Για μεγάλα χρονικά διαστήματα ζω, με σχεδόν απόλυτη την έννοια του όρου, μακριά από την πόλη. Κατοικώ σε ένα μικρό αγροτόσπιτο που βρίσκεται εντός μεγάλου ξέφωτου, περικυκλωμένο από ένα γερασμένο πευκοδάσος. Έχω βιώσει μέχρι τώρα δύο φορές την αγωνία της επελαύνουσας δασικής πυρκαγιάς, αλλά υπήρξα και μάρτυρας των τεράστιων δυνατοτήτων κατάσβεσής της που διαθέτουν οι τοπικές κοινωνίες. Γνωρίζω πως η σχέση του μεσογειακού δάσους με τη φωτιά είναι υπαρξιακή, βλέπω επίσης πόσο ελπιδοφόρα εξελίσσεται η φυσική αναγέννηση στις καμένες πλαγιές του βουνού που αγαπώ. Δεν είμαι ειδικός επί του αντικειμένου, έχω όμως διαμορφώσει γνώμη σχετικά με το πώς και το πότε της διαχείρισης και των επεμβάσεων που θα ήταν φρόνιμο να γίνονται.
Να σας αποκαλύψω, λοιπόν, τα μέτρα στοιχειώδους αυτοπροστασίας που πήρα για να προστατέψω το αγρόκτημά μου. Περιμετρικώς έχω φυτέψει θάμνους που ανακόπτουν την ορμή της πυρκαγιάς, φουντουκιές, κουμαριές, βερβερίδες, μαζί με καρυδιές και πολλά οπωροφόρα δέντρα. Και πίσω από το σπιτάκι, από τη μεριά που ελλοχεύει ο κίνδυνος, μεγαλώνουν, σε διπλή σειρά, κυπαρίσσια και αριές (Quercus ilex). Θα εστιάσω στις τελευταίες, επειδή, εκτός από την όμορφη θωριά τους, διαθέτουν σπουδαία προτερήματα. Η αριά είναι μια μακρόβια, αειθαλής βελανιδιά της Μεσογείου με σχετικά γρήγορη για το γένος της ανάπτυξη, την οποία μάλιστα μπορείτε να επιταχύνετε με τακτικά ποτίσματα τα πρώτα χρόνια μετά τη φύτευσή της. Δεν πτοείται από τον καύσωνα και την παρατεταμένη ξηρασία, αντέχει, όπως διαπίστωσα φέτος, χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι τους -20ο C, δεν έχει ιδιαίτερη προτίμηση στον τύπο εδάφους και είναι απρόσβλητη από έντομα και ασθένειες. Σε ύψος μετά από μερικές δεκαετίες γίνεται θεόρατη, εγώ πάντως τις κλάδεψα νωρίς, ώστε να μην υπερβούν ποτέ τα έξι μέτρα. Συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι να αναπτύσσονται κυρίως πλευρικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούν έναν αδιαπέραστο φράχτη που ταυτόχρονα, σε σημαντικό βαθμό, με προφυλάσσει τον χειμώνα από το ξεροβόρι. Πήρα, εν θερμώ μεν, αλλά αμετάκλητη, την απόφαση στις αρχές του χειμώνα να φυτέψω μεμονωμένες αριές και άλλες βελανιδιές, τις οποίες θα αφήσω να αναπτυχθούν απρόσκοπτα για να δεσπόζουν στο τοπίο και να χαρίζουν καλοκαιριάτικα την πλούσια σκιά τους.
Στα ελληνικά φυτώρια συναντάμε, εκτός από την αριά, τη χνοώδη βελανιδιά (Q. ithaburensis ssp. macrolepis), το κατάλληλο για βορειότερα μέρη ρουπάκι (Q. robur) και το παραγνωρισμένο πουρνάρι (Q. coccifera). Γίνονται όλα επιβλητικά, είναι πολύτιμα για τη βιοποικιλότητα, μέχρι πριν από λίγες γενιές ήταν και για την οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς που για τους αρχαίους κατοίκους αυτού του τόπου όλα τα είδη δρυός ήταν ιερά, ενώ μέσα από το θρόισμα των φύλλων μιας βελανιδιάς ο Δίας αποκάλυπτε στους προσκυνητές του μαντείου της Δωδώνης τα μελλούμενα. Ας ευχηθούμε να είναι αίσια για την περίπτωσή μας…

