Δεν υπάρχει ποίηση δίχως τους «ελάσσονές» της. Η λογοτεχνία είναι περίπου σαν τη γεωγραφία. Με όρη, λόφους και κάμπους. Ο χαρακτηρισμός «ελάσσονες» ακούγεται υποτιμητικός, αλλά μόνο με τους όρους της ανταγωνιστικής αγοράς, όχι της ανάγνωσης, της έγνοιας και της αγωνίας για τη λογοτεχνία ενός τόπου. Αν διαβάζουμε μόνο τους τρανούς, η εικόνα θα είναι λειψή ή στρεβλή. Στην ιστορία της γραμματολογίας, άλλωστε, έχουν υπάρξει πολλές λαθεμένες συγκαιρινές αναγνώσεις, αλλά και πολλές κατοπινές αναψηλαφήσεις που ξανάφεραν στο προσκήνιο γραφιάδες παραγνωρισμένους στην εποχή τους.
Ενας «ελάσσων» με ξεχωριστή φωνή υπήρξε ο ποιητής, πεζογράφος και λαογράφος Κώστας Κρυστάλλης, γεννημένος στο Συρράκο της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου το 1868. Ενας Ελληνας με βλάχικη καταγωγή, που κατόρθωσε να διαμορφώσει τη φωνή του μέσα στα λιγοστά –και πολύ δύσκολα– χρόνια του βίου του. Μόλις 26. Αντέχει σήμερα η ποίησή του; Η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπο να αναστήσει μπροστά μας τα επιτεύγματά της. Και ο μελετηρός και φιλόπονος Κρυστάλλης, ένας αγωνιστής, έχει γράψει καλά ποιήματα, καλά πεζογραφήματα και γερά λαογραφικά δοκίμια.
Tο ενδιαφέρον για το έργο του αυξομειωνόταν στο πέρασμα του χρόνου αλλά ουδέποτε ατόνησε πλήρως, και όχι εξαιτίας κάποιας ρομαντικής νοσταλγίας ή ρηχής πατριωτικολογίας. Το μαρτυρούν οι πεντέξι εκδόσεις των «Απάντων» του, και κυρίως τα συνέδρια και τα αφιερώματα, που αναδιφούν νέες πτυχές και ελέγχουν δογματικές απόψεις του παρελθόντος, με εμπαθέστερη όλων μιαν αυτοσχολιαζόμενη «αποτίμηση» του Αλκη Θρύλου («Νέα Εστία», 1933): «Συμπαθούμε τον άνθρωπον που υπέφερε και απέθανε νεώτατος, αλλά δεν μπορούμε να μη αναγνωρίζομε ότι ο θάνατος υπήρξε φιλεύσπλαχνος προς την λογοτεχνικήν του προσωπικότητα».
Καμία από τις παλαιές εκδόσεις δεν ήταν άψογη. Αλλού λείπουν στίχοι, αλλού ποιήματα ή πεζά. Το γεγονός αυτό στάθηκε δεύτερο κινούν για τον Ευάγγελο Αυδίκο. Πρώτο κινούν, που τελικά τον οδήγησε να προχωρήσει σε νέα έκδοση των Απάντων του Κρυστάλλη, ήταν η αγάπη του γι’ αυτόν, η αφιέρωσή του. Με καταγωγή από το Συρράκο και ο Αυδίκος, καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στα χρόνια 2000-2018 και πεζογράφος, γνωρίζει άριστα το έργο του Κρυστάλλη και την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Το μαρτυρούν τα πολλά σχετικά άρθρα του μετά το 1993, τα συνέδρια που οργάνωσε, τα αφιερώματα που επιμελήθηκε, αλλά και το μυθιστόρημά του «Οδός Οφθαλμιατρείου» (Εστία, 2019), μια ευαίσθητη βιογραφία του βασανισμένου ποιητή.
Τα πλήρη στοιχεία της νέας έκδοσης: «Κώστας Κρυστάλλης, ένας πρόωρα επαναστατημένος: Ποίηση – πεζογραφήματα – ιστορικά – λαογραφικά – επιστολές – γενική βιβλιογραφία (1887-2024) – άγνωστα – αθησαύριστα κείμενα», εισαγωγή – βιβλιογραφία – επιμέλεια Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, πρόλογος Ν.Ε. Καραπιδάκης, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024 – Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας – Σύνδεσμος Συρρακιωτών Αθήνας, με την υποστήριξη του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων και της Δημοτικής Κοινότητας Συρράκου.
Τρεις κύκλοι
Αξιοποιώντας το Αρχείο Κρυστάλλη, ο Αυδίκος αποκαθιστά τραυματισμένα κείμενα, προσθέτει ανέκδοτα, επανεξετάζει ενδελεχώς τη δουλειά του Συρρακιώτη λογοτέχνη, παραδίδοντας όντως «μια πλήρη επανεκτίμηση, φιλολογική, αναγνωστική και κοινωνιολογική», όπως γράφει στον πρόλογό του ο Καραπιδάκης. Ο επιμελητής δημοσιεύει την όλη ύλη καινοτομώντας. Αντί της χρονολογικής παράταξης των έργων που είχαν προκρίνει οι άλλοι εκδότες, αναδιατάσσει τα ποιήματα και τα ταξινομεί θεματικά σε τρεις κύκλους: «Ο κύκλος του εθνικού αιτήματος», «Η στροφή: Τα βουνά και ο κάμπος», «Ο κύκλος του έρωτα και του πόνου». Τα ποιήματα παρατίθενται συσχετισμένα με το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον της γέννησής τους, σχολιασμένα από τον επιμελητή, που παραθέτει και αποσπάσματα από κρίσεις τρίτων.
Ενας Ελληνας με βλάχικη καταγωγή, που κατόρθωσε να διαμορφώσει τη φωνή του μέσα στα λιγοστά –και πολύ δύσκολα– χρόνια του βίου του. Μόλις 26. Αντέχει σήμερα η ποίησή του; Η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπο να αναστήσει μπροστά μας τα επιτεύγματά της.
Τα νέα «Απαντα» ανασταίνουν τον Κρυστάλλη στη βιοτική και λογοτεχνική ολότητά του, στη δυναμική εξέλιξή του. Μας δίνουν έτσι τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε πόσο φυσική ήταν η σχέση του με το ελληνικό και βλάχικο δημοτικό τραγούδι, που τον υποδέχτηκε, σαν άκουσμα, σαν απεικόνισμα και σαν νόημα, και τον εισήγαγε στην τέχνη του στίχου.
Τρίμορφη είναι η σχέση αυτή. Μορφή πρώτη: Ο Κρυστάλλης παράγει δίστιχα σχεδόν παρόμοια με αντίστοιχα ανώνυμα δημιουργήματα. Το δίστιχο των «Αγροτικών» (1891) «Στους κάμπους αναστέναξα κι είπα δυο τραγουδάκια, / κι όλα τα δέντρα εμάρανα κι όλα τα λουλουδάκια», λ.χ., αναπαράγει ατόφιο ένα πανελλαδικό μοτίβο. Μορφή δεύτερη: Γοητευμένος πάντα, αναμοχλεύει θέματα που απασχόλησαν το δημοτικό, με ελεγχόμενη λυσιτέλεια. Μορφή τρίτη: Σε καθαρές και ζωηρές εικόνες ιστορεί λαϊκές παραδόσεις, στιγμές του ποιμενικού βίου ή σχέσεις πάθους μεταξύ επινοημένων προσώπων. Εδώ η έμπνευση ευτυχεί επειδή είναι αυτόνομη, αυτοτελής, όχι εξαρτημένη από το δημοτικό ταμείο.
Ο Κρυστάλλης πρώτα έμαθε ν’ ακούει και να τραγουδάει κι ύστερα να γράφει. Μαχητής της δημοτικής γλώσσας, δεν έχει κανένα άγχος εκδημοτικισμού. Δεν ζορίζει τη γλώσσα του για να φαίνεται λαϊκότερη της λαϊκής, όπως συνέβαινε με τα ποιήματα λογοτεχνών, στους οποίους η ιδεολογία του δημοτικισμού δεν διακονούνταν από ανάλογα βιώματα. Ο Συρρακιώτης χρησιμοποιεί λέξεις του ηπειρώτικου ιδιώματος όχι για να φαντάξει, αλλά επειδή τις χρειάζεται. «Ολα ωραία, όλα εις την θέσιν των· η αναγκαία έννοια με την αναγκαίαν λέξιν, σφικτά, στενά αγκαλιασμένες», έγραφε το 1894 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Στον Κρυστάλλη πάντως, όπως και στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, έχουμε να κάνουμε με κείμενο. Οχι με τραγούδι. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο ποιητής τραγουδάει τους στίχους του, παραμένουν προσωπικό του δημιούργημα και δεν υφίστανται καμία αλλαγή από τους χρήστες τους. Από ένα κοινό όχι ακροαματικό πια αλλά αναγνωστικό, η σχέση του οποίου με την ποίηση διαμεσολαβείται υποχρεωτικά από το τυπωμένο χαρτί.
Λαογραφικό έργο
Στα διηγήματα και στα λαογραφικά κείμενά του ο Κρυστάλλης αποθησαυρίζει πολλά δημοτικά, ελληνικά και βλάχικα (τα μεταφράζει), αρκετά δε τα καταγράφει κατά την επιτέλεσή τους. Εξαντλητικός κατάλογος δύσκολα απαρτίζεται. Δεν είναι πάντως πολλοί οι ποιητές που δοκίμασαν να συγκεντρώσουν δημοτικά και ακόμα λιγότεροι είδαν το έργο τους να εκδίδεται. Τα «Δημοτικά τραγούδια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι τους 1842» του Ανδρέα Λασκαράτου εκδόθηκαν το 2016, η συναγωγή του Γιώργου Κοτζιούλα το 2018, ενώ η ανθολογία δημοτικών προς εκπαιδευτική χρήση που ετοίμαζε ο Κ. Π. Καβάφης δεν είδε ποτέ το φως. Αντίθετα, εκδόθηκε η δουλειά τριών άλλων ανθολόγων που υπήρξαν ποιητές ή και ποιητές: τα «Τραγούδια εθνικά» του Αντωνίου Μανούσου (1850), τα «Δημοτικά τραγούδια» του Απόστολου Μελαχρινού (1946) και τα «Δημοτικά μας τραγούδια» του Γιώργου Ιωάννου (1966). Ο Κρυστάλλης είναι κάπου στο ενδιάμεσο: η συναγωγή του εκδόθηκε σε αποσπάσματα, με τις μονάδες της ενταγμένες σε κείμενα ποικίλης θεματογραφίας. Αλλά και πάλι, πρόκειται για μία επιπλέον συμβολή του στην ανάδειξη της λαϊκής μας παράδοσης. Και για μία επιπλέον οφειλή μας απέναντί του.

