Μυστήριο ή δοκίμιο; Κάτι «ελαφρύ» ή ένα βιβλίο που να απαιτεί συγκέντρωση; Σελίδες που να τις παίρνει ο αέρας δίπλα στο κύμα ή στο κρεβάτι πριν κλείσει το φως; Με παγωτό στο χέρι ή με μια δροσερή φέτα καρπούζι; Μια που το δεύτερο κύμα καύσωνα ή ο θερμικός θόλος, όπως και να το πούμε το ίδιο αποτέλεσμα έχει, είναι προ των πυλών, οι συντάκτες της «Κ» (Ν. Ζώης, Μ. Βασιλειάδου, Α. Χαρμπής, Ε. Σαμπάνη) ζήτησαν από επτά συγγραφείς να προτείνουν το δικό τους ιδανικό ανάγνωσμα για τις καλοκαιρινές μέρες. Καλή, δροσερή, ανάγνωση.
Σ. Ι.
Ερση Σωτηροπούλου
«Η ελληνική επανάσταση»
του Μαρκ Μαζάουερ
Για πολλούς αναγνώστες οι καλοκαιρινές διακοπές ταυτίζονται με ογκώδη αναγνώσματα που κουβαλούν από παραλία σε παραλία. Το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Κάθε βιβλίο έχει τη δική του ταχύτητα καθίζησης στον αναγνώστη. Το «Μαγικό βουνό», παρά το παγωμένο τοπίο, διαβάζεται το καλοκαίρι, όμως «Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου» με τίποτα. Βρίσκω το καλοκαίρι γενναιόδωρο με βιβλία λίγο πιο δύσκολα.
Δεν εννοώ δυσνόητα, αλλά κάπως απαιτητικά. Βιβλία θεωρητικά, Φιλοσοφίας, Ιστορίας κ.λπ. που χρειάζονται λίγη παραπάνω προσοχή, όμως δεν έχουμε τον χρόνο ή την υπομονή να τα διαβάσουμε τον χειμώνα. Κάθε καλοκαίρι, τα τελευταία δεκαπέντε – είκοσι χρόνια, διαβάζω τα διηγήματα του Τσέχοφ. Σαν να γίνεται τυχαία. Ισως o Τσέχοφ κάτι να φωτίσει. Ισως περιμένω μια απάντηση.
Υπάρχει ένα βιβλίο που έχω διαβάσει κι επανέρχομαι συχνά. Δεν είναι λογοτεχνία. Ιστορικό βιβλίο. «Η ελληνική επανάσταση» του Μαρκ Μαζάουερ (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Μια επανάσταση που ήταν εντελώς απίθανο να συμβεί. Μηδενικές πιθανότητες να πετύχει. Η εξέγερση συμβαίνει ενάντια σε κάθε πρόβλεψη. Το βιβλίο δομείται σαν ένας αστερισμός από μεγεθυντικούς φακούς. Πέρα από τις αποκαλύψεις, τις ανατροπές, πέρα από την Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο με λίγα λόγια, αυτό που με συναρπάζει είναι ότι ένα βιβλίο χωρίς λογοτεχνικές προθέσεις γεννάει εκείνο το περίφημο plaisir du texte του R. Barthes, την απόλαυση του κειμένου στον αναγνώστη. Διαβάστε το.
Γιάννης Ξανθούλης
«Η λάθος πλευρά»
του Νταβίντε Κόπο
Τα βιβλία στην παραλία αποτελούν ακόμη καλή αφορμή για γνωριμίες και για να ζεματιστείς με τον καφέ, αν σε παρασύρει το ανάγνωσμα. Εξαρτάται, βέβαια, σε ποια στάση διαβάζεις. Οι φανατικότεροι αναγνώστες παλιά διάβαζαν μπρούμυτα, όμως σήμερα νομίζω πως βολεύονται και ανάσκελα, εφόσον οι μηροί δεν έχουν εγκαύματα.
Το ερώτημα είναι τι είδους ανάγνωσμα μπορεί να συνδυαστεί με τον φλοίσβο, με τα μποφόρ, που προκύπτουν δέρνοντας τις σελίδες ή και με τις τσούχτρες που άθελά τους βοηθούν στην ανάγνωση αφού σαμποτάρουν το κολύμπι…
Πολλοί είναι εκείνοι που προτιμούν βιβλία που πραγματεύονται ανθρώπινες σχέσεις και «βελτίωση ζωής», όπως μέτρα για τη μείωση του ηπατικού λίπους ή πώς να γίνετε σωστός αριστερός σε μιάμιση εβδομάδα κ.λπ. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα υποψιάζομαι πως στην περίπτωσή μας κερδίζουν. Για ποικίλους λόγους. Κυριότερος, ότι ΟΛΟΙ πάσχουμε από το σύνδρομο του Κάιν. Επίσης οι δολοφόνοι, πέρα από τα κλισέ που τους τοποθετούν στα σκοτάδια, κατά βάθος λατρεύουν τα μαγιό και τα χταπόδια σε μεγέθη χταποδιών α λα Ιούλιος Βερν.
