ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΕΡΤΟΣ
Καρπάθια
εκδ. Θίνες, 2025
σελ. 60
Ο εικοσιεπτάχρονος Αγγελος Μπέρτος από την Κάρπαθο προσφέρει με την υπό συζήτηση συλλογή του όλα όσα προσδοκά κανείς από έναν πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή: επινοητικότητα στις εικόνες και ρυθμό στον στίχο, θάρρος στην υπεράσπιση της ιδιοσυγκρασίας και οργάνωση που υπηρετεί συνθετικά έναν στόχο. Από τον τίτλο μέχρι τα επιμέρους κεφάλαια και από τη σκηνοθεσία μέχρι το αφηγηματικό περιεχόμενο, τα ποιήματα της σπονδυλωτής αυτής ενότητας εγγράφονται ρητά στον γενέθλιο τόπο του Μπέρτου, την Καρπάθο. Για να τα κατανοήσουμε χρειάζεται να λοξοκοιτάξουμε κάποιες πληροφορίες για τα έθιμα και την ιστορία του νησιού, εύκολα αλιεύσιμες διαδικτυακά. Με ένα εισαγωγικό και δύο επιλογικά ποιήματα, η συλλογή αρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια-πεντόλιρα (!). Κάθε κεφάλαιο τιτλοφορείται και αριθμείται ανάλογα: πεντόλιρο α΄, πεντόλιρο β΄ κ.ο.κ. Είναι, άραγε, τα ποιήματα αυτά ένα είδος φόρου, προστίμου που καταβάλλεται, κι αν ναι, σε ποιον; Το ποιητικό εγώ εξαγοράζει μέσω των ποιημάτων κάποιο δικαίωμα; Κάποια ελευθερία; Και είναι η ελευθερία τούτη αναδρομική ή αφορά μονάχα το μέλλον; Αν πιστέψουμε το Διαδίκτυο, υπάρχουν στην Κάρπαθο ζωντανές αποκριάτικες παραδόσεις που περιλαμβάνουν τη μεταμφίεση ανδρών σε γυναίκες και την επιβολή από λαϊκό δικαστήριο χρηματικών προστίμων, που πράγματι καταβάλλονται.
Το ποιητικό εγώ ομολογεί απαγορευμένα σαρκικά πάθη και βρίσκεται σε μιαν αδιάκοπη, τραγουδιστή συνομιλία με τους προγόνους, τους συγγενείς, τους συμπατριώτες αλλά και τους κομματικούς συντρόφους. Εκεί που πάει λίγο να το παρακάνει με τις απανωτές αναφορές στο αίμα και σε άλλα σωματικά υγρά, έρχεται το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός να ισορροπήσουν την κατάσταση. Το ποίημα «Μήτρα» («πεντόλιρο α΄») πραγματεύεται το γνωστό καρπαθιανό έθιμο της κανακαράς, που επιφυλάσσει το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής μονάχα για τους πρωτότοκους, γιο και κόρη.
Πάντα χαμένος
Το ποιητικό εγώ, σε διάλογο με τη «γιαγιά Αγγέλω», είναι ίσως ένα δευτερότοκο παιδί, που στερήθηκε το κληρονομικό δικαίωμα: «Κ’ εσύ/ Χαμένος θα ‘σαι/ Σε τρένα για την Κάρπαθο/Και πλοία για τη Βοιωτία». Οπως σε κάθε καλοφτιαγμένο ποίημα, εύκολα κι εδώ η δημιουργική ανάγνωση ξεγλιστρά προς κατά βούληση αποσυνάγωγες ταυτότητες, έμφυλες, εθνικές και ταξικές. Τη θέση του συγκεκριμένου παιδιού καταλαμβάνει αβίαστα ο οικονομικός μετανάστης, ο σεξουαλικά διαφορετικός, ο ξένος, ο σύντροφος που διαφωνεί με την κομματική ηγεσία. Ετσι συμβαίνει, π.χ., στο ποίημα «Ο έρωτας είναι πάντα πράξη πολιτική» («πεντόλιρο β΄»), μια εσωκομματική ερωτική εξομολόγηση· ακολουθείται από το προκλητικό και απερίφραστο «Τάδε έφη Ζαραπούστρα», που θα το ζήλευε, νομίζω, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Θέλω να παίξω με το σώμα σου/ Οπως η γιαγιά μου με τις κότες// να γυρίσω το κεφάλι σου τρεις φορές/ Και σαν ακέφαλα κοκόρια/ Να χορέψουμε με οικοδόμους».
Βέβαια, παρά τα πέντε, συνολικά, «πεντόλιρα» που καταβάλλονται, «Την τελευταία λέξη την έχει πάντα ο τόπος», όπως τιτλοφορείται το ποίημα του τελευταίου «πεντόλιρου» (ε΄). Τούτη η συνθηκολόγηση κλείνει το τελευταίο κεφάλαιο, μα ο ποιητής παίρνει αμέσως κατόπιν το αίμα του πίσω, μιας και η συλλογή δεν τελειώνει, όπως είπαμε, εκεί, αλλά ακολουθούν δυο ακόμα επιλογικά ποιήματα.
Το νησί που ταξιδεύει
Με σεβαστικούς τόνους η παράδοση ανασκευάζεται και αποδίδεται σκληρή δικαιοσύνη: «Κάποτε/ Οταν ήμουν μικρός/ένας που έπαιζε τη λύρα/ Είπε/ Η Κάρπαθος δεν έχει τίποτα να την ενώνει με τη γη/ Ενα μέτρο αιωνιότητας διαβρώθηκε από τη βράση/ Αρχισε το νησί να ταξιδεύει/ Κάστρο σωστό του Δράκουλα». Στον τελευταίο δε στίχο του τελευταίου ποιήματος («Κούμπωμα»), δηλώνεται νικηφόρα οικειοποίηση της δύσκολης πατρίδας. «Τώρα οι μπουρμπουλήθρες/ Κρατάν την τελευταία μου απόφαση//Αυτό το πέλαγος το λέω Αγγελικό». Καθώς οι μπουρμπουλήθρες μπορεί να παραπέμπουν και σε πνιγμό, δεν θα αποτολμήσω να κάνω λόγο για συμφιλίωση. Στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, ο Μπέρτος βαδίζει με φυσικότητα στον δρόμο που χάραξε ο Ocean Vuong. Με διάσπαρτες στο βιβλίο του αναφορές φαίνεται, πάντως, να αναγορεύει σε κύριο συνομιλητή του τον Μίλτο Σαχτούρη. Γιατί όμως θέτει τόσο χαμηλά τον πήχυ, ενώ κινείται ήδη στα πρώτα του βήματα πολύ πάνω από το χαλαρό, ανοργάνωτο στυλ του συμπαθούς εισηγητή μιας καθ’ ημάς (επαρχιώτικης, δηλαδή) εκδοχής του καταραμένου;
Η έκδοση είναι άρτια αισθητικά και επιμελημένη σε κάθε λεπτομέρεια· πολύ ευχάριστο που, εκτός των τυπογραφικών διορθώσεων, φαίνεται πως ανατέθηκε και επί της ουσίας επιμέλεια σε έναν μαχητικό φιλόλογο και δοκιμιογράφο όπως ο Παναγιώτης Ελ Γκεντί. Καλές και σπάνιες πρακτικές, που πρέπει να εμπεδωθούν.

