Η πληθυντική φωνή της λογοτεχνίας

4' 51" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Πώς μιλάει η λογοτεχνία, στην ποιητική ή στην πεζογραφική εκδοχή της; Με χίλιους και έναν τρόπους μιλάει. Επιστρατεύοντας στο ίδιο κείμενο ακόμα και ορισμένους από τους τρόπους αυτούς που η παράδοση τους έχει ορίσει ως τυπικά αντίθετους ή εγγενώς αλληλοϋπονομευόμενους. Οπως, λ.χ., όταν συνυπάρχουν οι θερμές, ρυθμικά τονισμένες προτάσεις με τις αυστηρές, δοκιμιακού χαρακτήρα παραγράφους.

Το ξέρουμε. Το έχουμε χωνέψει πια ότι δεν υπάρχουν υφολογικά στεγανά και αποκλειστικότητες στις μεθόδους εκπολιόρκησης του νοήματος και στις αφηγηματικές φόρμες, «αυτή είναι της ποίησης, εκείνη της πεζογραφίας, αυτή του ρεαλισμού, εκείνη της φαντασίας». Η σολωμική αναζήτηση ενός «είδους μιχτού, αλλά νόμιμου» (έτσι μετέφρασε ο Ιάκωβος Πολυλάς τη φράση του ιταλικού πρωτοτύπου «in modo misto genuino», στους «Στοχασμούς του Ποιητή» για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»), λειτουργεί καθοδηγητικά, τη γνωρίζουμε – δεν τη γνωρίζουμε. Με διευρυμένη βέβαια τη σημασία της και ανανεωμένη, ή μάλλον μετατοπισμένη από το πεδίο που είχε κατά νουν ο Διονύσιος Σολωμός, το «ποίημα του Χρέους» δηλαδή, στο σύνολο της λογοτεχνικής ηπείρου.

Δεν μιλάω για κάποιον εντυπωσιοθηρικό πολυσυλλεκτισμό, υποκινημένον από «άγχος νεωτερικότητας», ο οποίος ναυαγεί αναπόφευκτα, βρίσκοντας στον ύφαλο της κακόφωνης προσποίησης. Μιλώ για μια υφολογική και μορφική ανεξιθρησκία που γνωρίζει, συν τοις άλλοις, ότι ένα πεζοτράγουδο (όπως αποκαλούμε από παλαιόθεν τον μουσικό πεζό λόγο) κατορθώνεται εξίσου δύσκολα με ένα αυστηρό σονέτο και υπαγορεύεται από τον ίδιο ηθικοτεχνικό κώδικα. Ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο, ήδη μακρά, που ο «ελεύθερος στίχος» εννοείται και εφαρμόζεται όχι σαν γνωστικά και σεβαστικά «απελευθερωμένος», όπως τον όρισε ο Κωστής Παλαμάς, αλλά σαν «απελεύθερος» που τη δοτή και όχι κατακτημένη στίχο τον στίχο ελευθερία του την ερμηνεύει σαν ευκαιρία περιφρόνησης και πυρπόλησης της λεγόμενης «παράδοσης».

Τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον λογοτεχνικό οίστρο. Κανένας δογματισμός. Καμία σχολή ερμηνείας ή ανάγνωσης, που συνήθως βλέπει όσα θέλει να δει, όσα είναι προετοιμασμένη να δει. Και κανένας από τους δεκάδες δεκάδων -ισμούς, και τους πιο εξεγερσιακούς ή επαναστατημένους, που δοκιμάστηκαν, αναζωογόνησαν για λίγο ή και για πολύ τη λογοτεχνία, για να απομείνουν στο τέλος λήμματα σε ειδικά λεξικά γραμματολογικών ή και φιλοσοφικών όρων.

Η λογοτεχνία έχει πληθυντική φωνή, όχι ενική. Συναιρεί ποικίλες φωνές ή, τέλος πάντων, επιχειρεί να τις συναιρέσει και να τις εναρμονίσει, κατά την αξιοσύνη ενός εκάστου. Και μιλάει όπως θα της προκύψει κάθε φορά, όπως θα φανερωθεί πάνω στις λευκές σελίδες κάθε ξεχωριστού θεράποντά της. Προϋποθέσεις συντέλεσής της υπάρχουν, η συγκίνηση πρώτα πρώτα, ψυχική ή διανοητική. Δεν υπάρχουν όμως αυστηρά προγράμματα, ανελαστικές προκατασκευές, σιδηρά «πρέπει». Η λογοτεχνία είναι στρατευμένη στη λογοτεχνία, όχι σε δόγματα εξωλογοτεχνικά, δηλαδή αντιλογοτεχνικά.

Τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον λογοτεχνικό οίστρο. Κανένας δογματισμός. Καμία σχολή ερμηνείας ή ανάγνωσης, που συνήθως βλέπει όσα θέλει να δει, όσα είναι προετοιμασμένη να δει.

Υπάρχει προετοιμασία, ναι. Το κυριότερο, όμως, για το οποίο οφείλει να προετοιμαστεί ο συγγραφέας είναι ότι ο πρώτος που θα αιφνιδιαστεί από το οριστικό γραπτό του, από την εκδίπλωσή του, την ανάπτυξή του, ίσως και από το τέλος του, είναι ο ίδιος. Ξέρουμε γιατί θέλουμε να γράφουμε, ενίοτε ξέρουμε και για τι θέλουμε να γράψουμε, χονδρικώς, κινημένοι από μια κάπως θολή ιδέα, ένα φλογισμένο συναίσθημα, ένα αχνό πρώτο κινούν. Δεν ξέρουμε όμως πώς θα το γράψουμε, με ποιες λέξεις, ποιες εικόνες, ποια συντακτική μέθοδο, ποια αφηγηματική τεχνική. Ούτε και πού θα καταλήξουμε ξέρουμε στο ξεκίνημα.

Η γραφή μάς οδηγεί

Η ίδια η γραφή μάς οδηγεί. Είμαστε τέκνα της, όχι πατέρες της. Κατά κάποιον –ευλογημένο– τρόπο, στις ευτυχισμένες στιγμές, που δεν είναι δα και οι συνηθέστερες, μετέχουμε ως συμπρωταγωνιστές στη μυριοστή αναπαράσταση ενός ιερού δράματος. Χωρίς να χρειάζεται ν’ ανέβουμε στον Ελικώνα για να βοσκήσουμε εκεί τα πρόβατά μας και να μας συναντήσουν οι εννιά Μούσες, αποφασισμένες να μας δωρίσουν το χάρισμα της ποίησης, σε κάθε λυσιτελή αναμέτρησή μας με τις λέξεις γινόμαστε μικροί, μικρότατοι Ησίοδοι, που όμως δεν ευεργετούνται διά παντός, όπως ο δεύτερος των επικών, αλλά περιστασιακά, προσωρινά.

Δεν εννοώ, φυσικά, ότι είμαστε παραληρηματικά ενεργούμενα και φερέφωνα αοράτων δυνάμεων ή ότι πορευόμαστε στην οδό μιας πλήρως ανεπίγνωστης αυτόματης γραφής. Θέλω να πω ότι, όσο ισχυροί ορθολογιστές κι αν θέλουμε να λέμε πως είμαστε, δεν ελέγχουμε πλήρως όσα παράγονται κατά την ποιητική διαδικασία, όταν «παίρνει αέρα ο νους μας». Οταν δηλαδή τελούμε υπό το καθεστώς της έμπνευσης, που, ας το ξαναπώ, δεν είναι και η πιο συνηθισμένη συνθήκη συγγραφής. Τα θαύματα δεν επαναλαμβάνονται συχνά, δεν είναι για χόρταση.

Στο πρώτο γράψιμο, αυτό που διεκπεραιώνουμε σαν μουσόληπτοι, είμαστε γραφείς. Συγγραφείς γινόμαστε όταν τελειώσουν τα «μουσοδονήματα», όπως τα ονόμαζε ο αρχαίος κωμωδιογράφος Εύπολις, όταν απελευθερωθούμε από αυτά, από τη μαγγανεία τους. Το προαπαιτούμενο για να γίνει τέχνη του λόγου η τυχόν δωρεά, αυτό που λέμε «έμπνευση» για να συνεννογιόμαστε, είναι η απελευθέρωση από τους δωρητές, τις δωρήτριες εν προκειμένω, τρεις ή εννιά, και ο μετά την έμπνευση μόχθος. Στο συντομότατο έργο του Λουκιανού «Διάλογος (ή Διάλεξις) προς Ησίοδον», στην «ποιητική απολογία» του ο Ασκραίος ποιητής, που υπερασπίζει εκεί και τον ομότεχνό του τον Ομηρο, λέει στον αμφισβητία Λυκίνο ότι το «μέγιστο των αγαθών που διαθέτουν οι ποιητές είναι η ελευθερία και η εν τω ποιείν εξουσία», η «ποιητική άδεια» όπως ωραία τη μεταφράζει ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Δεν είναι δηλαδή η επιφοίτηση των Μουσών.

Για να γίνουμε συγγραφείς χρειάζεται να γίνουμε πρώτα αναγνώστες του ίδιου μας του εαυτού και όσων έγραψε εν θερμώ, εμπύρετος. Αλλά αναγνώστες ψυχροί, απαιτητικοί και αμερόληπτοι – και τίποτε πιο δύσκολο από αυτό, γιατί η αλήθεια είναι ότι μας ξεβολεύει, μας στενοχωρεί. Δεν είναι εύκολο να αποδεχτούμε ότι «γράφω» σημαίνει καταρχάς και απαραγνώριστα «σβήνω» ή «σκίζω». Οτι δεν γεννιούνται όλες οι λέξεις μας προικισμένες με σοφία και ομορφιά.

Ερώτημα μέσα στο ερώτημα: Πώς μιλάει η λογοτεχνία ειδικά για τα μείζονα θέματα του καιρού της, την προσφυγιά και τη μετανάστευση, τον «λάιβ» αφανισμό λαών, την κλιματική κατάρρευση, που ο Τραμπ τη θεωρεί «βλακεία» και «απάτη», την επικράτηση του εξουσιολάγνου αμοραλισμού στη μεγάλη διεθνή σκηνή και σε πάμπολλες εθνικές, ή για την τεχνητή νοημοσύνη ως σαγήνη, ως γοητεία και παγίδα συγχρόνως;

Αλλά γι’ αυτά την επόμενη Κυριακή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT