Μαζεύω αβέρτα κέρατο τούτο τον καιρό. Στο κτήμα μου εννοώ. Και μόνο. Εντάξει, δεν θα διαφωνήσω μαζί σας, κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει με απόλυτη σιγουριά τι του συμβαίνει. Εστιάζω, λοιπόν, στις λιγοστές βεβαιότητες του βίου μου· μία από αυτές είναι ότι όλες οι καυτερές πιπεριές, που εδώ και μήνες φροντίζω, δίνουν τώρα «ρέστα». Δεν κόβω πάντως κέρατα μόνο, από ποικιλίες δηλαδή σαν την καθιερωμένη και πολύ παραγωγική της Ιεράπετρας ή την Dzinka, που παράγει καρπούς εντυπωσιακών διαστάσεων, αλλά με πιο συγκρατημένο «δάγκωμα». Βάζω κάθε χρόνο αρκετές ακόμα – μία παράγει μακρόστενες και φιδογυριστές πιπεριές, άλλη εντυπωσιάζει με τη σταδιακή αλλαγή του χρωματισμού τους, φυσικά δεν λείπουν και οι πρωταθλήτριες της αψάδας. Μια τέτοια άλλωστε, μία από τις πιο γνωστές παγκοσμίως, ονόματι Habanero, πυροδότησε πριν από πολλά χρόνια το πάθος μου για την ενασχόλησή μου με τα πέντε εξημερωμένα είδη ανάμεσα στα τριάντα και βάλε που περιλαμβάνει το γένος Capsicum. Δεν με σαγήνευσε όμως μόνο χάρη στην επιθετικότητά της, η οποία πιστοποιείται από τις μέχρι και τριακόσιες πενήντα χιλιάδες μονάδες που της αποδίδονται στην κλίμακα καυστικότητας του Scoville. Χρειάστηκε απλώς να ανοίξω το κουτάκι που περιείχε την αποξηραμένη σάρκα της και να πάρω μια διστακτική (οι προειδοποιήσεις πάνω στο καπάκι ήταν ξεκάθαρες) ρουφηξιά. Ευωδίαζε υπέροχα, διέκρινα νότες από λιαστή ντομάτα, φλούδες εσπεριδοειδών και τροπικά φρούτα. Έμαθα πολύ γρήγορα πώς να κεντώ με το χάρισμά της πλήθος εδεσμάτων, θυμάμαι επίσης πως σταδιακά η γλώσσα μου έγινε πυρίμαχη και η δοσολογία έτσι αυξήθηκε εντυπωσιακά.
Από τότε άλλαξαν πολλά στον χώρο των φανατικών φίλων της καυτερής πιπεριάς. Κυκλοφορούν καρποί σχεδόν αδιανόητης έντασης. Κάποια στιγμή είχα γλαστρωμένους δύο δυναμίτες, την Carolina Reaper και την Trinidad Moruga Scorpion, με κοντά στα δύο εκατομμύρια μονάδες Scoville αμφότερες. Στη συγκομιδή των καρπών τους έπρεπε να προσέχω πολύ, να φορώ οπωσδήποτε γάντια και φυσικά να μην τις κόβω σε κλειστό χώρο. Και όμως υπάρχουν άνθρωποι που συμμετέχουν προθύμως σε δοκιμασίες αποφασιστικότητας (ή αποκοτιάς κατ’ άλλους), καταπίνοντας μέχρι και δύο ντουζίνες από δαύτες. Αρκετοί τελικώς καταλήγουν στα επείγοντα, οι περισσότεροι πάντως σβήνουν τη φωτιά του στόματος ξεπλένοντάς το με μεγάλες ποσότητες γάλακτος, καθώς η καζεΐνη που περιέχει δεσμεύει και εξουδετερώνει την καψαϊκίνη, την ουσία που είναι υπεύθυνη για τη δριμύτητα των πιπεριών. Να το θυμάστε αυτό, ίσως κάποτε να σας φανεί χρήσιμο – μια φορά σε ταβέρνα της Θεσσαλονίκης μού σέρβιραν πιπεριές στο τηγάνι που πραγματικά με ζόρισαν. Α, ναι, και η μπίρα λειτουργεί ανακουφιστικά, σε μικρότερο πάντως βαθμό. Αναρωτιέται βεβαίως κανείς τι ωθεί τους ανθρώπους (του Νότου περισσότερο από του Βορρά και τους άντρες παραπάνω από τις γυναίκες) να βιώνουν μια τέτοια εμπειρία. Ορισμένοι ψυχολόγοι την ερμηνεύουν ως κάτι που μοιάζει αρκετά με το να μπαίνεις στο «τρενάκι του φόβου» ή να βουτάς χειμωνιάτικα στη θάλασσα. Ο οργανισμός αντιδρά έντονα σε τέτοιες περιπτώσεις και περιέρχεται σε κατάσταση κινδύνου. Γνωρίζοντας όμως ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν συνιστά πραγματική απειλή, απολαμβάνουμε με μαζοχιστικό τρόπο την ανατριχίλα του φόβου, το σοκ του ψύχους, το κάψιμο της πιπεριάς. Μια άλλη ερμηνεία συνδέει την ευχαρίστηση που μας προξενούν τα καυτερά με τις ενδορφίνες, μια ομάδα ενδογενών ρυθμιστών του πόνου. Αυτές δεν μπλοκάρουν μόνο (σε κάποιο βαθμό) το σήμα του πόνου που προκαλεί η καψαϊκίνη, αλλά μας βουτάνε ταυτόχρονα σε μια λίμνη χαράς και μακαριότητας.
Έμαθα πώς να κεντώ με το χάρισμα της πιπεριάς πλήθος εδεσμάτων, ενώ σταδιακά η γλώσσα μου έγινε πυρίμαχη και η δοσολογία έτσι αυξήθηκε εντυπωσιακά.
Αν αγαπάτε τις καυτερές πιπεριές, σας προτρέπω να γίνετε καλλιεργητής τους, είναι πολύ εύκολα φυτά, που ευδοκιμούν και στη γλάστρα. Θα σπείρετε τους σπόρους της στα μέσα της άνοιξης, αφού θα τους διαλέξετε από πλήθος οίκων που τους εμπορεύονται, με κριτήριο την όψη των καρπών τους και φυσικά την αψάδα που επιθυμείτε.