Τέλος, τολμώ να προτείνω, για όσους δύνανται να απομονωθούν «στο περιγιάλι το κρυφό», το πολιτικό, κι όχι μόνον, ανάγνωσμα του Ιταλού Νταβίντε Κόπο «Η λάθος πλευρά» (εκδ. Διόπτρα), που έκανε ένα νεανικό επεισοδιακό πέρασμα από την ιταλική Ακροδεξιά και γνωριστήκαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά, έχοντας ήδη ανανήψει στη «σωστή» πλευρά.
Χίλντα Παπαδημητρίου
«James»
του Πέρσιβαλ Εβερετ
Εδώ και χρόνια, φυλάω ως κόρην οφθαλμού τον Αύγουστο για να διαβάσω όσα βιβλία δεν πρόλαβα στη διάρκεια της χρονιάς, λόγω της σχεδόν επαγγελματικής ενασχόλησής μου με το αστυνομικό είδος. Φέτος, επειδή θα περάσω το καλοκαίρι στη Νέα Σμύρνη, συμπεριέλαβα και τον Ιούλιο στον ατομικό αναγνωστικό μου παράδεισο. Πολλά τα βιβλία που με περιμένουν, αλλά προηγείται το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Πέρσιβαλ Εβερετ «James» (εκδ. Ψυχογιός).
Ο Εβερετ είναι, κατά την άποψή μου, ένας από τους πέντε κορυφαίους εν ζωή Αμερικανούς συγγραφείς, επειδή, ενώ επιτυγχάνει να θίξει με οξυδερκή τρόπο το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, το κάνει με καυστικό και σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ και μια γραφή που ο χαρακτηρισμός «μεταμοντέρνα» την αδικεί. Στο «James», ο συγγραφέας διαλέγει ως κεντρικό ήρωα τον Τζιμ, τον μαύρο φίλο του Χοκ Φιν. Η προσαρμογή του βιβλίου του Μαρκ Τουέιν είναι ευφυέστατη, όπως ευφυής και σπουδαία είναι η μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά. Το μεταφρασμένο βιβλίο της χρονιάς, τολμώ να πω.
Νικήτας Σινιόσογλου
«Το παιχνίδι του κόσμου»
του Κώστα Αξελού
Ο ανάποδος άνθρωπος, ο στραβός, αυτός κάνει το αντίθετο από τους άλλους, τους πολλούς. Στις διακοπές, όταν αυτοί αναζητούν ανάλαφρα αναγνώσματα για παραλίες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, εκείνος τη βγάζει μ’ ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Το ’χει μαζί τη νύχτα στο κατάστρωμα και στα μονοπάτια των νησιών που τα λούζει το φεγγαρόφως. Οταν τον ρωτούν: μα πώς διαβάζεις τέτοια πράγματα καλοκαιριάτικα, εκείνος χαμογελά με συγκατάβαση κι είναι σαν να λέει: στο διάβασμα και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.
Εάν έκαναν τον κόπο να φυλλομετρήσουν το βιβλίο του, θα ’βλεπαν πως μάλλον ανήκει στο παράξενο είδος της αποφθεγματογραφίας και του αφορισμού, είδος γεμάτο μυστικά: προτάσεις και παράγραφοι είναι νησιά και μαζί αυτοκρατορίες που τα επισκέπτεσαι μ’ έναν πήδο του ματιού, δίχως κόπο ή άγχος, μόνον παίζοντας. Ανοίγεις το βιβλίο στην τύχη: «Η πρώτη επαφή με μια γυναίκα ή με μια πόλη είναι γεμάτη ταραχή και μαγεία». Αντικριστά: «Αυτό που συνδέει και αποσυνδέει τα όντα, τους διαφεύγει τελείως».* Πλοκή δεν υπάρχει να την έχεις έγνοια κι αυτήν με τα μπαγκάζια. Αρκεί το παιχνίδι του κόσμου κι αμέσως προκύπτουν νέες συστάδες υπό διαφορετική γωνία. Τόση συμπύκνωση και ελευθερία μοιάζει δουλειά ποιητή και όχι φιλοσόφου, λες, ώσπου ν’ ανοίξει η μπουκαπόρτα.
* Κώστας Αξελός, «Το παιχνίδι
του κόσμου», μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, Αθήνα, Εστία 2018.
