ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
Λάμια
εκδ. Πατάκη, 2024, σελ. 88
Η σχέση μητέρας – κόρης δείχνει, ήδη με τον πανάρχαιο μύθο Δήμητρας – Περσεφόνης, τη θεμελιώδη σημασία της για την ύπαρξή μας πάνω στη γη. Συνδέεται, όπως γνωρίζουμε, με την εναλλαγή των εποχών, τη γονιμότητα, την καρποφορία, αλλά και με ζητήματα πιο σκοτεινά, που άπτονται της αιμομειξίας και της γυναικείας σεξουαλικότητας σε συνθήκες σκληρής πατριαρχίας. Η αναντίρρητη βαρύτητα αυτής της σχέσης δεν έχει ωστόσο αποτυπωθεί παρά ελάχιστα στη λογοτεχνία. Επί της έλλειψης αυτής μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πολλά. Βέβαιον είναι ότι κεντρίζει την περιέργεια και τον ενδιαφέρον μας όταν μια από τις πιο άξιες ποιήτριες της καινούργιας γενιάς, η Δήμητρα Κωτούλα (γεν. 1974), που έχει ήδη, όπως και η Φοίβη Γιαννίση, σποραδικά καταθέσει σε προηγούμενες συλλογές της λίγα ποιήματα με αυτή τη θεματική, έρχεται τώρα να δώσει ένα ολόκληρο βιβλίο «μητέρας – κόρης», όπως το υπό συζήτηση.
Συνομιλία με τον Παλαμά
Η κόρη κυριαρχεί στο έργο αυτό σαν μια μικρή Λάμια· το μυθικό πλάσμα ή, καλύτερα, το τερατάκι αυτό, δίνει και τον τίτλο της συλλογής. Αν θεωρήσουμε, όπως δικαιούμαστε, ότι ο τίτλος συνιστά πάντα μιαν εκ μέρους του ποιητή «οδηγία χρήσης» του εκάστοτε έργου, τότε η λέξη «Λάμια», μαζί με τα ποιητικά, τα παλαμικά προπάντων, αποσπάσματα, με τα οποία η Κωτούλα επέλεξε να συνοδεύσει τα 48 ποιήματα του βιβλίου, μας οδηγεί σε έναν τρόπο ανάγνωσης.
Η ευρύτατη χρήση των παλαμικών στίχων ως μότο στο σύνολο και στα μέρη της συλλογής υποδηλώνει, π.χ., και μιαν ουσιώδη συνομιλία της Κωτούλα με τον παλαιό μεγάλο ποιητή, που δεν θα πρέπει να την αφήσουν η αναγνώστρια και ο αναγνώστης ανεκμετάλλευτη.
Η αμφισημία, πάλι, της λέξης, με τον μελωδικό ήχο του υγρού πρώτου συμφώνου και το ισχυρό τροχαϊκό μέτρο που πάει να επιβάλει, λίγο φρικτή και λίγο παιγνιώδης, είναι μια σαφής σκηνοθετική οδηγία για να ακούσουμε, διαβάζοντας, τα ποιήματα μέσα μας.
Ενα μικρό ή πολύ νεαρό κορίτσι πρωταγωνιστεί στα ποιήματα· ένα μητρικό ποιητικό εγώ το παρακολουθεί. Tο ντουέτο αυτοσκηνοθετείται μέσα στη ζωή, στην καθημερινότητα, στη φαντασία, σε μια γοητευτική αλλά και δύσκολη χορογραφία μητέρας – κόρης. Ολα υπάρχουν εκεί σε αφθονία: ομορφιά, χάρη, πάθος, σκληρότητα, αγριότητα, σκοτάδι, χρώματα, φως, κίνηση και στάση, κραυγή και σιωπή. Τα παιδικά παιχνίδια και ο οίκος, το παιδικό δωμάτιο και ο υπαίθριος χώρος, οι αθλητικές εκδηλώσεις και ο ύπνος, οι στενοί συγγενείς που πλαισιώνουν τη σχέση-πυρήνα, οι γιορτές και τα ξεσπάσματα αποτελούν θέματα των ποιημάτων, σε μια χαλαρή ενότητα ύφους και αντικειμένου. Εδώ, η Κωτούλα δείχνει την κλάση της. Είναι, ίσως, η μόνη ποιήτρια της γενιάς της που ξύνει τον ορίζοντα μιας ποίησης που θέτει τον πήχυ σε πραγματικά υψηλό επίπεδο, με βάση κριτήρια οικουμενικά και όχι της μικρής μας γειτονιάς.
Χίλιες εικόνες
Η λογιοσύνη και η διανοητικότητα που τη διακρίνουν συναντιούνται στα ποιήματα της Λάμιας με ατόφια, καλοσχηματισμένα λυρικά ξεσπάσματα. Προπάντων όμως, αυτά τα ποιήματα προσφέρουν μια πλούσια εικονοποιία που συνδυάζεται με αφηγηματικές κλιμακώσεις. Δεν μένει παραπονεμένο ούτε το συναίσθημα, ούτε ο νους, ούτε οι αισθήσεις. Ας δούμε, αντί άλλων, μια και έχουμε πρόσφατη την πασχαλινή γιορτή, αποσπάσματα από τα «Κόκκινα παπούτσια» (σελ. 27): «Τα φιογκάκια στα κορδόνια τους στάζουν κόκκινο./ Χαμογελάς στις εικόνες που καθρεφτίζονται κιόλας/ στο γυαλιστερό δέρμα μπροστά στα μάτια σου./ Πεισματικά θέλεις να τις ακολουθήσεις./ Ξέρεις τι παραμονεύει μέσα τους/ αλλά αυτό δεν μοιάζει να σε τρομάζει./ […] και ήρεμη χωρίς ρωγμές/ σχεδόν χωρίς βάρος/ περιμένεις υπομονετικά ένα κοπάδι κόκκινα/ οβάλ φτερουγίσματα σε σχήμα παπουτσιού/ να σε σηκώσουν ψηλά – στη δική σου ανάσταση».
Κάθε συνδυασμός και αλληλουχία λέξεων και εικόνων στους στίχους αυτούς εκπλήσσει ευχάριστα, αλλά ταυτόχρονα κρατά διαρκώς ανοιχτή μια πόρτα (ή μήπως μια καταπακτή;) προς δεύτερες και τρίτες εικόνες, προς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Η πανηγυρική διάθεση εναλλάσσεται αστραπιαία με την απειλή, η χαρά με το άγχος, η ομορφιά με τον φόβο – και όλα παραμένουν δεμένα κι αξεχώριστα μέσα στο λιτό ποίημα.
Δεν έχουμε πολλές ποιήτριες και πολλούς ποιητές με τέτοιες ικανότητες κατασκευής και σύνθεσης. Αλλά, φοβάμαι, δεν έχουμε ούτε αναγνωστικό κοινό ασκημένο να βρίσκει απόλαυση σε κάτι περισσότερο από ποιήματα-συνθήματα, να συμμετέχει ενεργά και κριτικά, με το μυαλό και με τις αισθήσεις, στην ανάγνωση μιας ποίησης με αξιώσεις πάνω από τον καθιερωμένο μέσο όρο.

