Ο Εγγονόπουλος ξανακοιτάζει τον Θεόφιλο

5' 12" χρόνος ανάγνωσης

Το ερώτημα αν είναι εκδόσιμα και εκδοτέα όλα τα κατάλοιπα ενός λογοτέχνη δεν θα πάψει ποτέ να μας απασχολεί. Απίθανο μοιάζει να συμπέσουν κάποτε τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζουν το ζήτημα οι εμπλεκόμενοι: οι γραμματολόγοι, οι ιστορικοί της τέχνης, οι φιλόλογοι ερευνητές και οι φιλόλογοι της εκπαίδευσης, οι παθιασμένοι αναγνώστες της ποίησης και οι σποραδικοί επισκέπτες της.

Επειδή ούτε καν στο εσωτερικό αυτών των σχηματικών κατηγοριών δεν κυριαρχεί το ίδιο γούστο, δεν είναι φρόνιμο να συνάγονται κανόνες γενικής ισχύος. Λογικότερο μοιάζει να συμπεραίνουμε κατά περίπτωση. Να συνυπολογίζουμε τα εκάστοτε ειδικά χαρακτηριστικά, τη θέση του ποιητή στην ιστορία των γραμμάτων, την ποιότητα των ευρημάτων μας, το πιθανό ενδιαφέρον της φιλολογικής κοινότητας. Και βεβαίως, την εκδοτική βούληση των απόντων, όταν είναι γνωστή. Καμιά φορά, ίσως χρειαστεί να απιστήσουμε στη βούληση του δημιουργού, αν η μελέτη των αδημοσίευτων έργων του μας οδηγήσει στη σκέψη ότι η έκδοσή τους θα απαντήσει σε ερωτήματα για την πάλη του με τη γλώσσα και σε απορίες για την καλλιτεχνική του εξέλιξη. Παράδειγμα, ο μεταθανάτιος διπλασιασμός του καβαφικού κόρπους, με την έκδοση «Κρυφών», «Ατελών» και «Απαγορευμένων», που ωστόσο δεν ανέτρεψε τον κανόνα που είχε νομοθετήσει ο ίδιος Αλεξανδρινός, με τα 153+1 ποιήματά του.

Γιατί, θα αναρωτηθεί κανείς, ο (οποιοσδήποτε) Καβάφης δεν έσκισε, δεν έκαψε, δεν πέταξε τα χειρόγραφά του; Και εδώ η απάντηση δεν είναι μία. Και «ποιητικά» αν δεν ζει ένας ποιητής, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν διά βίου συνεπής αρχειοφύλακας του εαυτού του, ιδίως αν έζησε σε εποχές πολέμων, Κατοχής, εξοριών κ.τ.λ. Και να ξεχάσει μπορεί, και να παραβλέψει, και ν’ αλλάξει ιδέα για τα γεννήματά του. Και είναι πιθανό να διατηρεί τα κειμήλια της διαδρομής του για να θεραπεύει την προσωπική του μνήμη και όχι ενόψει της υστεροφημίας του, δεν έχουν όλοι σεβντά με δαύτην. «Την ποίησιν ή την δόξα; / την ποίηση», απαντά ο Νίκος Εγγονόπουλος στο «Γλωσσάριο των ανθέων» (ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948).

Σωστά και δίκαια αποφασίστηκε η δημοσίευση του ποιήματος του Εγγονόπουλου «Ά revoir: Theophilos» από το «Υψιλον», με φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο της Ελισάβετ Αρσενίου, καθηγήτριας της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πάντειο. Η έκδοση, εξοπλισμένη με σημειώσεις και εκτενή σχολιασμό, καθώς και με επτά πίνακες του Εγγονόπουλου, υπηρετεί αποτελεσματικά τον αναγνώστη.

Τη λογοτεχνική δικαιοσύνη έχω υπόψη μου εδώ. Η λυδία λίθος, όσον αφορά το «εκδοτέον ή μη», είναι η καθαυτό ποιητική αξία του εγγονοπουλικού κειμένου. Το αν το «ξανακοίταγμα» έχει να μας πει κάτι για την τέχνη του Εγγονόπουλου και του αγαπημένου του Θεόφιλου. Και όντως έχει. Πρόκειται για ένα εικαστικό αφήγημα 272 στίχων χωρίς κενά στον «μύθο» του, στην ιδέα που το συγκρότησε, το οποίο στοιχειοθετεί και υπερασπίζει την αυταξία του λέξη τη λέξη.

Η λυδία λίθος, όσον αφορά το «εκδοτέον ή μη», είναι η καθαυτό ποιητική αξία του εγγονοπουλικού κειμένου. Το αν το «ξανακοίταγμα» έχει να μας πει κάτι για την τέχνη του Εγγονόπουλου και του αγαπημένου του Θεόφιλου. Και όντως έχει.

Αρχικά διάβασα και ξαναδιάβασα το ποίημα του 1947 δίχως να προσφύγω στον σχολιασμό του ή να συσχετίσω τους στίχους του με τα περιγραφόμενα έργα του Θεόφιλου. Φυσικά, οι επόμενες αναγνώσεις συμπεριλάμβαναν τη μελέτη του επιμέτρου αλλά και την αναζήτηση των πινάκων του Θεόφιλου που ιστορεί ο Εγγονόπουλος. Πρόκειται για μιαν ιστόρηση τρυφερή και σεβαστική μεν, αναπλαστική δε. Σαν ποιητής λειτουργεί ο Εγγονόπουλος, όχι σαν φωτογράφος.

Οι πρώτοι 40 στίχοι αφιερώνονται στη βιογράφηση του Θεόφιλου, «θυροφύλακος και ζωγράφου εξ Ανατολής», που «σκότωσε πάνω σε στιγμή δίκαιας οργής του έναν Μπέη», «κι’ έτσι αναγκάστηκε να φύγη απ’ την πατρίδα του τη Σμύρνη / και να καταφύγη – να βρη άσυλο – για πάντα / στη ζωγραφική». Ενα άσυλο ισοδύναμο με «τη μεγάλη και τρανή ερημιά». Και μόνο οι στίχοι 21-31 αρκούν, πιστεύω, για να δείξουν καθαρά τον ποιητή Εγγονόπουλο: «Λογύρναε φορώντας φουστανέλλες / κάποτε περικεφαλαία με την ασπίδα και το δόρυ / κάποτε κράδαινε ηρωϊκό χατζάρι / όμως πάντα μέσ’ στο σελάχι είχε τα πινέλλα / πάντα τα μάτια του είτανε γλυκά και πράα / – λίγο ξεθωριασμένα: το χρώμα είτανε στα έργα του όλο – / πάντα τα χείλια του είταν πικραμένα / ως περιπατούσε / αργά / σεμνός / μέσ’ στ’ όνειρό του // ακούμπαε τη σκάλα του πάνω στον Ηλιο».

Εδώ, στους στίχους του 1947, πρωτογεννιούνται δύο στοιχεία που επανέρχονται στο ποίημα «Μπαλάντα της ψηλής σκάλας ή Ενα επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου» («Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», 1978). Πρώτα η σκάλα του Θεόφιλου, κάτι σαν την κλίμακα προς τον Θεό που ονειρεύτηκε ο Ιακώβ, αλλά χωρίς κανένα θεολογικό περιεχόμενο. Κι έπειτα η χλωμάδα του ζωγράφου. «Το πρόσωπό του / σαν τη Σελήνη – είτανε λεν χλωμός» διαβάζουμε στην «Κοιλάδα», ενώ το 1947 ο Εγγονόπουλος είχε σμιλέψει μια θαυμαστή εικόνα: «[τα μάτια του] λίγο ξεθωριασμένα: το χρώμα είτανε στα έργα του όλο -».

«Εκφρασις», κατά τον Αλεξανδρινό λεξικογράφο του 5ου αι. μ.Χ. Ησύχιο, είναι το όνομα ποιημάτων που περιγράφουν έργα τέχνης. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ένα ποίημα αποθησαυρισμένο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο στην Παλατινή Ανθολογία, ως δεύτερο Βιβλίο της. Το συνέθεσε ο Χριστόδωρος, ποιητής του 5ου/6ου αι. μ.Χ. από την Αίγυπτο, και άλλο δεν είναι παρά η μακροσκελής περιγραφή 80 αγαλμάτων που βρίσκονταν στο δημόσιο γυμναστήριο του Ζεύξιππου, στην Κωνσταντινούπολη.

Μόνο φιλολογική είναι, ωστόσο, η σχέση του θερμού εγγονοπουλικού ποιήματος με τον ψυχρό πρόγονό του. Διπλός καλλιτέχνης ο Εγγονόπουλος, της γραφίδας και του χρωστήρα, επιχειρεί την «έκφρασιν» πινάκων του Θεόφιλου πραγματώνοντας με τον ξεχωριστό του τρόπο δύο περίφημες παλαιές ρήσεις που αποδίδονται στον Σιμωνίδη τον Κείο. Τη μία τη μνημονεύει ο Πλούταρχος: «Πλην ο Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν». Την άλλη ο Μιχαήλ Ψελλός: «Ο λόγος των πραγμάτων εικών εστι».

Λεπταίσθητα ανασταίνει τον «ξανακοιταγμένο» Θεόφιλο ο Εγγονόπουλος. Αγαπητικά, δυναμικά και όχι στατικά, αλλά και με κριτικό βλέμμα προς ό,τι στενάχωρο τον περιβάλλει, με χιούμορ και με ενδοποιητικό διάλογο. Εξού και η αποστροφή του προς τον εν υπερρεαλισμώ αδελφό του Ανδρέα Εμπειρίκο, στην παράγραφο όπου επανιστορίζονται ποιητικά οι πίνακες του Θεόφιλου για τον Μεγαλέξανδρο. «Καύχημα τρανταχτό των Μακεδόνων / καμάρι της Αρβανιτιάς – μια που η μάνα του είτανε από των Μολοσσών τη φάρα» αποκαλεί τον Αλέξανδρο ο Εγγονόπουλος, σαν να περιγελάει το επίσημο περί ελληνικότητας αφήγημα. Ας θυμηθούμε πάντως εδώ ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στο έργο του «Αργώ ή Πλους αεροστάτου», μιλάει «για τα έργα και τας πράξεις του μεγάλου ημών Ελληνοαλβανού ποιητού και ζωγράφου Νικολάου Εγγονοπούλου».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT