Φροντίδα, διάλειμμα, καθημερινή ανάγκη αλλά και κυριακάτικη γιορτή − το μεσημεριανό είναι για τους περισσότερους το πιο βασικό γεύμα. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως, δεν παίρνει την αγάπη που του αξίζει. Τα φώτα πέφτουν τις περισσότερες φορές στην έξοδο για βραδινό, που έχει, ακόμα και στα πιο απλά μαγαζιά, αίσθηση ειδικής περίστασης, σαν κάτι πιο ξεχωριστό και σημαντικό από τις μπουκιές που θα στριμώξουμε το μεσημέρι ανάμεσα στις δουλειές και τα τρεξίματα. Αρκετά μαγαζιά δεν ανοίγουν καν το μεσημέρι. Ξεκινούν το απόγευμα και συνεχίζουν το βράδυ, όταν το φαγητό σημαίνει πιο πολύ «γλέντι». Μάλλον γι’ αυτό και τα καλά μεσημεριανά μαγαζιά έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.

Κάποια ξεκινούν το σέρβις από νωρίς και συνεχίζουν μέχρι αργά. Άλλα αφιερώνονται αποκλειστικά στο μεσημεριανό γεύμα: να καλύψουν την ανάγκη της καθημερινής διατροφής των θαμώνων τους, να θρέψουν και το απόγευμα να κλείσουν, για να δώσουν τη θέση τους στα υπόλοιπα. Στο μεταξύ, έχουν προσφέρει ένα δώρο χωρίς περιτύλιγμα που ίσως να είχες ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε φανταχτερό.
Οι βασιλιάδες των λαδερών

Αστικό, κλασικό μαγαζί, από αυτά που πλέον ψάχνεις με το κιάλι, ο Βλάσσης (Μαιάνδρου 15, Ιλίσια, Τ/210-7256335) φτιάχνει όλα τα κλασικά του ελληνικού ρεπερτορίου. Οικεία φαγητά, με μια φροντίδα παραπάνω, όμως, που φαίνεται από την καλοχυλωμένη φασολάδα που σερβίρει με παστό ψάρι και ελιές, και από τους φημισμένους του λαχανοντολμάδες και το φρυγαδέλι μέχρι τα λαδερά που είναι από τα δυνατά χαρτιά του μαγαζιού − κάνει από μπριάμ μέχρι κολοκυθοκορφάδες στην εποχή τους.

Τα καλά μεσημεριανά μαγαζιά έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Κάποια ξεκινούν το σέρβις από νωρίς και συνεχίζουν μέχρι αργά.
Και όλα αυτά στην ψηλοτάβανη αίθουσα με τα τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και σέρβις έμπειρο και περιποιητικό. Στον Κίτσουλα (Φιλικής Εταιρείας 25, Χαλάνδρι, Τ/210-6814798), πάλι, το χαλανδριώτικο μαγειρείο που κρατάει γερά από το 1946, θα καθίσουμε σε ταβερνίσια ψάθινη καρέκλα, ιδανικά κάτω από τη συκιά, που ρίχνει δροσερή σκιά στο πεζοδρόμιο, και θα φάμε γιουβέτσι, φρικασέ ή ένα παστίτσιο-τρεμουλιαστό οικοδόμημα, που φέρνει γεύση Κυριακής ανεξαρτήτως του σε ποια μέρα της εβδομάδας βρισκόμαστε.

Αυτό που δεν γίνεται να λείψει πάντως από το τραπέζι, οι πραγματικοί σταρ, είναι τα λαδερά. Μπριάμ, φασολάκια, μπάμιες… Λαχανικά μελωμένα, μέσα σε γυαλιστερές λιμνούλες από λάδι και ντομάτα, μαζί με καλό, στιβαρό ψωμί για τις απαραίτητες βούτες. Τα δε γεμιστά είναι τόσο δημοφιλή, που οι άνθρωποι του μαγαζιού συστήνουν κράτηση! Τα Σαββατοκύριακα γίνεται «μάχη». Ένα ευχάριστα φασαριόζικο μελίσσι με σόγια, ζευγάρια, παλιούς και καινούργιους θαμώνες να τρώνε σαν στο σπίτι τους.
Παλιά αστική ευγένεια

Ταξίδι στον χρόνο είναι το Fatsio (Ευφρονίου 5, Παγκράτι, Τ/210-7217421), καθησυχαστικά ίδιο από τότε που ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και τόσοι ακόμα από τον καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας το είχαν στέκι τους. Το ντεκόρ απαράλλαχτο από το 1969, όταν ο Κωνσταντινουπολίτης Φάτσιο άνοιξε το ρεστοράν: υπέροχα ζωγραφισμένα ταβάνια, πορτατίφ στα τραπέζια, απλίκες, ξύλινα τρόλεϊ για το φαγητό.

