(Φωτογραφία: Αλίνα Λέφα)
Δεν βιάστηκα τελικά να κλαδέψω τα φασκόμηλα και ευτυχώς, αλλιώς λόγω του χιονιά που πλάκωσε όψιμα θα ζορίζονταν σίγουρα αρκετά. Την ώρα πάντως που ψαχούλευα μέσα στη ζούγκλα των κλαδιών τους για να βρω πού βρίσκεται η βάση τους, έκανα μια αναπάντεχη ανακάλυψη. Είχα πολλά χρόνια να τα δω, στην κοινή αλισφακιά (Salvia officinalis), όπως και σε εκείνη που στον δυτικό κόσμο κατά κανόνα αποκαλείται «ελληνική» (S. fruticosa), σπανίως εμφανίζονται. Στολίζουν όμως συχνά την επίσης αυτοφυή στη χώρα μας, αλλά απούσα από τα φυτώρια μηλοσφακιά (S. pomifera), το επιστημονικό επίθετο της οποίας (μεταφράζεται ως «μηλοφόρος») από τούτο το χαρακτηριστικό ετυμολογείται. Είναι σφαιρικά και μεγέθους φουντουκιού, γι’ αυτό ο λαός μας τα ονόμασε «μηλαράκια». Γνωρίζουμε ότι τα αξιοποιούσαν ως γιατρικό οι κομπογιαννίτες, για την περιφρονημένη τέχνη των οποίων και τα αίτια της κακοφημίας τους πολλά θα ήθελα κάποτε να γράψω.
Θυμάμαι ότι κάποτε σ’ ένα χωριό κοντά στα Χανιά τα είχα δοκιμάσει, ήταν τραγανά, χυμώδη και νόστιμα – σημειωτέον πάντως ότι αγαπώ την πικρή γεύση και τη ρητινώδη οσμή. Κάποιες κυρίες εκεί θυμήθηκαν ότι παλιά τα έκαναν γλυκό του κουταλιού, φοβάμαι πως ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος δεν πρόκειται πια να τα γευτεί έτσι. Σχετικά με τα αίτια της εμφάνισής τους πάνω στις φασκομηλιές επικρατούσε για αρκετούς αιώνες σύγχυση· τελικά ανακαλύφθηκε ότι παράγονται όταν ένα είδος άγριας σφήκας κεντά τα φύλλα τους για να αποθέσει αυγά. Όταν το τέλειο έντομο αποδράσει από την κηκίδα, εκείνη αφυδατώνεται και σκληραίνει. Σε τέτοια κατάσταση τα βρήκα τώρα, γι’ αυτό δεν τα μάζεψα. Θα συλλέξω όμως ικανή ποσότητα φύλλων, ώστε να φτιάξω ξανά τα μικρά δεμάτια που χρησιμοποιώ όταν, ύστερα από μεγάλη αναστάτωση ή κάποια αρρώστια, χρειάζεται να εξαγνίσω χώρους. Τα δένω σφιχτά μαζί, τα στερεώνω με νήμα και τα κρεμάω μέχρι να στεγνώσουν. Αν βάλεις φωτιά στη μία άκρη και μετά μ’ ένα δυνατό φύσημα τη σβήσεις, τα φύλλα κουφοκαίουν αναδίδοντας για ώρα πυκνό και λευκό αρωματικό καπνό. Δεν ξεχνάμε βεβαίως ότι τα παράθυρα πρέπει να μένουν ανοιχτά, αλλιώς μπορεί να προκληθεί πονοκέφαλος και έντονη ζάλη. Κυκλοφορούν και στο εμπόριο τέτοια δεμάτια, συνήθως φτιάχνονται από τα φύλλα του ιερού για πολλές ινδιάνικες φυλές «λευκού» φασκόμηλου (S. apiana) της Καλιφόρνιας. Φυσικά θα ξεράνω και χύμα φύλλα, για να παρασκευάζω ένα έγχυμα που με γαργαρισμούς ανακουφίζει σχεδόν θαυματουργά τον πονόλαιμο – λιγότερο γνωστό είναι ότι η τοπική επάλειψή του σταματά την έντονη εφίδρωση στα πόδια και τα χέρια.
Η χρήση του ξερού φασκόμηλου στην κουζίνα απαιτεί φειδώ, διότι έχει έντονο χαρακτήρα και υπερισχύει της γεύσης των άλλων υλικών.
Πολλοί το καταναλώνουν τακτικά για τις τονωτικές, αντιφυσητικές και αγχολυτικές ιδιότητές του, εγώ πάντως το αποφεύγω διότι εξαιτίας της ευαισθησίας μου στην ουσία θουγιόνη που περιέχει, μου κάνει ταχυπαλμίες. Μόνο το «ελληνικό» φασκόμηλο πίνω άφοβα, καθώς η περιεκτικότητά του σε αυτήν είναι πολύ χαμηλότερη. Γεμίζω κι ένα βαζάκι με τριμμένα φύλλα του για τα μαγειρέματά μου· πρόκειται για ένα σπουδαίο άρτυμα που στην Ελλάδα μάλλον το αγνοούμε. Μιμούμαι τους Ιταλούς, που με την πικρούτσικη και ευωδιαστή του χάρη καρυκεύουν σάλτσες για ζυμαρικά και πιάτα με φασόλια, ατμομαγειρεμένα λαχανικά και κίτρινα τυριά. Κάνουν κι άλλα πολλά βέβαια, αλλά σαράντα χρόνια ακρεοφάγος είμαι, μην περιμένετε εδώ τέτοιες προτροπές. Σημειωτέον ότι η χρήση του ξερού φασκόμηλου στην κουζίνα απαιτεί φειδώ, διότι έχει έντονο χαρακτήρα και υπερισχύει της γεύσης των άλλων υλικών. Αντιθέτως, το νωπό είναι κατά πολύ ηπιότερο. Να ακόμα ένας λόγος, εκτός από την όμορφη εμφάνιση και τον ελάχιστα απαιτητικό χαρακτήρα, να του προσφέρετε μια γωνιά στον κήπο ή μια γλάστρα στο μπαλκόνι σας. Θα βρείτε εύκολα τα σπορόφυτά του κι αν τους προσφέρετε χώμα που στραγγίζει καλά και μια ηλιόλουστη θέση, θα μεγαλώσουν γρήγορα και χωρίς προβλήματα.
Ευχαριστούμε το καλό μανάβικο της πλατείας Μεσολογγίου, Το Μποστάνι (Ιφικράτους 2, Παγκράτι), που μας παραχώρησε τον χώρο για τη φωτογράφιση.

