«Θέρος, τρύγος, πόλεμος» έλεγαν οι παλιοί, κι εγώ, παιδί ακόμα, καμωνόμουν ότι καταλάβαινα. Επειδή εμπειρίες από τον μόχθο που απαιτούσαν τότε ο θερισμός και ο τρύγος δεν είχα. Από τότε φυσικά άλλαξαν πολλά, όπως για παράδειγμα ότι, εξαιτίας της ραγδαία εξελισσόμενης γεωργικής τεχνολογίας, το ποσοστό των αγροτών στη χώρα μας έχει συρρικνωθεί δραστικά. Σήμερα τη συγκομιδή των σιτηρών αναλαμβάνουν θηριώδεις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που καταπίνουν στρέμματα μέσα σε λεπτά, και έτσι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να οργανωθούν αυστηρά και απαιτητικά οι κοινότητες για να διασφαλίσουν το ψωμί κάθε χρονιάς. Στα αμπέλια όμως η χειρωνακτική εργασία παραμένει ακόμη ο κανόνας, παρότι εδώ και χρόνια κυκλοφορούν τρυγητικές μηχανές. Συλλέγουν όμως μαζικώς τα τσαμπιά και άρα δεν έχουν τη δυνατότητα της σωστής επιλογής, οι καλοί αμπελουργοί ακόμη τις αποφεύγουν. Η ρομποτική μπορεί βεβαίως σύντομα να προσφέρει και σε αυτόν τον τομέα αναπόδραστες λύσεις, χαρίζοντας έτσι παραπανίσιο χρόνο στους ανθρώπους της υπαίθρου. Επιβάλλοντας ταυτόχρονα το οργουελικό μέλλον που οραματίζονται οι προπαγανδιστές της.
Ας αποδράσουμε στο τώρα. Συμμετείχα και φέτος στον τρύγο των ημιορεινών, μόνο για μία νύχτα όμως άντεξα τις απαιτητικές της συνθήκες. Κινήσαμε, ήμασταν λαός, αφού είχε πια δύσει ο ήλιος και το πήγαν (εγώ τεχνηέντως αποχώρησα νωρίτερα) μέχρι το λυκαυγές. Τούτα τα νυχτέρια φαίνεται ότι δίνουν άριστο αποτέλεσμα, καθότι ο συνδυασμός της χαμηλότερης θερμοκρασίας με την υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία διατηρούν τα αρώματα των σταφυλιών. Σε οινοποιήσιμες ποικιλίες της Αττικοβοιωτίας αναφέρομαι· με στόχο λοιπόν το καλό κρασί, οργανώθηκε τούτη η ομαδική προσπάθεια. Το οποίο όμως εγώ δεν πίνω· αποφεύγω γενικώς τα οινοπνευματώδη και πολύ φοβούμαι ότι ο Βάκχος κάπου μου τη φυλάει. Καλλιεργώ βεβαίως στο αγρόκτημά μου την ιερή του άμπελο, πρόκειται όμως για επιτραπέζιες ποικιλίες που προφανώς περιφρονεί. Και η τριήμερη, αυστηρή (εντάξει, με κάποιες μικρές εκπτώσεις…) σταφυλοθεραπεία που κάθε χρόνο τέτοια εποχή ακολουθώ μάλλον ουδόλως τον αφορά. Επιμένω όμως γιατί νιώθω ότι με αποτοξινώνει, και τα αποτελέσματα, έτσι είναι δασκαλεμένοι να λένε οι οικείοι μου, γίνονται αμέσως ορατά. Αγαπημένες μου ποικιλίες, έχω βάλει από μερικά κλήματα, είναι η «Αττική», που παράγει σκουροκόκκινα, εξαιρετικής νοστιμιάς σταφύλια, τα οποία ωριμάζουν στα τέλη του Ιουλίου, και το «ροζακί» με τις κεχριμπαρένιες ρώγες που μαζεύω τώρα, τρώγω μετά μανίας και περνάω από τον αποχυμωτή μου. Θα κάνω μια μικρομεσαία παρέκβαση εδώ, γιατί κάθε φορά που το θυμάμαι ακόμη γελάω. Φύτεψα το πρώτο «ροζακί» στη βάση μιας μεγάλης γκορτσιάς και με τα κατάλληλα δεσίματα κατάφερε μετά από χρόνια να σκαρφαλώσει στην κορυφή της. Ένα σούρουπο παρατήρησα το φύλλωμά του να σείεται έντονα, δεν φυσούσε καθόλου όμως και παραξενεμένος πήγα κοντά για να καταλάβω τι συμβαίνει. Είδα έναν σκαντζόχοιρο να χώνεται βιαστικά κάτω από έναν σωρό καυσόξυλων. Γνώριζα από παλιά ότι οι σκαντζόχοιροι σείουν τα κλήματα για να ρίξουν σταφύλια, τα καρφώνουν μετά στα αγκάθια τους για να τα μεταφέρουν στη φωλιά τους. Δεν είχα όμως ιδέα γι’ αυτό του οποίου έγινα μάρτυς. Ένας φίλος που με βοηθά στις αγροτικές εργασίες πήρε στα χέρια του έναν πλαστικό κουβά, τον αναποδογύρισε και άρχισε να χτυπά τον πάτο του σαν να ήταν τουμπερλέκι. Αμέσως ξεμπούκαρε η μητέρα, πίσω της ξεπρόβαλαν τα τρία τρισχαριτωμένα παιδάκια της, άπαντες λικνίζονταν έντονα, ακολουθώντας πιστά τον κρουστό ρυθμό. Μια φωνή μέσα μου ψιθύρισε: «Κοιμάσαι, Ορέστη, τα ονειρεύεσαι». Τσιμπήθηκα όμως δυνατά και βεβαιώθηκα ότι ήταν αλήθεια, ο αλλόκοτος και συνάμα αστείος χορός κράτησε για ώρα. «Δεν το ήξερες; Έτσι διασκεδάζαμε σαν παιδιά στην Αλβανία», είπε ο φίλος, μόλις απίθωσε τον κουβά.
Οι σκαντζόχοιροι σείουν τα κλήματα για να ρίξουν σταφύλια και τα καρφώνουν μετά στα αγκάθια τους για να τα μεταφέρουν στη φωλιά τους.
Ήταν μια άχρονη σκηνή από έναν κόσμο στον οποίο προσβλέπω: άνθρωποι και ζώα απολαμβάνουν τη ζωή, αδελφωμένοι εντός μιας αναγεννημένης φύσης. Τον οραματίζομαι, σε πείσμα του ζόφου που εσχάτως μοιάζει να πυκνώνει…

