Το χαζεύαμε από μακριά καθώς κοντοζυγώναμε, τρίβαμε τα μάτια μας και λέγαμε πως δεν είναι αλήθεια, σάμπως βγαλμένο από παραμύθι. Το Πάπιγκο, που είναι χτισμένο με φόντο τους πέντε θεόρατους βράχους που όλοι τούς γνωρίζουν ως «πύργους της Αστράκας» (μία από τις κορυφές του όρους Τύμφη), προβάλλει εντυπωσιακό, καθώς ανηφορίζεις στα 960 μ. υψόμετρο μέσα από έναν δρόμο όλο «καγκέλια». Όταν χιονίζει και οι σκεπές των σπιτιών πασπαλίζονται με αφράτες νιφάδες, όταν φθινοπωριάζει και τα φύλλα των δέντρων κιτρινίζουν, αυτή η εικόνα, που κάθε εποχή έχει άλλο χρώμα, μοιάζει με αριστουργηματικό πίνακα.
Το Μικρό και το Μεγάλο Πάπιγκο, χαρακτηριστικά δείγματα ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής, είναι οι δύο οικισμοί που συνιστούν ένα χωριό ανακηρυγμένο παραδοσιακό. Όρεξη να έχεις για ποδαρόδρομους. Όχι μόνο μέσα στα γραφικά σοκάκια τους, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή – κάθε στροφή φανερώνει και από ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα της φύσης. Από τις Κολυμπήθρες, που σχηματίζονται κάπου στη διαδρομή ανάμεσα στα δύο χωριά, Μικρό και Μεγάλο, και μοιάζουν με φυσικές πισίνες με τρεχούμενο νερό από το ρέμα Ρογκοβό, μέχρι το αβυσσώδες φαράγγι του Βίκου και τη Δρακόλιμνη, στο αλπικό λιβάδι της Τύμφης, ψηλά στα 2.050 μέτρα.
Παπιγκιώτικα γλυκά
Τα παραδοσιακά γλυκά των ορεσίβιων κατοίκων του Πάπιγκου, αλλά και του Ζαγορίου γενικότερα, είναι όπως και τα φαγιά τους, ένα υπόδειγμα αγροτικής οικονομίας, γεννημένα από την ανάγκη και από τα βρισκούμενα. Αν και είδος πολυτελείας, γλυκά είχαν πάντοτε στα κελάρια τους και τα μοίραζαν με φειδώ. Ήταν αναγκαία και χρειαζούμενα, κι ήταν καλά καμωμένα από τις Ζαγορίσιες γυναίκες με τρόπο ώστε να μακροημερεύουν, «να πορέψουν ολόκληρη τη χρονιά», όπως γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Ακριβά κερδισμένη ζωή ο Καπεσοβίτης Θουκυδίδης Παπαγεωργίου. Όπως και σε κάθε τόπο, τα γλυκά κουταλιού ήταν το πιο συνηθισμένο γλυκό στα τροφοντούλαπα των παπιγκιώτικων σπιτιών και θεωρούνταν μεγάλη ντροπή να τους λείπει το γλυκό κέρασμα από μια βεγγέρα. Ό,τι φρούτο ήταν της εποχής μετατρεπόταν σε γλυκό κουταλιού και λικέρ. Κεράσια και βύσσινα τα καλοκαίρια, και πιο ύστερα καρύδια, κυδώνια τριμμένα ή μπιλντέ και ρετσέλι κολοκύθα, φτιαγμένο με πετιμέζι ή γκαρόμελο (υδρόμελι). Ανάλογο με τα γλυκά κουταλιού ήταν και το χσιαφ (χοσάφι). Ένα είδος κομπόστας που το έφτιαχναν με ξερά φρούτα, όπως κεράσια, σύκα, κράνα και σούρβα, που τους παλιούς καιρούς τα έβραζαν ολόκληρα, μαζί με το κουκούτσι.

