Της Μάρως Βασιλειάδου
«Κάθε βραβείο αποτελεί βαριά τιμή και ισοδυναμεί με μια ακόμα πιο βαριά ευθύνη. Αυτό ενδεχομένως ισχύει στο πολλαπλάσιο, όταν ένας γραφιάς σαν κι εμένα βραβεύεται “για τη συνολική προσφορά του έργου του στα γράμματα”», είπε ξεκινώντας την ομιλία του ο «δικός μας» Παντελής Μπουκάλας στον οποίο απονεμήθηκε χθες το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στο πλαίσιο της τελετής απονομής των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2024.
Οσοι ταπεινά μοιράζονται τη λέξη «γραφιάς» περιγράφοντας το επάγγελμά τους –συγγραφείς, ποιητές, μεταφραστές, μελετητές, άνθρωποι των Γραμμάτων και δημοσιογράφοι– μαζί και οι οικείοι των βραβευθέντων που γέμισαν το αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης, ξέρουμε ότι ο Παντελής Μπουκάλας είναι ένας μικρός-μεγάλος εργάτης του λόγου. Για αυτό η αποδοχή του κοινού για τη συγκεκριμένη τιμητική διάκριση υπήρξε θερμή και πλατιά. Και μολονότι συχνά οι θεσμικές τελετές τέτοιου είδους διαθέτουν έναν επιτελεστικό χαρακτήρα, αυτή τη φορά το αμφιθέατρο γέμισε συναίσθημα, ανάλογο με τον πλούτο του έργου του βραβευθέντος. Αλλωστε, ο Παντελής Μπουκάλας, τόσο κοινωνώντας τον κόσμο της λογοτεχνίας, της ποίησης, της λαογραφικής έρευνας, της δραματουργίας, της μετάφρασης όσο και μέσα από τις στήλες του στην «Κ» παραμένει ενεργός πολίτης συνδεδεμένος με τον πολιτισμό αυτής της χώρας.
Ετσι, δεν μας εξέπληξε στην ομιλία του η αναφορά στα πρόσφατα γεγονότα του βανδαλισμού της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» στον Ενδιάμεσο Χώρο της Πινακοθήκης, όπου νωρίτερα χθες, στον προαύλιο χώρο της, πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία για την ελευθερία της τέχνης. «Είναι ο τόπος που μου υπαγόρευσε κάποιες σκέψεις», σχολίασε ο κ. Μπουκάλας αναφερόμενος στην «επιδρομή ακροδεξιού πολιτευομένου εναντίον πινάκων που ενοχλούσαν την αδαή και λογοκριτική τυπολατρία του, τη βία του εν ονόματι της θρησκείας της αγάπης».
«Για τους θρησκειολαϊκιστές, ο χριστιανισμός βρίσκεται καθηλωμένος στην πολεμική περίοδό του, όταν κατερείπωνε ναούς και γκρέμιζε αγάλματα, όπως ξέρουμε και από τον Καβάφη. Θαρρείς και δεν έχουν μεσολαβήσει μεταρρυθμίσεις, αναγεννήσεις, διαφωτιστικά κινήματα με την πρωταγωνιστική συμμετοχή ιερωμένων και θεολόγων, αλλά και πολλές επισημότατες συγγνώμες από Πάπες και Πατριάρχες για την ψευδεπίγραφη εκχριστιανιστική βία που ασκήθηκε στο παρελθόν εναντίον ολιγοπίστων, δυσπίστων και απίστων, είτε για πρόσωπα επρόκειτο είτε για λαούς ολόκληρους», ανέφερε και στη συνέχεια, αφού έκανε μια αναδρομή στην ιστορία της Αθήνας, πόλης-μήτρας της δημοκρατίας και του ορθού λόγου, κατέληξε: «Η τέχνη και η φιλοσοφία ή είναι ελεύθερες ή δεν υπάρχουν. Περηφανευόμαστε για την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας, μα πρέπει και να διαλέξουμε. Και δεν μπορούμε παρά να απαρνηθούμε τους Κλέωνες και τους δεισιδαίμονες και να διαλέξουμε τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη».
