Στις 2 Δεκεμβρίου 1944, εν μέσω του σκληρού σοβιετικού χειμώνα, ένα τρένο κατέφθανε στη Μόσχα. Ομως, δεν ήταν οποιοδήποτε τρένο: το όνομά του ήταν «Μεγάλος Δούκας», απομεινάρι του αυτοκρατορικού παρελθόντος της Ρωσίας, καθώς με αυτό το τρένο ο Μεγάλος Δούκας Νικόλαος ταξίδευε πίσω από τις γραμμές του μετώπου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, δεν είχε οποιουσδήποτε επιβάτες, αλλά έναν ανερχόμενο «παίκτη» στη νέα πραγματικότητα του διαφαινόμενου μεταπολεμικού κόσμου, τον οποίο ο Στάλιν θα ήθελε σύμμαχο: τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ.
Γεννημένος το 1890, ο Σαρλ ντε Γκωλ επηρεάστηκε βαθιά από την καθολική του ανατροφή και τις αριστοκρατικές αξίες της οικογένειάς του. Η στρατιωτική του εκπαίδευση στο Saint-Cyr και η θητεία του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του χάρισαν τη φήμη του ευφυούς και ανθεκτικού αξιωματικού του γαλλικού στρατού. Αφού τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε κατά τη διάρκεια της μάχης του Βερντέν, μετά τη λήξη του πολέμου, ο Ντε Γκωλ αναδείχθηκε στις τάξεις του στρατού έχοντας ακλόνητη πίστη στον εκσυγχρονισμό του, μέσω της υποστήριξης του μηχανοκίνητου πολέμου –ένα όραμα που αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη γαλλική ηγεσία του Μεσοπολέμου.
Η διεθνής προβολή του Ντε Γκωλ άρχισε το 1940, αφού ο κεραυνοβόλος πόλεμος της ναζιστικής Γερμανίας διέλυσε τον γαλλικό στρατό. Αρνούμενος να αποδεχθεί τη συνεργασία του καθεστώτος του Βισύ με τους Ναζί, κατέφυγε στο Λονδίνο και κήρυξε τη δημιουργία της Ελεύθερης Γαλλίας. Μέσω ραδιοφωνικών ομιλιών και ακούραστης διπλωματίας, συσπείρωσε την αντίσταση τόσο στο εξωτερικό όσο και εντός της κατεχόμενης Γαλλίας. Ωστόσο, το σφοδρό πνεύμα ανεξαρτησίας του και η αποφασιστικότητά του να διατηρήσει την κυριαρχία της Γαλλίας τον έφερναν συχνά σε αντιπαράθεση με άλλους συμμαχικούς ηγέτες, όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ.
Ο Ρούζβελτ τον θεωρούσε αυταρχικό και αναξιόπιστο και ο Τσώρτσιλ τον αντιμετώπιζε ως έναν προκλητικό εταίρο.
Ετσι, δεν είναι τυχαίο που οι σχέσεις του Γάλλου στρατηγού με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ταραχώδεις. Ο Ρούζβελτ τον θεωρούσε αυταρχικό και αναξιόπιστο, αποκλείοντάς τον από κρίσιμες διασκέψεις εν καιρώ πολέμου, όπως η Διάσκεψη της Τεχεράνης. Ο Τσώρτσιλ, αν και πιο συμπαθής, συχνά θεωρούσε τον Ντε Γκωλ προκλητικό εταίρο, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διεκδίκηση της θέσης της Γαλλίας παρά για την ευθυγράμμιση με τις συμμαχικές προτεραιότητες. Η ένταση κορυφώθηκε κατά την απελευθέρωση της Γαλλίας, όταν οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις συνεργάστηκαν με αντίπαλους Γάλλους ηγέτες, όπως ο στρατηγός Ανρί Ζιρό, για να παραμερίσουν τον Ντε Γκωλ και να περιορίσουν την εξουσία του.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, ο Ντε Γκωλ διατήρησε το όραμά του για τη Γαλλία ως ανεξάρτητη μεγάλη δύναμη, εμπνέοντας χιλιάδες Γάλλους που μάχονταν για την ελευθερία. Στα τέλη του 1944, είχε εδραιώσει τον έλεγχο της απελευθερωμένης Γαλλίας και έστρεψε την προσοχή του στην αποκατάσταση του διεθνούς κύρους της. Η συνάντησή του με τον Στάλιν στη Μόσχα συμβόλιζε την πρόθεσή του να καθιερώσει τη Γαλλία ως ισότιμο εταίρο μεταξύ των Συμμάχων, ενώ παράλληλα επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τις πιεστικές ευρωπαϊκές ανησυχίες για την ασφάλεια της περιοχής.
