Η μέθοδος της ανοικείωσης στη λογοτεχνία

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Αναρωτιόμουν εδώ την περασμένη Κυριακή πώς μπορεί να μιλήσει η λογοτεχνία, παραμένοντας βεβαίως λογοτεχνία, για τα φλέγοντα προβλήματα του καιρού της, τοπικά και οικουμενικά. Απαντήσεις οριστικές, γενικής ισχύος, δεν έχω, δεν θα μπορούσα να έχω. Οπως δεν μπορεί να έχει, εικάζω, όποιος εννοεί τη λογοτεχνία ελεύθερη από δόγματα. Φυσικά και δεν δικαιούται να αυτοεγκλωβίζεται σε πύργους ελεφάντινους, ενστερνιζόμενη το κέλευσμα «η τέχνη για την τέχνη» και απαρνούμενη τα πράγματα για να καθηλωθεί στα γράμματα. Την οπτική και το ύφος της, όμως, δεν της τα υπαγορεύει κανένα πνιγηρό καθηκοντολόγιο εξωλογοτεχνικής τάξεως, γιατί τότε υποβαθμίζεται σε ξερή προκήρυξη. Την καταστρέφουν οι ίδιες οι αγαθές προθέσεις της.

Η οδός του ρεαλισμού είναι η μία πιθανότητα, όμως σε χέρια ανώριμα, βιαστικά ή επιπόλαια κινδυνεύει να διολισθήσει στο μελόδραμα ή στο μανιφέστο – αλλά υποτίθεται πως ξεμπερδέψαμε πια με τον Αντρέι Ζντάνοφ. Η οδός της αλληγορίας, ή η μέθοδος της ανοικείωσης, που ξεβολεύει και τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, είναι μια δεύτερη πιθανότητα. Ή μάλλον είναι μια δυνατότητα που, αν ο γραφιάς μας είναι δοκιμασμένος, με ξεκάθαρες ιδέες και αφηγηματική ευφυΐα, οδηγεί σε όμορφα, καθ’ όλα πειστικά αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει με τη νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου «Δύο παράξενα πλάσματα» (Καστανιώτης, 2025). Είναι σαν ν’ ακούμε ένα παραμύθι εδώ. Ενα πολύ σκληρό παραμύθι όμως, όπου κανένα ευτυχές τέλος δεν ανακουφίζει το βάρος όσων έχουν προηγηθεί. Και το παραμύθι δεν το λέει κάποια καλή γιαγιά, αλλά ένα κοριτσάκι έξι ετών, η Ελένη.

Παρακολουθώ την πλούσια πεζογραφία του Ανδρέα Μήτσου, ανεπτυγμένη σε μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες, όσο περισσότερο και καλύτερα μπορώ και σχεδόν από το ξεκίνημά της. Από τις αρχές του 1991 δηλαδή, όταν και έγραψα στην «Καθημερινή» για το βιβλίο του «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού», μια συλλογή διηγημάτων που αποκάλυπτε την εντυπωσιακή ικανότητα του συγγραφέα να ενισχύει τον ρεαλισμό των λεγομένων του εμποτίζοντάς τα στο μη ρεαλιστικό, στο αλλόκοτο, στο παράδοξο, στο φαντασιακό. Οπως ακριβώς στην ποίηση δοκιμάζουμε να ενισχύσουμε την κυριολεξία αξιοποιώντας τη μαγγανεία της μεταφοράς και της μετωνυμίας.

Ο δικός του τρόπος

Αυτήν την αφηγηματική μέθοδο καλλιεργεί επί δεκαετίες ο Μήτσου. Δεν πρόκειται για μανιέρα ξεκούραστα αυτοεπιβεβαιωτική. Είναι ο δικός του τρόπος, κατακτημένος και γόνιμος. Και με αυτήν τη μέθοδο μάς αιφνιδιάζει ήδη με τις πρώτες αράδες της νέας του νουβέλας, τον χαρακτήρα της οποίας τον προσδιορίζει εμμέσως η συγγραφική αφιέρωση, προφανών σεφερικών συμπαραδηλώσεων: «Στην αδερφή μου, που ακούει καλύτερα με παραμύθια και παραβολές». Αυτοσυστήνεται λοιπόν η ηρωίδα του έργου: «Με λένε Ελένη. Ζω κι είμαι τώρα μια μεγάλη γιαγιά. Το ότι ζω δεν μπορώ να το εξηγήσω, αφού θυμάμαι πως πέθανα, πως έφυγα από τον κόσμο όταν ήμουνα έξι χρόνων». Μια παράξενη άνοδος από τον Αδη, κάπως σαν αντίστροφη Νέκυια.

Από τον κόσμο, έναν εξαιρετικά σκληρό και μισαλλόδοξο κόσμο, η Ελένη είχε φύγει, προς τον ουρανό, καβάλα σ’ ένα θεόρατο πουλί, τον Στρούθο. Μια στρουθοκάμηλο που κατάφερε να ξεφύγει από το εκτροφείο, στη νήσο Νίσυρο, και να γίνει η αγαπημένη συντροφιά της Ελένης. Σαν «παράξενο πουλί» αυτοπροσδιορίζεται το κοριτσάκι, η δε «μαμά» της η Ευτέρπη, η αδερφή της μάνας της στη ληξιαρχική πραγματικότητα, την αποκαλεί «παραϊλό», παραλοϊσμένο. Ο λόγος; «Ο,τι παράξενο και να ‘βλεπα, εγώ το θεωρούσα φυσιολογικό, αφού κι εγώ ένα παράξενο πλάσμα ήμουν».

