Ακούγεται συχνά ο ισχυρισμός ότι σήμερα η χώρα βρίσκεται σε ιστορική ακινησία, ακόμη και σε κατάσταση προϊούσας παρακμής. Αντιγράφω, για παράδειγμα, από ένα πρόσφατο άρθρο που απηχεί και συμπυκνώνει αυτή την άποψη: «[Δ]εκαπέντε χρόνια μετά την κρίση του 2010 και τη λαϊκή αποδοκιμασία του παλιού πολιτικού συστήματος, τίποτα δεν έχει αλλάξει και καμία νέα πολιτική δύναμη δεν εμφανίστηκε». Εύκολη αφήγηση, αλλά στην ουσία λανθασμένη. Διότι, στην πραγματικότητα, ζούμε σε εποχή μεγάλων αλλαγών.
Για πολλές δεκαετίες, το μεγάλο ζητούμενο στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα ήταν –και είναι– οι αιτίες της εθνικής μας υστέρησης σε σχέση με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη; Τι, και ποιοι, έχουν φταίξει; Οι ερμηνείες είναι πολλές. Για την αριστερή διανόηση, ένοχη είναι η «Δεξιά». Τα δεξιά κόμματα θεωρήθηκαν ως μόνιμο εμπόδιο για τη δημοκρατική εμβάθυνση και τον εκσυγχρονισμό· δυνάμεις εχθρικές σε κάθε μεταρρύθμιση, προσκολλημένες στη συντήρηση και στο παρελθόν. Για τους φιλελεύθερους –ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες– το πρόβλημα ονομάστηκε «λαϊκισμός». Μια πολιτική κουλτούρα δημαγωγίας και ανευθυνότητας, όπου κυριαρχούν οι εύκολες υποσχέσεις και η καλλιέργεια προσδοκιών χωρίς αντίκρισμα. Τρίτη και συναφής εξήγηση: η πόλωση. Ο εμφύλιος πόλεμος άφησε πίσω του μια βαριά σκιά που παρέμεινε και όξυνε τη σύγκρουση Δεξιάς – Αριστεράς. Ειδικά στη μακρά περίοδο του σύγχρονου δικομματισμού, καχυποψία, εχθρότητα και αδυναμία συνεργασίας αποτέλεσαν τη μεγάλη τροχοπέδη στην πολιτική ομαλότητα και στην πορεία προς τον εκσυγχρονισμό. Κατόπιν, ο κρατισμός. Ενα υπερτροφικό κράτος έπνιγε την ιδιωτική πρωτοβουλία, γεννούσε εξαρτήσεις και αναπαρήγε κακοδιοίκηση. Μια παραλλαγή της ίδιας άποψης έβλεπε το κράτος όχι μόνο υπερτροφικό αλλά και αδύναμο: αρκετά μεγάλο για να ελέγχει, αλλά πολύ μικρό για να επιβληθεί ακόμη και στα στοιχειώδη, όπως η είσπραξη φόρων. Συνακόλουθη αιτία, ο πελατειασμός – η αληθινή «μήτρα» της πολιτικής μας ιστορίας. Αντί για θεσμική ουδετερότητα και ορθολογική διοίκηση, η χώρα κυβερνιόταν μέσα από ανταλλάγματα: ρουσφέτια, θέσεις, διορισμούς. Ενα πολιτικό σύστημα χτισμένο πάνω στην ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, όχι στην αμεροληψία ή την κοινωνική δικαιοσύνη. Τέλος, ισχυρό παρέμεινε το αφήγημα της εθνικής υποτέλειας. Η Ελλάδα, όπως λεγόταν, δεν αποφάσιζε ποτέ μόνη της. Υπό την άμεση επιρροή ξένων δυνάμεων, όπως, πιο πρόσφατα, και των περίφημων «Θεσμών», βίωνε μια περιορισμένη κυριαρχία. Στο συλλογικό φαντασιακό, η χώρα ήταν αδύνατον να ξεφύγει από τη θέση του διεθνούς παρία.
Τα παραπάνω, όμως, έχουν αλλάξει ουσιαστικά μετά την κρίση του 2010. Κι αυτό διότι, απλούστατα, μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας κατάφερε να ανανεωθεί και να υπερβεί, σε σημαντικό, αλλά όχι πλήρως ικανοποιητικό βαθμό, τις ιστορικές μας παθογένειες. Εδώ και χρόνια, η «δεξιά» Νέα Δημοκρατία αναμορφώνεται μεθοδικά. Σήμερα κυβερνά ως φιλελεύθερη κεντροδεξιά δύναμη, με λόγο και πρακτική που συγκλίνουν με τις μεγάλες παρατάξεις της Ευρώπης. Εχει αποβάλει μεγάλο μέρος των ακραίων δεξιών στοιχείων της, ενώ παράλληλα προσελκύει πολιτικούς και ψηφοφόρους από την Κεντροαριστερά. Ο λαϊκισμός ηττήθηκε δύο φορές, το 2019 και το 2023, και πλέον περιορίζεται σε μικρά και αδύναμα κόμματα. Επιπλέον, η Ελλάδα παραμένει εξαίρεση στην Ευρώπη καθώς δεν έχει ισχυρό ακροδεξιό σχηματισμό. Η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς έχει χάσει τη δύναμή της, ιδίως μετά τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ της περασμένης δεκαετίας. Δύο πρώην κυβερνητικά κόμματα επίσης έχασαν την παλιά τους ισχύ, νέες συμμαχίες δημιουργήθηκαν και διαλύθηκαν, το πολιτικό προσωπικό ανανεώθηκε. Ο παλιός δικομματισμός έληξε οριστικά. Από το 2012 κυριάρχησε πρώτα ένας εύθραυστος πολυκομματισμός, που στη συνέχεια έδωσε τη θέση του σε σύστημα του ενός «επικυρίαρχου» κόμματος. Η μνημονιακή δεκαετία έπληξε και το υπερτροφικό και ατελέσφορο κράτος, που μέχρι τότε έμοιαζε άτρωτο. Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών και η νέα φορολογική διοίκηση άλλαξαν τα δεδομένα. Το gov.gr και η ΑΑΔΕ κάθε άλλο παρά θυμίζουν την παλιά Ελλάδα. Η κρίση περιόρισε δραστικά τα περιθώρια πελατειασμού: οι μαζικοί διορισμοί σταμάτησαν, η δημόσια διοίκηση απέκτησε θεσμικές δικλίδες, η φοροδιαφυγή μειώθηκε δραστικά και η οικονομία μπορεί να καταγράφει πλεονάσματα. Η χώρα είναι σήμερα καλύτερα ενσωματωμένη στην Ε.Ε. Εχει φωνή στις Βρυξέλλες, αναβαθμισμένη διεθνή παρουσία –πολιτική και στρατιωτική– και σταθερές συμμαχίες.
Ο λαϊκισμός, αν και ηττημένος εκλογικά, εξακολουθεί να διαπερνά τον δημόσιο λόγο, και η πολιτική πόλωση αποτελεί πολιτικό αυτοματισμό εις βάρος των προγραμματικών συναινέσεων που απαιτούνται για κάθε σοβαρή μεταρρύθμιση.
Ενώ όμως το νέο έχει γεννηθεί, το παλιό αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Ο λαϊκισμός, αν και ηττημένος εκλογικά, εξακολουθεί να διαπερνά τον δημόσιο λόγο με συνθήματα και εύκολες απαντήσεις. Η πελατειακή νοοτροπία στην κοινωνία και στο πολιτικό προσωπικό παραμένει, έστω πιο περιορισμένη, και τροφοδοτεί την καχυποψία ότι τίποτα δεν αλλάζει σε βάθος. Η πολιτική πόλωση αποτελεί πολιτικό αυτοματισμό εις βάρος των προγραμματικών συναινέσεων που απαιτούνται για κάθε σοβαρή μεταρρύθμιση. Και η έλξη της εθνικής περιχαράκωσης παραμένει ισχυρή, κάθε φορά που οι διεθνείς εξελίξεις δοκιμάζουν την αυτοπεποίθηση της χώρας. Οτι όλα αλλάζουν μπρος στα μάτια μας είναι βέβαιο· το μόνο αβέβαιο είναι η τελική κατάληξη.
*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Το νέο βιβλίο του «Εξηγώντας τον Τραμπ» κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Πατάκη.