Η ομιλία του Παντελή Μπουκάλα την οποία εκφώνησε φανερά συγκινημένος, άνοιξε τη φετινή τελετή με την υπουργό Πολιτισμού στον χαιρετισμό της να υπογραμμίζει ότι «επί δεκαετίες εκείνος “θεραπεύει” τον γραπτό λόγο ενώ παράλληλα υπηρετεί και ζωογονεί τον δημόσιο». Στη συνέχεια τόσο η υπουργός όσο και οι συγγραφείς που έλαβαν εξ ημισείας το Βραβείο Μυθιστορήματος (Ηλίας Παπαμόσχος, Ιωάννα Μπουραζοπούλου) τόνισαν ότι το μοίρασμα του επάθλου δηλώνει την ευρύτητα της Επιτροπής και τον διάλογο ακόμη και μεταξύ αντιθέτων. Μετά τα βραβεία Λογοτεχνίας ακολούθησαν αυτά της λογοτεχνικής μετάφρασης και του παιδικού βιβλίου.
Οργώνει τον αγρό των νεοελληνικών γραμμάτων
Της Ελισάβετ Κοτζιά
Επί σαράντα πέντε χρόνια ο Παντελής Μπουκάλας καλλιεργεί με κάθε δυνατό μέσο «το χωραφάκι της γλώσσας», οργώνει τον αγρό των νεοελληνικών γραμμάτων. Ποιητής, κριτικός, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, διορθωτής, επιμελητής εκδόσεων, μελετητής, δοκιμιογράφος, δημοσιογραφικός επιφυλλιδογράφος. Ακάματος, το έργο του αντανακλά τις χιλιάδες εργατοώρες που δαπάνησε και ανέρχεται σε δεκάδες ογκωδέστατους τόμους.
Τι είναι εκείνο που συνέχει το τεράστιο αυτό έργο που ο συγγραφέας συσσώρευσε μες στον χρόνο; Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η δεσπόζουσα θα πρέπει να αναζητηθεί στο ήθος που ο συγγραφέας καλλιέργησε σε ό,τι καταπιάστηκε: απέναντι στον λόγο, απέναντι στην τέχνη και απέναντι στη συλλογική ζωή μας. Σκυμμένος ώρες ατελείωτες πάνω από τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, της δημοτικής ποίησης και των απομνημονευμάτων του εθνικού αγώνα –πεδία στα οποία άνοιξε νέους δρόμους– και απορροφημένος από τα νεότερα λογοτεχνικά κείμενα τα οποία πολλαπλώς εμπλούτισε, θα έλεγε κανείς πως δεν θα ‘χε τη διάθεση ή τον καιρό να κοιτάξει τι συμβαίνει γύρω του.
Καλλιέργησε τη μοναδική του ικανότητα όχι μόνον να παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή, αλλά, πάντοτε σε εγρήγορση, να τοποθετείται καθημερινά κριτικά απέναντί τους.
Ομως όχι. Στο μικρό γραφειάκι της «Καθημερινής», πάντοτε ανοικτό σε όλους τους επισκέπτες συναδέλφους, και πάλι σκυμμένος πάνω απ’ τα γραπτά του, ο Παντελής Μπουκάλας καλλιέργησε τη μοναδική του ικανότητα όχι μόνον να παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή, αλλά, πάντοτε σε εγρήγορση, να τοποθετείται καθημερινά κριτικά απέναντί τους με πρωτοτυπία, χιούμορ, ενίοτε με πικρία, κυρίως όμως με νηφαλιότητα και ανθρωπισμό – έγνοια για τους θεσμούς, φροντίδα για τους αδύναμους και πάθος για την ελευθερία. Στα επιχειρήματα που ανέπτυξε, επιστράτευσε και τη μοναδική γνώση του των αρχαίων, προσφέροντας ένα παράδειγμα γόνιμης χρησιμοποίησης της Ιστορίας μακριά από οποιαδήποτε πατριδολαγνεία και εθνικισμό.
Παρά το τεράστιο έργο του και την αναγνώριση που του έφερε, ο Παντελής Μπουκάλας δεν σκέφτεται να ξεκουραστεί. Σε πρόσφατη συνέντευξη μετά την ανακοίνωση απονομής του Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων 2024, μας πληροφόρησε πως έχει στα συρτάρια του σχεδόν έτοιμες πολλές ανέκδοτες δουλειές, αλλά και κέφι να καταπιαστεί με άλλες. Ζάπλουτος από γνώσεις και ορμητικός στη δημιουργικότητα του, με ακεραιότητα και σεμνότητα συνεχίζει.