Η αγάπη και το μίσος, αυτές οι δύο δυνάμεις, συγκρούονται και στην ηφαιστειακή Νίσυρο. Η μικρή Ελένη μαθαίνει πρώτα από τη θεία της τη λέξη «μισαλλοδοξία» και λίγο αργότερα τη βλέπει πραγματωμένη, όταν το πλήθος ορμάει αγριεμένο καταπάνω στη «μάγισσα» Ευτέρπη, στον Στρούθο και στην ίδια τη μικρή.

Η Ελένη καταλάγιαζε τον φόβο της τραγουδώντας. Μόλις όμως καταλαβαίνει ότι ο Στρούθος «φουσκώνει, αυξάνεται και ψηλώνει όλο και πιο πολύ» ακούγοντάς την, αρχίζει πια να τραγουδάει από χαρά. Η αγάπη και η ομορφιά της φτερώνουν και μεγαλώνουν τον Στρούθο. Το αρνητικό, απεχθές αντίστοιχο αυτής της υπέρμετρης διόγκωσης το ζωγραφίζει ο Ομηρος στην «Ιλιάδα». Εκεί όμως ο συντελεστής της διόγκωσης είναι το μίσος, όχι η αγάπη. Η Ερις, η αδερφή και σύντροφος του φονικού Αρη, είναι «ολίγη» στην αρχή, γρήγορα όμως γίνεται τεράστια, με τα πόδια της να πατούν στη γη και το κεφάλι της να στηρίζει τον ουρανό.

Η αγάπη και το μίσος, αυτές οι δύο δυνάμεις, συγκρούονται και στην ηφαιστειακή Νίσυρο. Η μικρή Ελένη μαθαίνει πρώτα από τη θεία της τη λέξη «μισαλλοδοξία» και λίγο αργότερα τη βλέπει πραγματωμένη, όταν το πλήθος ορμάει αγριεμένο καταπάνω στη «μάγισσα» Ευτέρπη, που «πεθαίνει στα χέρια τους», από την καρδιά της, στον Στρούθο και στην ίδια τη μικρή. Και βέβαια καταπάνω στις φυλακισμένες στρουθοκαμήλους του εκτροφείου, που τις σφαγιάζει, για το βρώσιμο κρέας τους και για τα πούπουλά τους, προορισμένα να γεμίζουν «μαξιλάρια πολυτελείας» ή να κοσμούν «παρδαλά καπέλα». Και τότε έρχεται η τραγική αποκάλυψη. Περπατώντας παραλοϊσμένη, και έχοντας στην αγκαλιά της τον Στρούθο, μικρούλη πια από τον τρόμο, η Ελένη συναντάει στη μεγάλη παραλία, «στον πάτο του ηφαιστείου», αναρίθμητα πτώματα. Ηταν «άντρες μελαχρινοί, μικρά παιδιά με βοστρυχωτά μαλλιά» και «γυναίκες ολόκληρες γαλάζιες, ολόγυμνες, ίδιες γοργόνες». Οι θαλασσοπνιγμένοι πρόσφυγες των πολέμων, της ανέχειας και της ανελευθερίας, που επικυρώνουν για μυριοστή φορά τον οδυνηρό στίχο του Αισχύλου, στον «Αγαμέμνονα», για «το Αιγαίο που ανθεί νεκρούς».

«Πνιγμένες οι γοργόνες στις αφιλόξενες θάλασσες, και οι μύθοι σου όλοι ξεβρασμένα πτώματα σε μια έρημη παραλία», λέει η Ελένη. Ανάμεσά τους και ο μύθος για την εκ γονιδίων ή εκ παραδόσεως και κουλτούρας φιλόξενη Ελλάδα, που αρνείται το άσυλο ακόμα και σε ανθρώπους προερχόμενους από εμπόλεμες χώρες.

Πλούσιο βάθος

Οταν τελειώνοντας ένα βιβλίο σκέφτεσαι πως η ιστορία του δεν θα μπορούσε να ειπωθεί αλλιώς, είσαι σίγουρος ότι διάβασες ένα κείμενο γερά συγκροτημένο, προκλητικά τολμηρό, αυτοσυνεπές και με πλούσιο βάθος, που το αναδεικνύουν πληρέστερα οι μετά την πρώτη αναγνώσεις. Αυτό συμβαίνει με τα «Δύο παράξενα πλάσματα», την πυκνή παραβολή του Μήτσου, που, όπως ταιριάζει στην όντως λογοτεχνία, προϋποθέτει αναγνωστική εγρήγορση.

Να ξαναπώ πως όταν ξεκινάμε ένα καινούργιο κείμενο, δεν είμαστε εκ των προτέρων βέβαιοι ούτε ποιο δρόμο θα πάρουμε ούτε ποιο το τέρμα του. Με τον δικό του τρόπο το έχει πει και ο Μήτσου αυτό, σε συνέντευξή του πέρυσι τέτοιον καιρό στον Στέλιο Παπαγρηγορίου, για το CNN Greece: «Εάν η “ιστορία” μου θα πάρει την έκταση ενός διηγήματος, μιας νουβέλας ή ενός μυθιστορήματος, δεν εξαρτάται από εμένα, αφ’ εαυτής περιδινίζεται, όσο να λάβει σχήμα, μορφή». Είμαστε παιδιά της γραφής μας. Οχι πατέρες της.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT