Απρίλιος 1944. Αργά το βράδυ, στην οδό Ικονίου 240, στα γερμανικά της Κοκκινιάς, ο Γεώργιος Χανάς κοιμάται στο σπίτι του. Σε ένα άλλο δωμάτιο βρίσκεται η μητέρα του, Θεοδώρα. Στο ίδιο σπίτι μένουν οι δύο αδερφές του με τις οικογένειές τους, αλλά εκείνο το βράδυ δεν βρίσκονται εκεί. Ξαφνικά, μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών εισβάλλει στο σπίτι και συλλαμβάνει τον 29χρονο Χανά. Η μητέρα του προσπαθεί να τους σταματήσει, αλλά εκείνοι τη ρίχνουν κάτω. Βάζουν τον Χανά σε ένα αυτοκίνητο. Φοράει τις πιτζάμες του και ένα δαχτυλίδι και τον στέλνουν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Λίγες μέρες μετά ακολουθεί μία από τις αδερφές του. Η Ελένη, η «ατίθαση» όπως τη λένε στην οικογένεια, που είχε αντιστασιακή δραστηριότητα. Τον Μάιο ο αδερφός της επιβιβάζεται σε ένα τρένο μαζί με ακόμη 850 Ελληνες πολιτικούς κρατουμένους και ύστερα από ένα δεκαήμερο ταξίδι φτάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Αμβούργο. Εκεί χάνονται τα ίχνη του Γεωργίου Χανά και ανοίγει μια πληγή στην οικογένειά του, που δεν κλείνει για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Το τηλεφώνημα
Ογδόντα χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2025, η 68χρονη γιατρός Ρένια Κοντογεώργη λαμβάνει ένα τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούει μια ανδρική φωνή. Της συστήνεται ο καθηγητής του Εσπερινού ΕΠΑΛ του Ευόσμου Θεσσαλονίκης, Αγγελος Χοτζίδης, αλλά εκείνη δεν καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Απαντάει θετικά στην ερώτηση του καθηγητή εάν είναι συγγενής του Γεωργίου Χανά και συμπληρώνει από κεκτημένη ταχύτητα ότι χάθηκε στα 19 του χρόνια. «Της λέω δεν ήταν 19 ετών αλλά 29 όταν πέθανε, και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θυμάμαι την έκπληξή της όταν της ανακοίνωσα το νέο», λέει στην «Κ» ο κ. Χοτζίδης. Ο καθηγητής με μια μικρή ομάδα έξι μαθητών του είχαν αναλάβει να εντοπίσουν στην Ελλάδα τους συγγενείς του άτυχου Χανά στο πλαίσιο της εκστρατείας #StolenMemory των γερμανικών αρχείων Arolsen.
Η εκστρατεία έχει στόχο την ανεύρεση οικογενειών θυμάτων του Ολοκαυτώματος με οδηγό προσωπικά αντικείμενα που βρέθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας μετά τη λήξη του πολέμου. Στα Αρχεία Arolsen φυλάσσονται τα προσωπικά αντικείμενα οκτώ Ελλήνων που κρατούνταν στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Neuengamme, κοντά στο Αμβούργο. Ανάμεσά τους ήταν και το δαχτυλίδι που φορούσε ο Γεώργιος Χανάς το βράδυ της σύλληψής του.

«Τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν το όνομα του Χανά και η ημερομηνία γέννησής του. Αυτά ήταν πολύ σημαντικά για να ξεκινήσουμε», μας λέει ο κ. Χοτζίδης. Ο καθηγητής με τους μαθητές του συμμετείχαν σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που κατήρτισαν η Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών και η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας για την ανεύρεση των οικογενειών των Eλλήνων κρατουμένων. Το σχολείο τους δήλωσε συμμετοχή και οι μαθητές έγιναν για μερικούς μήνες ντετέκτιβ που σκάλιζαν δημοτολόγια και έψαχναν σε ληξιαρχεία, άνοιγαν στρατιωτικά αρχεία και αναζητούσαν πληροφορίες σε Ελλάδα και Γερμανία, προσπαθώντας να συνδέσουν το δαχτυλίδι του Γεωργίου Χανά με κάποιον συγγενή του.

«Βρήκαμε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του μέσα στα Αρχεία Arolsen. Απεβίωσε σε ένα από τα παραρτήματα του στρατοπέδου στην πόλη. Ηταν 28 Νοεμβρίου ’44 και εκεί αναφερόταν η διεύθυνσή του στον Πειραιά, λανθασμένα μεν, αλλά βρήκαμε τη σωστή», λέει ο κ. Χοτζίδης. Μέσα από έναν λαβύρινθο τηλεφωνημάτων και αιτήσεων, εμποδίων και αδιεξόδων που τελικά ξεπεράστηκαν, η ομάδα του ΕΠΑΛ έφτιαξε το οικογενειακό προφίλ του Χανά, βρήκε τα ονόματα των αδερφών του και κατέληξε τελικά μέσω και του Ερυθρού Σταυρού στη μακρινή ανιψιά του, τη Ρένια Κοντογεώργη.
«Δεν ήταν αριθμοί» – «Οταν απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Παιδείας για να εμπλέξουμε τα σχολεία σ’ αυτή την αναζήτηση, θέλαμε να καταλάβουν τα παιδιά ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς αριθμοί, αλλά πραγματικοί», τονίζει ο Γιώργος Πολυδωράκης στέλεχος του ΥΠΕΞ.
Στον τόπο του μαρτυρίου
«Ηταν τόσο μεγάλη η συγκίνηση και το σοκ, που έβγαλα αμέσως εισιτήρια και πήγα στο Αμβούργο τον Δεκαπενταύγουστο για να δω το στρατόπεδο, το αναρρωτήριο και το νεκροταφείο όπου κατέληξε. Οποιο στοιχείο μου έδωσαν το αναζήτησα», λέει στην «Κ» η κ. Κοντογεώργη. Οι διηγήσεις της οικογένειάς της για τον μακρινό θείο της έφταναν μέχρι τη σύλληψή του και θόλωναν στον θάνατό του. Δεν είχε προλάβει να παντρευτεί, ούτε είχε απογόνους. Η οικογένειά του τον αναζήτησε μετά τον πόλεμο, τόσο η αδερφή του η Ελένη, μόλις βγήκε από το Χαϊδάρι, όσο και η μητέρα της κ. Κοντογεώργη. Το μόνο που γνώριζαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού ήταν ότι πέθανε από δυσεντερία. Μετά το τηλεφώνημα του κ. Χοτζίδη, η οικογένεια έμαθε όλη την ιστορία.