Μια γαλλοσοβιετική συμμαχία θα παρείχε ασφάλεια έναντι μελλοντικής γερμανικής επιθετικότητας και θα ενίσχυε το διπλωματικό κύρος της Γαλλίας.
Για τον Ντε Γκωλ η συνάντηση ήταν μια ευκαιρία να διαπραγματευτεί μια γαλλοσοβιετική συμμαχία που θα εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς. Πρώτον, θα παρείχε ασφάλεια έναντι μελλοντικής γερμανικής επιθετικότητας, μια πρωταρχική ανησυχία για τη Γαλλία, δεδομένης της ιστορικής της ευπάθειας σε εισβολές από τα ανατολικά. Δεύτερον, θα ενίσχυε το διπλωματικό κύρος της Γαλλίας, αντλώντας από το ένδοξο διπλωματικό της παρελθόν και αποδεικνύοντας την ικανότητά της να ενεργεί ανεξάρτητα από την αγγλοαμερικανική επιρροή. Τρίτον, θα μπορούσε να προσφέρει ένα αντίβαρο στην αυξανόμενη κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου εντός του συμμαχικού συνασπισμού.
Οι στόχοι της Γαλλίας ήταν φιλόδοξοι αλλά διόλου εύκολα επιτεύξιμοι. Η χώρα προσπαθούσε ακόμα να ανακάμψει από τις καταστροφές του πολέμου και παρέμενε εξαρτημένη από την αγγλοαμερικανική στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, η αποφασιστικότητα του Γάλλου στρατηγού παρέμενε αμείωτη.
Ο Στάλιν επεδίωκε να εδραιώσει την επιρροή του στην Ανατολική Ευρώπη, ιδίως στην Πολωνία.
Από την άλλη, για τον Στάλιν, η συνάντηση ήταν εξίσου στρατηγική. Η Σοβιετική Ενωση βρισκόταν στο κατώφλι της στρατιωτικής νίκης, αλλά αντιμετώπιζε αυξανόμενη δυσπιστία από τους δυτικούς συμμάχους της. Ο Στάλιν επεδίωκε να εδραιώσει την επιρροή του στην Ανατολική Ευρώπη, ιδίως στην Πολωνία, την οποία θεωρούσε κρίσιμο ανάχωμα έναντι μελλοντικής γερμανικής επιθετικότητας. Υποστήριξε την Επιτροπή του Λούμπλιν, μια φιλοσοβιετική προσωρινή κυβέρνηση, ως πυρήνα ενός μεταπολεμικού πολωνικού κράτους, παραμερίζοντας την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο.
Η μοίρα της Πολωνίας είχε κεντρική θέση στις διαπραγματεύσεις. Ο Ντε Γκωλ, παρά την αντικομμουνιστική του στάση, υποστήριζε την επιθυμία της Πολωνίας για αυτοδιάθεση και αντιτάχθηκε στα σχέδια του Στάλιν για ένα καθεστώς – μαριονέτα. Ο Στάλιν, από την άλλη πλευρά, παρουσίαζε την υποστήριξή του προς την Επιτροπή του Λούμπλιν ως αναγκαία για λόγους ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι μια φιλική και αξιόπιστη Πολωνία ήταν απαραίτητη για τη σοβιετική άμυνα.