Ανάμεσα στα κλασικά του μενού: η αθηναϊκή με σφυρίδα και σπιτική μαγιονέζα, οι φρέσκες αγκινάρες αλά πολίτα, τα πουγκάκια μελιτζάνας με μοσχαράκι, το old school σνίτσελ με πατατοκροκέτες και οι κρέπες με σπανάκι και παρμεζάνα. Για το τέλος έχει ρυζόγαλο φούρνου, κρέμα αμυγδάλου ή σεκέρ παρέ και τσάι σε γυάλινα σερβίτσια.

Ένα σωρό δεκαετίες λειτουργεί και ο Φιλίππου (Ξενοκράτους 19 και Πλουτάρχου, Κολωνάκι, Τ/210-7216390), το αστικό μαγειρείο του Κολωνακίου με τις απλές, καθαρές γεύσεις. Φακές και φασολάδα, μουσακάς και κότα μιλανέζα, μακαρόνια με κιμά, κοκκινιστό, σκαλοπίνια πάνω σε κολλαριστά τραπεζομάντιλα, στο κομψό καθιστικό με θέα την ανοιχτή κουζίνα και τη βιτρίνα με τα μαγειρευτά.

Ταξίδι στον χρόνο είναι το Fatsio, καθησυχαστικά ίδιο από τότε που ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και τόσοι ακόμα από τον καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας το είχαν στέκι τους.
Διάλειμμα στη στοά

Το κέντρο της Αθήνας με τους τόσους εργαζομένους δεν καλύπτει τόσο καλά όσο θα περίμενε κανείς την ανάγκη για θρεπτικό, καλομαγειρεμένο φαγητό. Σε αυτό το ζήτημα ήθελε να απαντήσει η Αργυρώ Κουτσού, που άνοιξε πριν από περίπου έναν χρόνο το δικό της σύγχρονο μαγειρείο, το Koutsou & co. (Ξενοφώντος 15Α, Σύνταγμα, Τ/210-3252848) σε μια στοά του Συντάγματος. Με προσεγμένες πρώτες ύλες, συχνά από μικρούς, εγχώριους παραγωγούς, ετοιμάζει μια ντουζίνα πιάτα που αλλάζουν κάθε μέρα – από τραχανά με λουκάνικο Τήνου μέχρι λεμονάτα κολοκυθάκια με πατάτες και φρέσκια ρίγανη και φασόλια χάντρες με τηγανητό κουνέλι. Στην άλλη όχθη της Ερμού, στην όμορφη στοά Τοσίτσα, με τα πολύχρωμα μωσαϊκά, τα περίτεχνα γύψινα και τους εσωτερικούς εξώστες, λειτουργεί από τον περασμένο Δεκέμβρη το ΑTHeRee (Κολοκοτρώνη 29, Τ/6932-351547), μαγειρείο-μεζεδοπωλείο που ξεκινάει σερβίροντας μαμαδίστικο φαγητό, όπως παστίτσιο και κοτόπουλο λεμονάτο, για να συνεχίσει αργότερα με πλατό τυριών και προσιτές ετικέτες κρασιών.
Μαθήματα ιστορίας

Εκατό χρονών μαγειρείο, ο Οικονόμου (Τρώων 41 και Κυδαντιδών, Άνω Πετράλωνα, Τ/210-3467555) με τις κατσαρόλες του και τα ταψιά του έχει θρέψει γενιές ολόκληρες. Ανάμεσα σε παλιούς και νέους θαμώνες, ντόπιους και τουρίστες, απολαμβάνουμε το τρυφερό κατσικάκι με τα λεμονάτα ζουμιά του, τους τροφαντούς λαχανοντολμάδες, τους γίγαντες, το τουρλού λαδερών και εκείνη την τέλεια χορτόπιτα με το χοντρό, τραγανό φύλλο.

Παρόμοιας ηλικίας και ο Λελούδας (Σαλαμινίας 8-10, Βοτανικός, Τ/210-3464167), ένας μικρός κόσμος από μόνος του, μοναχικός σε έναν παράδρομο της πολύβουης Πέτρου Ράλλη, όπου συνήθιζαν να κάνουν στάση οι διερχόμενοι οδηγοί φορτηγών. Το ιστορικό οινομαγειρείο του 1928 έχει ζήσει όλη την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και από τα τραπέζια του έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνούν ετερόκλητοι θαμώνες. Μας τραβάει όλους τόσο η ατμόσφαιρα του μαγαζιού (οι συζητήσεις και μόνο που θα ακούσεις από τα διπλανά τραπέζια είναι λόγος να θες να ξαναβρεθείς εκεί) όσο και το φαγητό: ο καλύτερος μπακαλιάρος σκορδαλιά της Αθήνας, τα αρωματικά κεφτεδάκια, οι πιπεράτοι γίγαντες με τις τραγανές ακρούλες, το «πιάτο του φτωχού» (τηγανητές πατάτες με κιμά και τριμμένη μυζήθρα δηλαδή). Μαζί με το κρασί που φτιάχνει ο Δημήτρης, τρίτης γενιάς Λελούδας.