«Ενιωσα ευλογημένη ότι κάνω τα τελευταία βήματα προς εκείνον που δεν το είχε κάνει κανείς από την οικογένειά μας. Ηταν ο αγαπημένος θείος της μαμάς μου, ένας πανέμορφος άνδρας στις φωτογραφίες. Και λέω ποια μοίρα είναι αυτή; Τι έγινε; Πώς το διάλεξε αυτό το άτομο να το στείλει εκεί;». Η κ. Κοντογεώργη εντόπισε το μνήμα του Γεωργίου Χανά και με την κόρη της που τη συνόδευε έκαναν μια μικρή τελετή· έπλυναν τη μικρή μαρμάρινη πλάκα με θαλασσινό νερό από τον Πειραιά και έριξαν θαλασσινό νερό από την Αλόννησο, το αγαπημένο νησί της μητέρας της, στο βαγόνι που μετέφερε κρατουμένους, όπως ο θείος της, και στέκει στο Αμβούργο για να θυμίζει τις πιο μαύρες σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας.
Στο Neuengamme κρατήθηκαν περίπου 1.080 Ελληνες, όπως μας λέει ο κ. Χοτζίδης, και επιβίωσαν οι 198. Πολλοί πέθαναν στο στρατόπεδο από τις κακουχίες, αλλά οι περισσότεροι πνίγηκαν σε ένα ναυάγιο του 1945, όταν συμμαχικά αεροσκάφη βύθισαν δύο γερμανικά πλοία που μετέφεραν 7.000 κρατουμένους.
Τα Αρχεία
Τα Αρχεία Arolsen στη Γερμανία διαχειρίζονται το αρχείο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας· συνολικά, πάνω από 30 εκατομμύρια έγγραφα που χρησιμοποιούνται κυρίως για αναζητήσεις θυμάτων και έρευνα. Η διοίκησή τους γίνεται από διεθνή επιτροπή έντεκα κρατών και την Ελλάδα εκπροσωπεί ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου ΥΠΕΞ Γιώργος Πολυδωράκης.
Διδακτική εμπειρία – «Ηταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία», λέει η Ελένη Μπουτράκη – συμμετείχε ως μαθήτρια στην έρευνα, σήμερα σπουδάζει Φαρμακολογία. «Μακάρι να διδασκόταν έτσι το μάθημα της Ιστορίας, να μπαίναμε μέσα στην Ιστορία. Θα έκανε το σχολείο πιο ενδιαφέρον».
Οπως μας λέει ο ίδιος, μέχρι σήμερα έχουν αποδοθεί σε συγγενείς δύο από τα οκτώ αντικείμενα των Ελλήνων κρατουμένων· ένα ρολόι στην εγγονή κρατουμένου που εντόπισε ανεξάρτητος ερευνητής το 2024 στο Βερολίνο, μια καδένα και ένα ρολόι τσέπης σε μια οικογένεια στη Θεσσαλονίκη που βρήκαν μαθητές από τον Ασπρόπυργο. «Οταν απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Παιδείας για να εμπλέξουμε τα σχολεία σε αυτή την αναζήτηση, θέλαμε να καταλάβουν τα παιδιά ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς αριθμοί, αλλά πραγματικοί», μας λέει.
Το δαχτυλίδι που φορούσε ο Γεώργιος Χανάς παραδόθηκε στη Ρένια Κοντογεώργη και στην οικογένειά της την Παρασκευή 28 Νοεμβρίου, στην επέτειο του θανάτου του, σε μια συγκινητική τελετή στο Μουσείο Ακρόπολης, παρουσία των «ντετέκτιβ» και του καθηγητή τους. «Με έναν τρόπο μπήκαμε στην οικογένειά τους, ήταν σαν να γνωριζόμασταν», μας είπε η Ελένη Μπουτράκη, μία από τις μαθήτριες του κ. Χοτζίδη που συμμετείχε στην έρευνα, λίγες ώρες πριν από την τελετή. Σήμερα σπουδάζει Φαρμακολογία στη Θεσσαλονίκη.
«Ηταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Μακάρι να διδασκόταν έτσι το μάθημα της Ιστορίας, να μπαίναμε μέσα στην Ιστορία. Θα έκανε το σχολείο πιο ενδιαφέρον», τονίζει. Υπάρχει όμως, λέει, ένα ακόμη μυστήριο που δεν έχει λυθεί. Μέσα στο δαχτυλίδι που φορούσε ο Γεώργιος Χανάς υπάρχει χαραγμένη μια ημερομηνία. «Είναι η 31η Ιανουαρίου 1943. Κανείς μας δεν ξέρει τι σημαίνει».