Η Επιτροπή του Λούμπλιν, που ιδρύθηκε από τους Σοβιετικούς το 1944, συμβόλιζε το ευρύτερο ιδεολογικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Για τον Στάλιν, ήταν ένα εργαλείο για να εξασφαλίσει την ευθυγράμμιση της Πολωνίας με τα σοβιετικά συμφέροντα. Για τη Δύση, αντιπροσώπευε τη διάβρωση της πολωνικής κυριαρχίας και το προοίμιο της σοβιετικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η άρνηση του Ντε Γκωλ να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Λούμπλιν υπογράμμισε τη δέσμευσή του για μια ισορροπημένη ευρωπαϊκή τάξη, ακόμη και αν περιόριζε το δυνητικό βάθος της γαλλοσοβιετικής συνεργασίας.
Αφού η πενταμελής γαλλική αντιπροσωπεία ξεκουράστηκε, μετά το ταξίδι της, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στο Κρεμλίνο.
Στις 9 το βράδυ της 2ας Δεκεμβρίου, αφού η πενταμελής γαλλική αντιπροσωπεία ξεκουράστηκε μετά το ταξίδι της, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στο Κρεμλίνο. «Ο στρατάρχης σφίγγει το χέρι του επισκέπτη του και αμέσως τον καλεί να καθίσει απέναντί του σε ένα τραπέζι με πράσινο τραπεζομάντιλο, όπου είχαν ετοιμαστεί χαρτιά και μολύβια. Τον ρωτά αν είχε καλό ταξίδι και, μετά την καταφατική απάντηση του στρατηγού Ντε Γκωλ, αρχίζει να σχεδιάζει γεωμετρικά σχήματα με κόκκινο μολύβι σε ένα φύλλο χαρτί, περιμένοντας τον Ντε Γκωλ να συνεχίσει τη συζήτηση», αναφέρει ένα υπόμνημα της συζήτησής τους.
Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη γαλλοσοβιετική Συνθήκη Συμμαχίας και Αμοιβαίας Βοήθειας, η οποία υπεγράφη στις 10 Δεκεμβρίου 1944. Ενώ η συνθήκη συμβόλιζε τη γαλλοσοβιετική συνεργασία, αποκάλυπτε τους περιορισμούς της σχέσης μεταξύ των δύο κρατών. Ο Ντε Γκωλ κατάφερε να εξασφαλίσει ένα σύμφωνο που αναγνώριζε την κυριαρχία της Γαλλίας, αλλά η άρνησή του να συμβιβαστεί στο θέμα της Πολωνίας ανέδειξε τις ευρύτερες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η συμφωνία υπογράμμιζε την επισφαλή ενότητα του συμμαχικού συνασπισμού.
Η σημασία της συνθήκης έγκειται στο μήνυμα που αυτή έστελνε προς τον υπόλοιπο κόσμο. Για τη Γαλλία, ήταν μια δήλωση ανεξαρτησίας, που σηματοδοτούσε την αποφασιστικότητά της να ανασυγκροτηθεί ως μεγάλη δύναμη. Για τη Σοβιετική Ενωση, καταδείκνυε την προθυμία του Στάλιν να εμπλακεί διπλωματικά, ακόμη και όταν ακολουθούσε τη δική του επεκτατική ατζέντα. Η συμφωνία υπογράμμισε επίσης την επισφαλή ενότητα του συμμαχικού συνασπισμού, με κάθε μέλος να επιδιώκει διαφορετικούς μεταπολεμικούς στόχους.
Η συνάντηση μεταξύ του Ντε Γκωλ και του Στάλιν στις 2 Δεκεμβρίου 1944 ήταν μια μικρογραφία των ευρύτερων αγώνων που καθόρισαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Ανέδειξε τις ανταγωνιστικές προτεραιότητες των Συμμάχων, τα ιδεολογικά ρήγματα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και τη διαρκή σημασία της εθνικής κυριαρχίας σε μια εποχή ανταγωνισμού υπερδυνάμεων. Αν και η γαλλοσοβιετική συμμαχία ήταν περιορισμένη ως προς τον πρακτικό αντίκτυπό της, αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την ανάκαμψη και την επιβεβαίωση της Γαλλίας στην παγκόσμια σκηνή, ενώ κατέδειξε την πολιτική και στρατιωτική οξυδέρκεια δύο ανδρών, των οποίων τα οράματα για τα έθνη τους διαμόρφωσαν την πορεία του 20ού αιώνα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