Πιο σπάνια, τότε που τα χρόνια ήταν δύσκολα, οι νοικοκυρές για γλυκό έφτιαχναν κυρίως πίτες, όπως ρυζόπιτα, γαλατόπιτα και κολοκυθόπιτα, κάνα ρυζόγαλο και πιο σπάνια σιροπιαστά ταψιού, όπως κανταΐφι και κλωστάρι, αποκλειστικά όμως γεμισμένα με βουνίσια καρύδια του δάσους. Κορυφαίο γλύκισμα, εργόχειρο και δείγμα καπατσοσύνης, ήταν το πιο προσδοκώμενο κέρασμα στα κάλαντα των Χριστουγέννων, ένα μικρό κομματάκι ζμπεκ ή ζμπέκι ή σμπέκι ή τσουμπέκι, που ήταν αρμαθιές από τα φρέσκα καρύδια της χρονιάς, περασμένα σε κλωστή σαν κομπολόγια, κι έπειτα βουτηγμένα πολλές φορές στη μουσταλευριά από την ντόπια ποικιλία Ντεμπίνα, τόσο που στο τέλος αποκτούσαν μια εξωτερική μαστιχωτή στρώση. Τα πιτσιρίκια ξετρελαίνονταν και λύσσαγαν με δαύτα. «Ζμπέκια κρεμασμένα στα ανοιχτά παράθυρα για να στεγνώσουν τις φθινοπωριάτικες ηλιόλουστες μέρες ήταν από τις πιο γραφικές εικόνες», γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαγεωργίου. Βέβαια τα ζμπέκια, εκτός από γλυκό κέρασμα, πολλοί τα σέρβιραν και μαζί με το τσίπουρο, κι όχι μόνο στα Ζαγόρια, αλλά και στην περιοχή της Κόνιτσας και της Ζίτσας. Μακάρι να ’χαμε τώρα ένα μπαστούνι απ’ αυτά, μα είναι πλέον ιδιαίτερα δυσεύρετα και η μόνη εκδοχή που βρίσκουμε σε ζαχαροπλαστείο της περιοχής μοιάζει περισσότερο με λουκούμι μούστου.
Βραστάρι, πορτοκαλόπιτα και συκωτομπρίαμο στο Μεγάλο Πάπιγκο
Την ώρα που φτάσαμε στο Πάπιγκο, είχε βγάλει έναν ήλιο με δόντια και ήμασταν τυλιγμένες με χοντρά παλτό. Είχε τσουχτερό κρύο, όμως οι ακτίνες του ήλιου όσο μεσημέριαζε μαλάκωναν την παγωνιά κι έτσι πιάσαμε ένα από τα εξωτερικά τραπεζάκια στη Στέρνα, το καφέ-γλυκοπωλείο που είναι μαζί και κατάστημα με είδη δώρων και τοπικά προϊόντα, της Καπεσοβίτισσας κόρης του κ. Θουκυδίδη, της Έλλης Παπαγεωργίου. Η Έλλη έχει έρθει νύφη στο Πάπιγκο, το έχει αγαπήσει σχεδόν όσο και το Καπέσοβο της καταγωγής της και σε ό,τι σερβίρει στα μικρά τραπεζάκια του καφέ, βάζει μέσα λίγο, ή και πολύ, από τον τόπο,· τροφοσυλλέκτρια γαρ.
Μας έψησε ένα βραστάρι με τσάι του βουνού και άλλα μυρωδάτα βότανα από τις πλαγιές της Τύμφης και μας έφερε και δοκιμάσαμε τη χρυσαφιά πορτοκαλόπιτά της με τη λιγωτική ευωδιά, μια χορτόπιτα με φύλλο αριστοτεχνικό, που δικαιώνει κι αποθεώνει τη φήμη της ηπειρώτικης πίτας, και τυροπιτάκια φουσκωτά, γεμάτα με μπόλικη ζαγορίσια φέτα, κεφαλογραβιέρα, γραβιέρα και χωριάτικα αυγά. Ύστερα από τις βόλτες μας στα σοκάκια του χωριού, καθίσαμε για φαγητό στην ταβέρνα Άστρα. Μια φουντωμένη και κατακόκκινη αμπέλοψη καταλαμβάνει σχεδόν έναν ολόκληρο τοίχο συνθέτοντας, μαζί με τη συγκλονιστική θέα, μια προκλητικά ινσταγκραμική εικόνα. Στον προθάλαμο, σε ένα τραπεζάκι πλάι στην είσοδο του μαγαζιού, είχαν ένα λεκανάκι με φρεσκοκομμένα βασιλομανίταρα, μισοκαθαρισμένα. Καθίσαμε κοντά στο αναμμένο τζάκι και ώσπου να μας ετοιμάσουν το φαγητό, μας σέρβιραν λίγο κόκκινο μεστό κρασί, γαλοτύρι και χορτόπιτα. Όταν τελείωσαν με το καθάρισμα των μανιταριών, μας ετοίμασαν ένα θαυμάσιο ριζότο, που στη σύγχρονη μαγειρική ορολογία θα το χαρακτηρίζαμε «forest to table». Μας έφεραν επίσης γίγαντες με χόρτα, μοσχαράκι με άγρια μανιτάρια και θαυμάσιο συκωτομπρίαμο, που είναι πιλάφι με πρόβεια συκωταριά και αρωματικά χόρτα.
Δείτε εδώ τις συνταγές για τα γλυκά
Πηγή: Γαστρονόμος

