Δυστυχώς, φέτος «αργκουτάκια» δεν θα φάμε. Σε μια φίλη που εδώ και βδομάδες ρωτούσε, γεμάτη αδημονία, για το πώς πάει η καλλιέργεια, δεν έλεγα την αλήθεια, μάλλον επειδή αρνιόμουν να τη δεχτώ. Το ’βλεπα, βεβαίως, από τα τέλη της άνοιξης ότι το φύλλωμα ήταν καχεκτικό και η πέργκολα πάνω στην οποία σκαρφαλώνουν οι βλαστοί έδειχνε απογυμνωμένη. Πριν από κάνα μήνα τα φυτά μαράθηκαν εντελώς, σηψιρριζία ήταν η διάγνωση, ευθύνεται το ότι το χώμα σε κάποιες μεριές του αγροκτήματος νεροκρατάει. Πρέπει λοιπόν να επιλέξω ένα καλύτερο σημείο, να προσθέσω για σιγουριά μερικά καρότσια άμμο, να πακτώσω ύστερα τις ξύλινες δοκούς, να αναρτήσω τα απαραίτητα για αναρρίχηση σύρματα, να προμηθευτώ και να βάλω τα φυτά· σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Θα τα κάνω όμως, επειδή τα «αργκουτάκια» (δικής μου έμπνευσης υποκοριστικό από την επιστημονική ονομασία του είδους, Actinidia arguta) σκίζουν από νοστιμιά, κι ας μοιάζουν, από πλευράς μεγέθους, φτωχοί συγγενείς των πολύ στενών συγγενών τους που ονομάζονται ακτινίδια. Υπερέχουν έναντί τους σαφώς σε γλύκα, το μεγαλύτερο πάντως πλεονέκτημά τους είναι ότι τρώγονται ολόκληρα και δεν χρειάζονται ξεφλούδισμα, καθώς δεν διαθέτουν χνουδωτή φλούδα, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της πλειονότητας όλων των ειδών του γένους. Στην Ελλάδα είναι εντελώς άγνωστα ακόμα, σε πολλές χώρες όμως τα baby kiwi ή kiwi berries, όπως λέγονται, γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλή. Δεν προβλέπεται πάντως να απειλήσουν την παγκόσμια κυριαρχία του ακτινιδίου, για τον απλούστατο λόγο ότι η στρεμματική τους απόδοση είναι σχετικά χαμηλή. Αντιθέτως, κάθε χρόνο τέτοια εποχή οι βλαστοί του ακτινιδίου λυγίζουν από το βάρος της αφθονίας και οι καρποί του συλλέγονται πυρετωδώς από επιδέξια χέρια. Οι καλλιεργητές των απάνεμων περιοχών της Πιερίας και της Πέλλας όπου κυρίως ευδοκιμεί ο υγιεινός τούτος καρπός πρέπει να βιαστούν για να μαζέψουν τις τριακόσιες και βάλε χιλιάδες (!) τόνους της ετήσιας παραγωγής. Στη νοτιοδυτική Κίνα, πάλι, απ’ όπου κατάγεται το φυτό, η καλλιέργειά του δεν είναι εντατική, αλλά καταλαμβάνει μεγάλες περιοχές σκαρφαλώνοντας πάνω σε δέντρα μέχρι ύψους δέκα μέτρων.
Το «chinese gooseberry» κρίθηκε ακατάλληλο όνομα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Βαφτίστηκε λοιπόν «kiwi», από το ανήμπορο να πετάξει πουλί, που αποτελεί το εθνικό έμβλημα της Νέας Ζηλανδίας.
Κάθε φθινόπωρο οι Κινέζοι χωρικοί, οργανωμένοι σε ομάδες, μαζεύουν τεράστιες ποσότητες από τους ώριμους καρπούς, συναγωνιζόμενοι σε ταχύτητα τους πιθήκους μακάκους που τους τρώνε με λαιμαργία. Λένε μάλιστα πως κανένα ζώο δεν μπορεί να αντισταθεί στη νοστιμιά του. Τη χαρά τού να απολαμβάνουμε κι εμείς σήμερα τη γλυκόξινη σάρκα του ακτινιδίου την οφείλουμε στον Άγγλο «κυνηγό φυτών» Χένρι Γουίλσον, ο οποίος κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεών του στην κινεζική ενδοχώρα ενθουσιάστηκε τόσο με τη γεύση του, που έστειλε μια μεγάλη ποσότητα από τους μικρούς μαύρους σπόρους του πίσω στην πατρίδα. Το φυτό έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, καθιερώθηκε όμως μόνο σαν καλλωπιστικό, καθώς το κλίμα της Αγγλίας δεν επιτρέπει την ωρίμανση των καρπών του. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα πάντως, στην αυγή του εικοστού αιώνα, όταν και φυτεύτηκε στη Νέα Ζηλανδία, φανερώθηκε πως οι συνθήκες εκεί ευνοούν την καλλιέργειά του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, το ακτινίδιο ξεκίνησε τη διεθνή του καριέρα, λόγω όμως του Ψυχρού Πολέμου που τότε χώριζε τον κόσμο, ήταν απαραίτητο να αλλάξει όνομα, καθώς το «chinese gooseberry» κρίθηκε ακατάλληλο. Βαφτίστηκε λοιπόν «kiwi», από το ανήμπορο να πετάξει πουλί, που αποτελεί το εθνικό έμβλημα της Νέας Ζηλανδίας. Σε πείσμα του νέου του ονόματος, το kiwi άνοιξε αμέσως φτερά για μακριά, δεν άργησε μάλιστα να ριζώσει και στην Ελλάδα. Τράβηξε αμέσως πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, όχι μόνο χάρη στην απόλαυση που προσφέρει όταν καταναλώνεται νωπό, αλλά και λόγω της υψηλής θρεπτικής του αξίας. Περιέχει, βλέπετε, διπλάσια ποσότητα βιταμίνης C από το πορτοκάλι, προσφέρει ισχυρή αντιοξειδωτική προστασία, ενώ αποτελεί επίσης μια πρώτης τάξεως πηγή των πολύτιμων για την υγεία μας φυτικών ινών.

