«Πιστό, λεπτό χρυσάφι»

Μια διαδρομή μισού αιώνα, που περιλαμβάνει σχεδόν εξακόσια ποιήματα, καταθέτει στη συγκεντρωτική υπό συζήτηση έκδοση του ποιητικού έργου του ο Γιώργος Βέης (γεν. 1955)

3' 19" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Ποιήματα 1974-2023
εκδ. ύψιλον, 2025, σελ. 696

Μια διαδρομή μισού αιώνα, που περιλαμβάνει σχεδόν εξακόσια ποιήματα, καταθέτει στη συγκεντρωτική υπό συζήτηση έκδοση του ποιητικού έργου του ο Γιώργος Βέης (γεν. 1955). Εκτός από τις δύο συλλογές των πρώτων χρόνων της πορείας του στην ποίηση, των ετών δηλαδή 1974 και 1976, από τις οποίες δημοσιεύονται επιλεγμένα μόνον ποιήματα, φαίνεται πως το βιβλίο συγκεντρώνει κατά τα λοιπά το σύνολο του μέχρι τώρα ποιητικού του έργου. Διπλωμάτης καριέρας, ταξιδιωτικός πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής, ο Βέης είναι και ως ποιητής πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος. Διαβάζοντας ένα έργο τέτοιας έκτασης, βρισκόμαστε αντιμέτωπες/οι με μια χαρακτηριστικά πληθωρική, υπερχειλίζουσα ποιητική-συγγραφική ιδιοσυγκρασία. Πέραν του ότι η καθεμιά και ο καθένας μπορεί να διαλέξει ποιήματα κατά το γούστο και τη διάθεσή της/του –αφού βέβαια στην ευρύτατη αυτή γκάμα περιλαμβάνονται σχεδόν τα πάντα, δηλαδή ποιήματα σε ελεύθερη μορφή και σονέτα, λυρικά και στοχαστικά, ερωτικά και ταξιδιωτικά, ποιήματα συνομιλίας με ομοτέχνους και ποιήματα ποιητικής, ολιγόστιχα και μακροσκελή– τίθεται το ερώτημα αν το πλούσιο αυτό έργο συνέχεται από κάποιο πρόγραμμα· αν υπηρετεί μια βαθύτερη ποιητική στόχευση.

Με όλες τις διαφορές και τις αποκλίσεις που φυσικό είναι να εντοπίζονται σε τέτοιο βάθος χρόνου και σε τέτοιας έκτασης έργο, νομίζω ότι, με αρκετή βεβαιότητα, μπορεί κανείς να διακρίνει σταθερές στην ποίηση του Βέη. Απηχώντας το πνεύμα της εποχής στην οποία αναδύθηκε, δηλαδή της δεκαετίας του ’70, και των χρόνων που έμελλε να ακολουθήσουν, δεν φλερτάρει ούτε με καθολικές ιδέες ούτε με τις τελευταίες μεταπολεμικές ρομαντικές ριπές. Είναι συμφιλιωμένος με ένα ήδη παγκοσμιοποιημένο υποκείμενο, που ρίχνεται ορεξάτο αλλά και αρκετά νευρωτικό στην περιπέτεια της ύπαρξης. Αραγε αναζητά ή αποδίδει κιόλας κάποιο νόημα στα πράγματα; Δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο με τρόπο που θα μπορούσε να περιγραφεί με το ασφαλές λεξιλόγιο της φιλοσοφίας ή των ιδεών. Παρά την πληθωρικότητά του ή και ακριβώς σε αρμονία με αυτήν, το ποιητικό εγώ μοιάζει διαρκώς, αν και ελεγχόμενα, ανυπόμονο να πάει απλώς παρακάτω: στην επόμενη εμπειρία, στην επόμενη επίγνωση, στο επόμενο ποίημα. Αλλά και μέσα σε ένα και το αυτό ποίημα διακρίνουμε κάτι ενδιαφέρουσες μεταπτώσεις με κύριο στόχο, αν δεν λαθεύω, να ανοίξουν ρωγμές στις ωραίες εικόνες, από όπου εκπέμπει τις αναθυμιάσεις του το αγχωτικό υπόβαθρο του σύγχρονου πολιτισμού. Ας δούμε, για παράδειγμα, το ποίημα «Περί αμύνης» από τη συλλογή «Για ένα πιάτο χόρτα» (2016): «“Ανεκλάλητο, ανέκκλητο/ δεν έχει καμία σημασία/ το ίδιο είναι”,/ σκέφτηκε άλλη μια φορά ο σκίουρος/ και κατάπιε το καλά μασημένο φουντούκι του./ Με τις απότομες, σπάνιας ακριβείας/ κινήσεις της ουράς του,/ ροκάνισε και την παραμικρή αμφιβολία/ για την ύπαρξη αετών/ κι ήρθε να λουφάξει,/ να σωθεί στ’ όνειρό μου».

Πολύ νωρίτερα, στο ποίημα «Η δουλειά του ποιητή» (από τη συλλογή «Χρυσαλλίδα στον πάγο», του 1999), ένα τυπικό σονέτο με τον τρόπο του Βέη, «πειραγμένο», χωρίς ομοιοκαταληξίες, με ασθμαίνοντες διασκελισμούς, έχει φροντίσει να διατυπώσει το «πιστεύω» του: «Αλλά κι αν αύριο ξεραθούν όλα τα τοπία/ θ’ αντέξουν πάλι τα μαλλιά μας, δεν θα γίνουν στάχτη/ πάντα πιστό, λεπτό χρυσάφι βαθιά μέσα στις ρίζες/ σοφία σκοτεινή στα φύλλα της μουριάς, του σκοίνου// την ταπείνωση, καθώς ανοίγει ένα ένα/ τα όνειρα η δροσιά της αυγής/». Η εικόνα των μαλλιών που αντέχουν ακροβατεί ανάμεσα στην αισιοδοξία και τη φρίκη, κι ας διαλέξει η αναγνώστρια και ο αναγνώστης τι από τα δύο προτιμά. Δεν μας κοροϊδεύει, πάντως, δεν μας χαϊδεύει τα αυτιά ο ποιητής, ούτε και μας πουλά θεαματική απελπισία. Ο Βέης, όπως ξεδιπλώνεται εδώ σε βάθος δεκαετιών, είναι περισσότερο ευφυής και λιγότερο καινοτόμος. Η ευφυΐα, σε συνδυασμό με την πληθωρικότητα του έργου του, μας καλεί, εντέλει, να αποδεχτούμε με τρόπο πανηγυρικό την ισχύ των λέξεων, την αντοχή του ποιητικού παιχνιδιού, σαν «λεπτό χρυσάφι βαθιά μέσα στις ρίζες». Δανείζομαι πάλι τους στίχους του, αυτή τη φορά από τη συλλογή «Βράχια» (2020): «Οι τσίχλες το σούρουπο/ ασίγαστοι μάρτυρες δομής είναι//ενώ τα σύννεφα/ καθώς κατεβαίνουν στον κάμπο/Πόθοι και Βεβαιότητες μαζί/ τ’ όνειρό τους ν’ αγγίξουν την αθανασία της χλόης/ να έχουν ριζώσει κιόλας/ μέσα στις ιστορίες των τρυγητών εύχονται/ νέα κοραλλόδεντρα από άχνη να δώσουν/ να προσφέρουν στην ώρα τους την ειμαρμένη/ των καρπών».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT