Ολες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η χώρα μπορεί να βρεθεί μπροστά σε μια δύσκολη συνθήκη: με ένα πρώτο κόμμα που δεν θα σχηματίζει κυβέρνηση, με αποδυναμωμένα κόμματα που δεν θα μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, σε ένα εγχώριο περιβάλλον μειωμένης θεσμικής εμπιστοσύνης και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον που δεν επιτρέπει αβελτηρίες.
Είναι πολλά τα δεδομένα που συνηγορούν σε αυτή την εκτίμηση. Η πρωτιά της Ν.Δ. δεν αμφισβητείται, αλλά τα ποσοστά της απέχουν από το όριο της αυτοδυναμίας. Κανένα από τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας –σήμερα τουλάχιστον– δεν μοιάζει πιθανό να διεκδικήσει την πρώτη θέση. Τα περισσότερα κόμματα ξορκίζουν τη λογική κυβερνητικών συνεργασιών. Ενώ στις περισσότερες χώρες τα κόμματα διεκδικούν συμμετοχή στην κυβέρνηση, στη χώρα μας πολιτεύονται με βασική υπόσχεση να μη συμμετέχουν σε αυτήν. Μία ακόμη εθνική ιδιαιτερότητα…
Η τοξικότητα που έχει επανακάμψει στο πολιτικό περιβάλλον δεν αφορά μόνο τις σχέσεις των υπολοίπων κομμάτων με την κυβέρνηση, αλλά και τις μεταξύ τους. Ακόμη κι αν τα εκλογικά μαθηματικά άφηναν –θεωρητικά πάντα– περιθώριο για μια τέτοια σύμπλευση, η πολιτική χημεία των εμπλεκομένων θα την υπονόμευε στην πράξη.
Την ίδια στιγμή μπορεί να υπάρξει περαιτέρω κατακερματισμός, καθώς κυοφορείται η δημιουργία νέων σχηματισμών. Και αν το υπό εκκόλαψη κόμμα Τσίπρα ή το υπό συζήτηση κόμμα Σαμαρά αφορούν πρωτίστως μια ενδοπαραταξιακή αναδιάταξη συσχετισμών, ένα κόμμα υπό την κυρία Καρυστιανού θα είχε άλλα χαρακτηριστικά και πιθανόν διαφορετική προοπτική.
Προκύπτει συνεπώς αβίαστα ότι το σενάριο της ακυβερνησίας δεν είναι ένα τεχνητό ή «εκφοβιστικό» σχήμα λόγου, αλλά ένα πιθανό ενδεχόμενο. Που θα γίνεται πιο πιθανό όσο το πολιτικό σκηνικό δείχνει κουρασμένο, κατακερματισμένο και βυθισμένο σε μια ανεξέλεγκτη τοξικότητα.
Το ποσοστό των πολιτών που δείχνουν να ανησυχούν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου αμελητέο. Είναι λιγότερο θορυβώδες από εκείνο των φανατικών της πολιτικής και του Διαδικτύου, αλλά πιο καθοριστικό εκλογικά και μετά βεβαιότητος θα αυξάνεται στην τελική ευθεία των εκλογών. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμο το πώς τοποθετούνται τα κόμματα απέναντι σ’ αυτό το ενδεχόμενο.
Ξεκινώντας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η μέχρι σήμερα στάση τους υποδηλώνει ότι υποτιμούν τη στρατηγική διάσταση της κυβερνησιμότητας. Εξ ου και επικεντρώνονται κυρίως στην πολεμική τους κατά της κυβέρνησης. Ακόμη και κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, που κατά περιόδους έχουν διατυπώσει κάποιες προτάσεις, δεν τις συνοδεύουν με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κυβερνησιμότητας και σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες.
Τα περισσότερα από τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αποφεύγουν κάθε αναφορά στο ζήτημα, λες και υπάρχει περίπτωση να πάνε σε εκλογές χωρίς να τους τεθεί το ερώτημα τι θα κάνουν το ποσοστό που θα λάβουν.
Το μείζον για την κυβέρνηση δεν είναι να αναδεικνύει τον κίνδυνο ακυβερνησίας, αλλά να επιβεβαιώνει την ικανότητα διακυβέρνησης.
Κάποια, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή η Νέα Αριστερά, προσδοκούν τον σχηματισμό ενός ευρύτερου πόλου για να ενταχθούν σε αυτόν ως συνιστώσες του. Κάποια άλλα (ιδίως αυτά που απευθύνονται σε πιο δεξιό κοινό) δεν μπαίνουν καν σε τέτοιες συζητήσεις. Και κάποια (όπως η Πλεύση Ελευθερίας ή το Κίνημα Δημοκρατίας) μοιάζει δύσκολο να συνυπάρξουν με τον οποιονδήποτε!
Αυτός που επενδύει σε αυτή την κατάσταση είναι ο κ. Τσίπρας, όσο τουλάχιστον ελπίζει το κόμμα του να καταγράφεται στη δεύτερη θέση. Σε αυτή την περίπτωση, αυτονόητα θα κάνει ανοίγματα προς όλους, ώστε να ενώσουν δυνάμεις. Αν όμως δεν είναι δεύτερο κόμμα, μένει να φανεί αν μετά τον ρόλο του πρωθυπουργού και του αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης θα συμβιβαστεί με τον ρόλο του επικεφαλής συνιστώσας.
Πολύ κρίσιμο είναι βέβαια το πώς θα χειριστεί το όλο ζήτημα και η Ν.Δ. Ως κυβερνών κόμμα και βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος έχει κάθε λόγο να υπογραμμίζει τη σημασία της κυβερνητικής σταθερότητας.
Υπάρχει, ωστόσο, μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στη θεμιτή ανησυχία για τη δυνατότητα διακυβέρνησης και σε μια ρητορική που μπορεί να εκληφθεί ως αλαζονική. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να προκαλέσει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει. Αν όμως το ζήτημα αναδειχθεί από την ίδια την πραγματικότητα –μέσα από τις συμπεριφορές των άλλων κομμάτων, την αδυναμία συναινέσεων και τη συνολική εικόνα του πολιτικού σκηνικού– τότε λειτουργεί αυθόρμητα υπέρ της.
Αρκεί αυτό για να ανακτήσει την πολιτική δυναμική της; Οχι, η φθορά της είναι πολυπαραγοντική και αφορά συγκεκριμένες αδυναμίες ή παραλείψεις της. Θα είναι όμως ένα όπλο της στην πορεία προς τις εκλογές.
Το μείζον, συνεπώς, για την κυβέρνηση δεν είναι να αναδεικνύει τον κίνδυνο ακυβερνησίας, αλλά να επιβεβαιώνει την ικανότητα διακυβέρνησης. Κάτι που προϋποθέτει στοχοθεσία, αποτελέσματα και σχέδιο για την επόμενη μέρα, ώστε να αντιμετωπιστεί και η πολυετής κόπωση.
Αν αυτό δεν συμβεί, στο μυαλό του κόσμου η σταθερότητα θα ταυτιστεί με τη στασιμότητα, που είναι έννοια αρνητική. Ειδικά σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου σύσσωμη η αντιπολίτευση θα αντιπαραθέτει –πειστικά ή μη– το διαχρονικά πανίσχυρο αίτημα για πολιτική αλλαγή.
Αν, αντιθέτως, η κυβέρνηση πετύχει κάποιους στόχους, αν εκπέμψει το μήνυμα ότι παρά τις αδυναμίες της «κάτι γίνεται» και δεν πρέπει η χώρα να μπει σε μια γενικευμένη αστάθεια, το ζήτημα της κυβερνησιμότητας θα δημιουργήσει τη δική του εκλογική δυναμική.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

