1989: Το Κούρεμα

2' 43" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η κόμη είναι ταυτότητα. Το πώς διαχειρίζεσαι τις τρίχες στο κεφάλι και στο πρόσωπό σου είναι μια δήλωση της ατομικότητας που απευθύνεται στους άλλους – πιο εμφατική από το ένδυμα. Γι’ αυτό και το καταναγκαστικό κούρεμα εν χρω είναι μια βάναυση μορφή αποπροσωποποίησης: Ο κεκαρμένος –είτε τον κουρεύουν με την ψιλή τελετουργικά, για να τον στρατολογήσουν στον λόχο ή στο μοναστικό τάγμα, είτε τον ξυρίζουν τιμωρητικά, όπως τις γυναίκες που είχαν δοθεί στον κατακτητή– δεν ανήκει πια στον εαυτό του. Ανήκει στην κοινότητα που του αφαιρεί την όψη και τον καταλείπει κρανίο γυμνό. Πρόσωπο σβησμένο.

Το 1989 ο Σαββόπουλος κουρεύτηκε μόνος του. Ομως η πράξη του δεν ήταν μια στυλιστική εκζήτηση. Αργότερα, θα τον άκουγε κανείς να διηγείται την ανεξίτηλη εντύπωση που του είχαν αφήσει οι ξυρισμένοι τεντιμπόηδες οι οποίοι υπέμεναν τη διαπόμπευσή τους, άλλος σκυφτός, άλλος στητός. Σαν να ήθελε να δοκιμάσει αυτήν την κοινωνική μηχανική στον εαυτό του, ο Σαββόπουλος εμφανίζεται στο κοινό του δίχως την όψη με την οποία είχε αγαπηθεί – για να συστηθεί από την αρχή, με σβησμένα τα «μίλια γραμμένης ύλης» που συνιστούσαν μέχρι τότε το έργο του.

Το 1989 ήταν το πρώτο τέλος της Μεταπολίτευσης. Το ορόσημο της πολιτικής της χρεοκοπίας. Τα τείχη των μεγάλων χιμαιρών είχαν καταρρεύσει. Τα δηλητήρια της μετεμφυλιακής Ελλάδας είχαν ξοδευτεί. Ο «λαός στην εξουσία» είχε εκπέσει σε λαό-χειροκροτητή, που περίμενε τον αρχηγό να επιστρέψει «σιδερένιος», σαν πάρωρος ερωτιδέας, στο αεροδρόμιο.

Ποιος την είχε φτιάξει έτσι αυτή τη δημοκρατία; Ποιος είχε χαράξει έτσι τη μοίρα των πρώτων δεκαπέντε χρόνων της;

Ο δημιουργός ξύνει τις γραφές και εμφανίζεται στη σκηνή λείος σαν καθρέφτης. Εμείς οι ίδιοι, λέει στην πλατεία, στρώσαμε τη μοίρα μας. Εμείς, οι κωλοέλληνες. Εμείς, οι εκκρεμείς.

Δεν ήταν εύκολο να συγχωρεθεί τόση τραχύτητα. «Των συντρόφων τους θύτες, για αμνηστία οι αλήτες, τώρα διοικητές. Κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων». Η θυμωμένη καταγγελία εμπεριέχει βέβαια και την ίδια της την εκτόνωση, καθώς δίπλα στο αυτομαστίγωμα ανοίγεται και μια αγκαλιά στη «δίψυχη» γενιά του ’60, τη διαρκώς ανήλικη, που αμφιταλαντευόταν μεταξύ «συμπεριφορών ανατροπής» και «της βαθιάς ζωής της συντηρητικής».

Πού κατασταλάζει τελικά αυτό το εκκρεμές μεταξύ της απόρριψης του συλλογικού εαυτού και της συμφιλίωσης μαζί του; Τι θέλει να πει, έκθετος στα κάγκελα, ο φαλακρός κατήγορος-ποιητής;

Μέχρι να φτάσει στο τελευταίο τραγούδι του δίσκου, η αγανάκτηση και η πίκρα του έχουν ξεθυμάνει. Στον επίλογο, δεν έχει πια κουράγιο να μιλήσει για τις απάτες και τις πλάνες, για τη χύδην φτήνια της αγοράς. Αναζητεί τη θαλπωρή του καλοκαιριού – του θερμού και ανέφελου ελληνικού βίου.

Το τραγούδι έρχεται φλοισβίζοντας γλυκά. Ανοιχτό πουκαμισάκι, καρπούζι και βανίλια, υγρά στόματα και φιλιά μισολιωμένα. Ζωή νωχελική και λάγνα, όπως μπορεί κανείς να την απολαύσει σε αυτή τη άκρη του κόσμου που τη χαϊδολογάει το κύμα. Ζωή χαρισάμενη, στους κόλπους του φωτός.

Κι όμως, σε αυτή την καθαρότατη αιθρία ενεδρεύει ήδη ο θεριστής. Εκείνος με το άσπρο κράνος, που σκύβει πάνω μας με το τυφλό του χέρι. Η καυτή αράχνη του ήλιου χαράσσει στο δέρμα μας «του κάτω κόσμου το έγκαυμα». Η εκτυφλωτική λιακάδα προεικάζει τη μεγάλη νύχτα.

Αυτό το τέλος –ο σπασμός του αστεριού που ετοιμάζεται να δύσει στα κόκκινα– είναι που νοηματοδοτεί αναδρομικά όλα τα προηγούμενα: Πολιτικά πάθη και δημόσιες αμαρτίες, αγοραίες πομπές και εμφύλιοι σπαραγμοί. Τι άχρηστο ξόδεμα. Τι βλακεία. Η ζωή είναι αλλού. Είναι ακριβή γιατί τελειώνει.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT