Πολιτικό δεν σε κάνει το κόμμα. Μπορεί η πολιτική σου παρέμβαση να μην έχει ενδυθεί το σχήμα του οργανισμού που διεκδικεί απευθείας την ψήφο. Κι ωστόσο να επηρεάζεις τα πολιτικά πράγματα πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι οι περισσότεροι επαγγελματίες της συμβατικής πολιτικής.
Αυτό συμβαίνει ήδη εδώ και σχεδόν δύο χρόνια με τη Μαρία Καρυστιανού. Τυπικά, ο μόνος της ρόλος είναι αυτός της προέδρου του συλλόγου των συγγενών θυμάτων Τεμπών. Η διαρκής εκστρατεία της όμως –με ομιλίες, συναυλίες, συνεντεύξεις, αναρτήσεις και παραστάσεις διαμαρτυρίας– ασκεί επιρροή, και δη με έναν λόγο που δεν περιορίζεται στις ενστάσεις για τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Με ένα λόγο οξύ, που βάλλει συνολικά κατά του «συστήματος», το οποίο παρουσιάζει σε κατάσταση «σήψης» (sic) δίχως επιστροφή.
Η ίδια προβάλλει πλέον αυτή την επιρροή και αριθμητικά, μιλώντας εξ ονόματος ενός «25%». Το ποσοστό προκύπτει από τη δημοσκόπηση που επιχείρησε να μετρήσει την πιθανή απήχηση μιας δικής της πολιτικής πρωτοβουλίας.
Κόμμα δεν θα κάνει, λέει. Αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να επικαλείται την περίμετρο ενός κόμματος, σαν να ήταν ήδη κατασταλαγμένο πολιτικό μέγεθος. Από τη μία, διαισθάνεται ότι η άμεση εμπλοκή στην κομματική αντιπαράθεση θα της στερούσε συμβολικό κεφάλαιο. Από την άλλη, μετέχει σε αυτή την αντιπαράθεση εξ αποστάσεως, ως δημοσκοπική ποσότητα.
Οπως κι αν βλέπει κανείς την Καρυστιανού –με το ένα πόδι μέσα ή με το ένα πόδι έξω από την κομματική αρένα– δύσκολα θα αμφισβητήσει ότι αποτελεί την πιο πειστική έκφραση του αντισυστημικού ρεύματος που ούτε άρχισε με τα Τέμπη ούτε εξαντλείται σε αυτά.
Παρεμβάσεις που επηρεάζουν την πολιτική περισσότερο από τα κόμματα.
Υπάρχει όντως πολύ μεγάλη ζήτηση για δοχεία αυτού του συναισθήματος – ότι όλα είναι σημαδεμένα, ότι οι θεσμοί δεν λειτουργούν, ότι η πλατεία μπορεί να δικάσει πιο αυθεντικά από τη Δικαιοσύνη. Υπάρχει ζήτηση σε αυτόν τον χώρο, αλλά υπάρχει και πολύ μεγάλη προσφορά, από αμφότερες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Ενα κόμμα Τεμπών θα μπορούσε να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες αντισυστημικές δυνάμεις, αντλώντας ψήφους και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Δεν θα αξίωνε, όμως, να διεισδύσει στο δεύτερο ημισφαίριο του εκλογικού σώματος: Σε εκείνους που δεν ψηφίζουν τιμωρητικά, αλλά προσέρχονται στο παραβάν με το ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος για τη δουλειά».
Ετσι, το «φαινόμενο» που αναλύεται εσχάτως με όρους πολιτικής μετεωρολογίας –θα βρέξει, δεν θα βρέξει– αφορά το ακροατήριο που τώρα διαχέεται σε πολλά μικρά σχήματα διαμαρτυρίας.
Δεν αφορά το μέρος εκείνο του εκλογικού σώματος που σχημάτισε τις πλειοψηφίες στις αναμετρήσεις του 2019 και του 2023. Εκεί ακόμη δεν υπάρχει ανταγωνισμός.

