Οι μικροί, ωοειδείς καρποί δεν είχαν ακόμη κοκκινίσει όσο περίμενα, και δάγκωσα έτσι την άκρη ενός με αρκετή επιφύλαξη. Ήταν πολύ στυφός. Με είχε βεβαίως προειδοποιήσει και ο φίλος που με προσκάλεσε στον κήπο του. «Σε περίπου έναν μήνα που σκουραίνουν και μαλακώνουν, το άρωμά τους είναι απολαυστικό και η γεύση πραγματικά σπουδαία». Πριν από αρκετά χρόνια, την εποχή που το ρεύμα της περμακουλτούρας ενέπνευσε αρκετούς και στη χώρα μας να δράσουν, είχε φυτέψει διάσπαρτα ανάμεσα στα άλλα, «κανονικά» οπωροφόρα του αρκετά κομμάτια από αυτό το είδος ελαίαγνου (Elaeagnus x ebbingei). Αποτελεί, βλέπετε, ένα από τα αγαπημένα είδη όλων όσοι συμμετέχουν έμπρακτα στο κίνημα τούτο που υποστηρίζει την εγκατάσταση αειφόρων καλλιεργειών για ένα βιώσιμο μέλλον. Εύλογη η συμπάθεια, αφού πρόκειται για αειθαλή θάμνο που ψηλώνει γρήγορα μέχρι τέσσερα μέτρα, παρουσιάζει αντοχή σε όλες σχεδόν τις συνθήκες, προσφέρεται για τη δημιουργία φυτοφραχτών και –πάνω απ’ όλα– επειδή εμπλουτίζει το έδαφος με άζωτο της ατμόσφαιρας χάρη στη δράση ορισμένων βακτηρίων τα οποία αφθονούν στις ρίζες του.
Ούτε έχουν κάποια αντίρρηση, σε αντίθεση με όσους ανάμεσά μας δηλώνουν πουρίστες, για το σύμβολο x που στολίζει την επιστημονική του ονομασία και σηματοδοτεί πως πρόκειται για υβρίδιο. Φυσικής προέλευσης πάντως, καθώς προέκυψε τυχαία πριν από περίπου ενενήντα χρόνια σε ένα δασικό φυτώριο της Χάγης, όπου σπέρνονταν σπόροι από διάφορα ασιατικά είδη ελαίαγνων με σκοπό την παραγωγή δέντρων και θάμνων για φύτευση στα ολλανδικά πάρκα. Από μια ακούσια λοιπόν διασταύρωση ανάμεσα σε δύο από αυτά (E. pungens και E. macrophylla) προέκυψε το είδος που έχει σήμερα την τιμητική του. Ελάχιστη σημασία έχει για όσους δεν είναι βοτανικοί, εφόσον σχεδόν παντού εξακολουθεί να αναφέρεται όπως διαβάσατε παραπάνω, οφείλω πάντως να αναφέρω το επίσημο πια διώνυμό του (E. submacrophylla).
Το βρίσκουμε μεν σχετικά εύκολα στα φυτώρια, σπανίως δυστυχώς, όμως, επιλέγεται για φυτεύσεις. Δεν αμφιβάλλω πάντως καθόλου πως σταδιακά θα το βλέπουμε όλο και συχνότερα, καθώς διαθέτει, πέραν των παραπάνω αναφερθέντων, αρκετά ακόμα πλεονεκτήματα. Όπως το ότι τα πυκνά φύλλα του εμφανίζουν εντυπωσιακή διχρωμία, με την κάτω πλευρά να γκριζάρει έντονα, τα λευκά, σωληνοειδή του άνθη, που εμφανίζονται στα μέσα φθινοπώρου, ευωδιάζουν υπέροχα, το ότι διαμορφώνεται πολύ εύκολα με κλαδέματα στο σχήμα που επιθυμούμε και επίσης το ότι δεν παρουσιάζει προβλήματα όταν φυτεύεται σε περιοχές παραθαλάσσιες ή αστικές με επιβαρυμένη ατμόσφαιρα. Θα επιμείνω λίγο ακόμα στους πορτοκαλοκόκκινους καρπούς, αφού από πολλούς θεωρούνται σπουδαίοι, λόγω της αφθονίας και κυρίως της νοστιμιάς τους. Ακόμα και αν εμείς σπανίως θα διαθέτουμε χρόνο αρκετό για τη συλλογή τους, όλα σχεδόν τα είδη των πουλιών τούς εκτιμούν ιδιαίτερα και θα πυκνώσουν τις επισκέψεις τους στον κήπο όπου μεστώνουν. Συνήθως εμφανίζονται πρώτη φορά τρία χρόνια μετά τη φύτευση, σε αρκετές πάντως περιπτώσεις παραδόξως ποτέ. Παρότι το είδος λοιπόν είναι μόνοικο, φρόνιμο είναι να φυτεύουμε τουλάχιστον δύο άτομα, για να γλιτώσουμε τις μελλοντικές απογοητεύσεις. Για να αποφευχθεί ο αντιαισθητικός συνωστισμός, πρέπει να υπάρχει κενό μεταξύ τους τουλάχιστον τριών μέτρων. Αν πάλι τα επιλέξουμε για τον σχηματισμό μια ψηλής μπορντούρας, θεωρείται ιδανική η απόσταση των δύο μέτρων, ίσως και δύο πιθαμές λιγότερο, αν πρόκειται κάπως να τα παραμελήσουμε.