Ελένη Στελλάτου
«Zoo. Γράμματα όχι για την αγάπη»
του Βίκτορ Σκλόφσκι
Ακόμη και για δύο ανθρώπους που διαβάζουν πλάι πλάι, το ιδανικό βιβλίο διακοπών είναι διαφορετικό και βαθιά προσωπικό, αφού από σελίδα σε σελίδα κι από κύμα σε κύμα καλείται ενίοτε να εκπληρώσει τις προσδοκίες ενός αναγνωστικού χειμώνα. Μυθιστόρημα, νουβέλα, δοκίμιο ή ποιητική συλλογή, κάτι που θα διαβαστεί σε δέκα μέρες ή λίγες ώρες, μέχρι κι ένα βιβλίο «όχι για το καλοκαίρι» μπορεί να είναι ιδανικό, με τον τρόπο που το «Zoo. Γράμματα όχι για την αγάπη» του Βίκτορ Σκλόφσκι απ’ τις εκδόσεις Αντίποδες είναι ακριβώς Γράμματα για την αγάπη, όσο κι αν διατείνεται περί του αντιθέτου.
Αξίζει να το διαλέξουμε με ηρεμία, η σύνδεση θα φανεί απ’ την πρώτη σελίδα – η στοίβα με τα αδιάβαστα ας περιμένει. Κι αν καταφέρει μια φράση ή μια σκηνή του να συντονιστεί με τους ήχους του καλοκαιριού, θα καταγραφεί βαθιά στη μνήμη μας. Δεν ξεχνάει κανείς ό,τι έχει ζήσει, με περισσότερες από μία αισθήσεις.
Λίνα Ρόκου
«Το μωρό της Ρόζμαρι»
του Αϊρα Λέβιν
Δεν έχω ποτέ κάποιο κανόνα στο μυαλό μου όταν αποφασίζω ποια βιβλία θα μπουν στη βαλίτσα των διακοπών μου, όμως δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι με τα χρόνια αναγνωρίζω ένα μοτίβο. Τα βιβλία που επιλέγω συνήθως είναι ιδιαιτέρως σκοτεινά ως προς την ατμόσφαιρά τους. Δεν ξεχνώ τη φράση «Ω, πόσες μαύρες αράχνες εδώ μέσα· μου δαγκάνουνε τα μάτια», που εκστομίζει η ετοιμοθάνατη στο «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, φράση που διάβαζα δίπλα στο κύμα ή τη λασπωμένη Σκωτία, την κατοικημένη από παράδοξα πλάσματα που καταβροχθίζουν ανθρώπους στο «Κάτω από το δέρμα», του Μισέλ Φέιμπερ, που με ρούφηξε μέσα του ενώ δίπλα μου έπαιζαν με τα κουβαδάκια τους χαρούμενα παιδάκια. Τα καλοκαίρια συνηθίζω να διαβάζω βιβλία σκοτεινά, γιατί ζευγαρώνουν αντιφατικά και συγχρόνως ταιριαστά με τον αδυσώπητο ήλιο. Στο πλαίσιο αυτό, για το φετινό καλοκαίρι προτείνω το «Μωρό της Ρόζμαρι» του Αϊρα Λέβιν (εκδ. Anubis).
Χρήστος Οικονόμου
«Οψεις και τοπία της Ελλάδας»
του Εντουαρντ Ντόντγουελ
Χρόνια τώρα, οι καλοκαιρινές αναγνώσεις μου αρχίζουν και τελειώνουν με κείμενα ξένων περιηγητών στην Ελλάδα – κυρίως από τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Κάθε σελίδα κι ένα μαγικό άλμα από τόπο σε τόπο, από χρόνο σε χρόνο. Η λαίδη Γουόκερ τρώει ρύζι με yaourt στα Βοδενά· ο Σονινί μαγεύεται από τις όμορφες κοπέλες της Κάσου με τις μακριές πλεξούδες και τις πολύχρωμες φορεσιές· ο Μπεντ, στην Πάρο του 1884, ακούει σε μια ταβέρνα έναν πιτσιρικά να τραγουδά το ντέρτι του παίζοντας «ένα όργανο που το λένε βουσούκιον». Παρέα με τον Λόρδο Βύρωνα, τον Χόμπχαουζ, τον Πάσλεϊ, τον Τόζερ, ταξιδεύω από τα Χανιά μέχρι τον χιονισμένο Ολυμπο, από τον «φοβερό βράχο» της Ανάφης μέχρι τα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου. Συναρπαστικές αφηγήσεις που κεντρίζουν τις αισθήσεις, την καρδιά, τη φαντασία, και με κάνουν να βλέπω κάθε φορά με άλλο μάτι τούτη τη χώρα, όπου, όπως έγραψε ο μέγας Εντουαρντ Ντόντγουελ στο «Οψεις και τοπία της Ελλάδας» (εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος), «σχεδόν κάθε πέτρα, κάθε ακρωτήρι, κάθε ποτάμι στοιχειώνεται από τις σκιές των ένδοξων νεκρών».

