Κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια
Ανθολογία ποίησης για παιδιά και νέους
επιμ.: Νόρα Αναγνώστου
εκδ. Πατάκη, 2025, σελ. 294
Ημουν βυθισμένη στις σελίδες της ανθολογίας, όταν στάθηκε από πάνω μου ένας φίλος και, με ειλικρινή απορία, ρώτησε: «Γιατί ασχολείσαι με ένα βιβλίο σαν κι αυτό;». Σήκωσα το κεφάλι και, χωρίς να σκεφτώ ούτε δευτερόλεπτο, απαρίθμησα τους λόγους. Πρώτα πρώτα, χρειαζόμαστε ανθολογίες· δεν έχουμε αρκετές, και είναι βιβλία απαραίτητα για τη γνωριμία καινούργιων αναγνωστ(ρι)ών με την ποίηση. Δεύτερον, είναι μια ανθολογία συστηματική: ξεκαθαρίζει στην εισαγωγή τις προθέσεις και τα κριτήρια της επιλογής των συγκεκριμένων ποιημάτων. Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε, με τη σειρά μας, κριτικά πάνω στις συγκεκριμένες επιλογές, που δεν έχουν γίνει με τρόπο ασαφή και αόριστο. Η επιλογή των ποιημάτων και, σε έναν βαθμό, η ανάγνωσή τους, γίνονται αντικείμενο ορθολογικής, οργανωμένης προσέγγισης, όχι όμως φιλολογικής, όχι δηλαδή για τον ειδικό, αλλά για χάρη του κοινού αναγνώστη· αυτό είναι κάτι που μας λείπει επίσης. Πρόκειται, τρίτον, για ανθολογία που επιχειρεί να κερδίσει ειδικά τα παιδιά και τους νέους, το πιο κρίσιμο κοινό. Αυτή η στόχευση καθορίζει και τις επιλογές των ποιημάτων που συμπεριλήφθηκαν. Τέλος, είναι ένα βιβλίο πλούσιο· συγκεντρώνει περισσότερα από 250 ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων, που καλύπτουν ευρύτατο φάσμα, από τον Oμηρο και τα γιαπωνέζικα χαϊκού μέχρι τους συγχρόνους μας τραγουδοποιούς, Eλληνες και ξένους. Αυτά του είπα και, λέγοντάς τα, συνειδητοποίησα ότι είχα πάνω-κάτω συνοψίσει την προσέγγισή μου της υπό συζήτηση ανθολογίας. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο από πολλές απόψεις. Αν διαφωνεί κανείς με επί μέρους επιλογές, μόνον όφελος θα αποκόμιζε η αναγνωστική μας κοινότητα από τη διατύπωση και συζήτηση τέτοιων διαφωνιών και –μακάρι– την έκδοση και άλλων, διαφοροποιημένων ανθολογιών.
Η απόλαυση αυτής της πολύ παλιάς, ανθεκτικής αλλά και αρκετά παραγνωρισμένης στις μέρες μας τέχνης του λόγου, της ποίησης, είναι προπάντων ζήτημα γούστου· η ανθολόγος φαίνεται να συμμερίζεται, κατ’ αποτέλεσμα, μια τέτοια προσέγγιση. Φτιάχνει λοιπόν μιαν ανθολογία για κάθε γούστο. Η εργασία της υλοποιήθηκε ως μεταδιδακτορική έρευνα, υπό την εποπτεία της έγκριτης φιλολόγου στο ΑΠΘ Βενετίας Αποστολίδου. Η Αναγνώστου δεν παύει να κλείνει το μάτι στα παιδιά (αλλά και στους ενηλίκους) και να παρακινεί σε ελεύθερες, παιγνιώδεις, δημιουργικές αναγνώσεις. Γράφει στην εισαγωγή, απευθυνόμενη στα παιδιά: «Κι αν δυσκολευτείς […], αν συναντήσεις “γρίφους”, δεν πειράζει, δώσε τη δική σου εξήγηση ή κράτησέ τους σαν στοιχείο μαγικό – η ωραία ατμόσφαιρα έχει πάντα κάτι μυστήριο». Η βασική γραμμή που διέπει τον τρόπο που η ανθολόγος επιλέγει να κατηγοριοποιήσει τα ποιήματα είναι το χιούμορ, η ελαφρότητα, το παιχνίδι, η φαντασία.
Η χρήση των χρωμάτων στους τίτλους των κεφαλαίων, π.χ. «Κόκκινα ποιήματα της αγάπης», ή «Ασημένια ποιήματα της λύπης» δεν με βρίσκει σύμφωνη – προσφέρεται μπόλικη ποίηση στις σελίδες με τους στίχους, δεν χρειάζεται παραπανίσια ποιητικότητα αλλού.
Το ίδιο ισχύει για την επανάληψη –πάντα στους τίτλους των κεφαλαίων– του ίδιου πράγματος με όρους περισσότερο λόγιους, π.χ. «Ποιήματα που λένε ιστορίες, ποιήματα αφηγηματικά»: το «λένε ιστορίες» αρκεί, και πρέπει να το εμπιστευθούμε. Aλλωστε, άλλοι τίτλοι κεφαλαίων είναι απόλυτα λιτοί: «ποιήματα από την ιστορία» ή «ποιήματα από τη μυθολογία». Με απασχόλησε, διαβάζοντας, το γεγονός ότι η ανθολόγος αποφασίζει να συμπεριλάβει στο ίδιο βιβλίο τον Eλιοτ και τον Δεληβοριά, τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, τον Ιωάννη Πολέμη και τους Social Waste. Με πείθει, εντέλει, αφού στην εισαγωγή της εξηγεί, επικαλούμενη τον Ρώσο παιδαγωγό και ποιητή Τσουκόφσκι, ότι είναι σωστό να δοθεί έμφαση στον ρυθμό και στην έντονη εναλλαγή των εικόνων. Δεν είναι ένα βιβλίο-εισαγωγή στη μεγάλη ποίηση. Είναι σημαντικό –και φαίνεται ολοκάθαρα– ότι ελκυστική ποίηση μπορεί να κρύβεται παντού, και σε τέχνες ταπεινότερες, όπως η στιχουργική. Διατηρώ ωστόσο τις επιφυλάξεις μου απέναντι στο γεγονός ότι υπερεκπροσωπούνται ποιητές όπως ο Κώστας Μόντης, ο Αργύρης Χιόνης ή ο Παρασκευάς Καρασούλος ή ότι απουσιάζει ένα παγκοσμίως επιδραστικό έργο όπως αυτό των Beatles. Μου φαίνεται απρόσμενο να γνωρίζουν τα παιδιά νεότερους Ελληνες ποιητές που δεν δοκιμάστηκαν ούτε μια δεκαετία, αλλά όχι την Eμιλι Ντίκινσον. Συμφωνώ, αντίθετα, με τη συμπερίληψη αρχετυπικών «σχολικών» ποιημάτων, που άρρηκτα συνυφάνθηκαν με τη γλώσσα μας, όπως του Πολέμη ή του Παπαντωνίου. Χρήσιμα και εμπνευσμένα είναι τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα, που συμπληρώνουν την έκδοση.

