκαπούρη ήταν άπιαστη. Και στην Ταϊλάνδη θυμάμαι πάρα πολλές γυναίκες, γυναίκες να δουν τα μάτια σου. Για το ηλιοβασίλεμα μη με ρωτάς ποιο είναι το καλύτερο. Πρόκειται για ιεροσυλία. Εδώ στη Θηρασιά βέβαια, στην Αγία Ειρήνη. Ο πιο αληθινός ήλιος».
Δείτε εδώ τις συνταγές που ετοίμασε ο Νίκος Συρίγος

