Ο ανεπαρκής ύπνος σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ. Αλλά παραδόξως, το ίδιο ισχύει και για τον υπερβολικό ύπνο. Αν και οι επιστήμονες είναι βέβαιοι για την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ ύπνου και άνοιας, η φύση αυτής της σχέσης είναι περίπλοκη.
Ο κακός ύπνος ενδέχεται να προκαλεί αλλαγές στον εγκέφαλο οι οποίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη της άνοιας. Ή μπορεί ο ύπνος να διαταράσσεται εξαιτίας ενός υποκείμενου προβλήματος υγείας που επηρεάζει και την υγεία του εγκεφάλου. Επιπλέον, οι αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου μπορεί να αποτελούν πρώιμο σύμπτωμα της ίδιας της άνοιας.
Δείτε τι πιστεύουν οι ειδικοί γι’ αυτές τις διάφορες συνδέσεις και πώς μπορείτε να αξιολογήσετε τον κίνδυνο με βάση τις προσωπικές σας συνήθειες ύπνου.
Λίγες ώρες
Ο ύπνος λειτουργεί σαν ένα νυχτερινό ντους για τον εγκέφαλο, ξεπλένοντας τα κυτταρικά απόβλητα που συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το υγρό που περιβάλλει τα εγκεφαλικά κύτταρα ξεπλένει τα μοριακά σκουπίδια και τα μεταφέρει στην κυκλοφορία του αίματος, όπου στη συνέχεια φιλτράρονται από το ήπαρ και τα νεφρά και αποβάλλονται από το σώμα.
Αυτά τα σκουπίδια περιλαμβάνουν την πρωτεΐνη αμυλοειδές, η οποία εκτιμάται ότι παίζει βασικό ρόλο στη νόσο Αλτσχάιμερ. Ο εγκέφαλός μας παράγει αμυλοειδές κατά τη διάρκεια της ημέρας, όμως μπορεί να προκύψουν προβλήματα όταν η πρωτεΐνη συσσωρεύεται σε κολλώδεις μάζες, που ονομάζονται πλάκες. Οσο περισσότερο παραμένει κάποιος ξύπνιος, τόσο περισσότερο αμυλοειδές συσσωρεύεται και τόσο λιγότερο χρόνο έχει ο εγκέφαλος για να το απομακρύνει.
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν αν η συστηματική έλλειψη ύπνου –λιγότερο από έξι ώρες τη νύχτα– είναι αρκετή για να προκαλέσει από μόνη της τη συσσώρευση αμυλοειδούς. Ωστόσο, έρευνες έχουν δείξει ότι ενήλικες 65 έως 85 ετών, που είχαν ήδη πλάκες στον εγκέφαλο, παρουσίαζαν περισσότερη συσσώρευση αμυλοειδούς και χειρότερη γνωστική ικανότητα όσο λιγότερο κοιμούνταν.
«Αρκεί η έλλειψη ύπνου για να προκαλέσει άνοια; Πιθανώς όχι αυτή καθαυτή», λέει ο δρ Σούντα Σεσάντρι, ιδρυτικός διευθυντής του Ινστιτούτου Glenn Biggs για τη νόσο Αλτσχάιμερ και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Σαν Αντόνιο. «Φαίνεται, όμως, ότι σίγουρα συμβάλλει στην αύξηση του κινδύνου άνοιας και ενδέχεται να επιταχύνει τον ρυθμό του εκφυλισμού».
Τα άτομα με Αλτσχάιμερ μπορεί να αρχίσουν να εμφανίζουν συμπτώματα στη δεκαετία των 60 ή 70, αλλά η συσσώρευση αμυλοειδούς μπορεί να ξεκινήσει έως και δύο δεκαετίες νωρίτερα. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να δίνεται προτεραιότητα στον ύπνο, με στόχο επτά έως εννέα ώρες τη νύχτα, ξεκινώντας από τη δεκαετία των 40 ή των 50, αν όχι νωρίτερα, λέει ο Τζο Ουίνερ, μεταδιδακτορικός ερευνητής νευρολογίας και νευρολογικών επιστημών στο Κέντρο Μελέτης Διαταραχών του Υπνου και του κιρκάδιου ρυθμού στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
«Δεν υπάρχει σαφής απάντηση στο κατά πόσον ο ύπνος στα 20 χρόνια μας επηρεάζει τον κίνδυνο που διατρέχουμε στα γεράματά μας», λέει ο Ουίνερ. «Αλλά νομίζω ότι τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο ύπνος πιθανότατα παίζει σημαντικό ρόλο στη μέση ηλικία, καθώς πλησιάζουμε τα 60 και 70 μας».
Κάποιες διαταραχές ύπνου, κυρίως η υπνική άπνοια, συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο άνοιας. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι η υπνική άπνοια διαταράσσει τον ύπνο, είτε στο ότι εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα που είναι υπέρβαρα ή έχουν διαβήτη, καταστάσεις που επίσης συνδέονται με την άνοια.
Ακόμη κι αν ληφθούν αυτά υπόψη, η υπνική άπνοια φαίνεται να αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για άνοια, λέει ο δρ Ντιέγκο Καρβάγιο, επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας στο Κέντρο Μελέτης του Υπνου της Mayo Clinic. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η υπνική άπνοια περιορίζει την ποσότητα οξυγόνου που φτάνει στον εγκέφαλο, αυξάνοντας τη φλεγμονή και προκαλώντας βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία και τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Όσο περισσότερο παραμένει κάποιος ξύπνιος, τόσο περισσότερο αμυλοειδές συσσωρεύεται και τόσο λιγότερο χρόνο έχει ο εγκέφαλος για να το απομακρύνει.
Πολλές ώρες
Από την άλλη πλευρά, ο υπερβολικός ύπνος φαίνεται επίσης να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας, αν και πιθανόν με πιο έμμεσο τρόπο.
Εάν κάποιος κοιμάται πάνω από εννέα ώρες τη νύχτα ή κοιμάται κατά μικρά διαστήματα πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι ο ύπνος του δεν είναι ποιοτικός, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για τη νόσο Αλτσχάιμερ εξαιτίας των προαναφερθέντων λόγων.
Επίσης, η ανάγκη για υπερβολικό ύπνο μπορεί να σχετίζεται με κάποια ψυχική ή σωματική αναπηρία. Ψυχικές παθήσεις όπως η κατάθλιψη και σωματικές παθήσεις όπως ο διαβήτης ή τα καρδιαγγειακά προβλήματα, συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, όπως και η σωματική αδράνεια, η μοναξιά και η απομόνωση.
«Προς το παρόν δεν έχει αποδειχθεί σαφής αιτιολογικός ρόλος του πολύωρου ύπνου σε σχέση με την άνοια», λέει ο Καρβάγιο. «Πιθανώς να αποτελεί περισσότερο σύμπτωμα ενός υποκείμενου προβλήματος, παρά την αιτία του».
Πρώιμα συμπτώματα
Από τις πρώτες περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάζονται από τη νόσο Αλτσχάιμερ είναι εκείνες που βοηθούν στη ρύθμιση του ύπνου και των κιρκάδιων ρυθμών. Ως αποτέλεσμα, άτομα που αναπτύσσουν τη νόσο μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα ύπνου ακόμη και πριν εμφανίσουν σημάδια απώλειας μνήμης ή άλλα συμπτώματα.
Εκτός από το αμυλοειδές, η άλλη κύρια πρωτεΐνη που θεωρείται ότι προκαλεί τη νόσο Αλτσχάιμερ είναι η tau. Οπως το αμυλοειδές, έτσι και η tau συσσωρεύεται στον εγκέφαλο, καταστρέφοντας τελικά τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Ενα από τα πρώτα σημεία που εμφανίζεται η συσσώρευση tau «είναι σε περιοχές του εγκεφαλικού στελέχους που είναι σημαντικές για τη ρύθμιση του ύπνου και της αφύπνισης», λέει ο Ουίνερ. «Πιστεύουμε ότι η πρώιμη εμφάνιση της πρωτεΐνης tau σε αυτές τις περιοχές διαταράσσει τους κύκλους ύπνου – αφύπνισης».
Οι διαταραχές ύπνου μπορεί να αποτελούν πρώιμο σημάδι και άλλων κοινών τύπων άνοιας. Στην άνοια με σωμάτια Lewy και στην άνοια της νόσου του Πάρκινσον, για παράδειγμα, ο ύπνος REM κάποιες φορές διαταράσσεται, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εκφράζουν σωματικά τα όνειρά τους – κάτι που μπορεί να παρατηρήσει ο σύντροφός τους, λέει η Σεσάντρι.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι είναι φυσιολογικό για τους ηλικιωμένους να κοιμούνται λίγο περισσότερο ή λίγο λιγότερο μετά τη συνταξιοδότηση ή να ξυπνούν και να πηγαίνουν για ύπνο λίγο νωρίτερα ή αργότερα από ό,τι συνήθιζαν. Εάν όμως υπάρχει μεγάλη μεταβολή, σκεφθείτε να επισκεφθείτε τον γιατρό σας ή έναν ειδικό σε θέματα ύπνου.

