Πριν από λίγες εβδομάδες δημοσιεύθηκε μια δημοσκόπηση αρκετά ενδεικτική του πολιτικού κλίματος που διαμορφώνεται.
Στο ερώτημα εάν ο κόσμος συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό, η αποδοχή ήταν στο 37%. Στις επιμέρους ερωτήσεις για τα μέτρα που είχαν ληφθεί (προσωρινή αναστολή χορήγησης ασύλου, κράτηση σε κλειστά κέντρα, περισσότερες απελάσεις κ.λπ.) το ποσοστό αποδοχής ξεπερνούσε το 70%. Ο κόσμος συμφωνούσε συντριπτικά με τα μέτρα που ελήφθησαν, αλλά όταν στην ερώτηση έμπαινε η λέξη «κυβέρνηση» το ποσοστό αποδοχής της συγκεκριμένης πολιτικής έπεφτε στο μισό.
Σε ποιοτικές έρευνες το φαινόμενο αυτό αποτυπώνεται ακόμη πιο συχνά. Πολίτες που αναγνωρίζουν ότι σε αρκετούς τομείς «κάτι γίνεται», εμφανίζονται πολύ πιο επικριτικοί απέναντι στην κυβέρνηση όταν την αξιολογούν συνολικά.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι η κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον ενός ορατού κινδύνου. Να μιλάει εις ώτα μη ακουόντων. Να λέει και να κάνει πράγματα που ο κόσμος θεωρεί σωστά, αλλά αυτό να μην αποδίδει όσο θα μπορούσε, καθώς κατισχύει ένας διάχυτος αρνητισμός.
Είναι αρκετοί οι λόγοι που τροφοδοτούν αυτή την «γκρίνια». Πρώτος και βασικότερος η ακρίβεια. ∆ημιουργεί ένα υπόστρωμα δυσαρέσκειας, που υπονομεύει τα όποια θετικά μηνύματα. Είναι η κόπωση μετά έξι και πλέον χρόνια διακυβέρνησης. Είναι οι χαμηλές επιδόσεις που καταλογίζουν οι πολίτες στην κυβέρνηση, σε ζητήματα διαφάνειας και θεσμικής λειτουργίας.
Ολα αυτά σωρευτικά, αλλά και το γεγονός ότι η κυβέρνηση δέχεται συνεχώς μια αμφίπλευρη πίεση, δημιουργούν μια επικίνδυνη συνθήκη για εκείνη. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον η πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να εντοπίσει και να απευθυνθεί αποτελεσματικά στο κοινό που δεν έχει κλειστά αυτιά, αλλά είναι διατεθειμένο να την ακούσει.
Ποιο είναι αυτό το κοινό; Είναι οι ψηφοφόροι που ψήφισαν Ν.Δ. το 2019 και το 2023, σήμερα δηλώνουν δυσαρεστημένοι, αλλά δεν έχουν μετακινηθεί οριστικά προς άλλο κόμμα. Είναι πιο μετριοπαθείς πολίτες που ενοχλούνται από την υπέρμετρη τοξικότητα στον δημόσιο λόγο.
Είναι πραγματιστές ψηφοφόροι, δυσαρεστημένοι κυρίως για τους λόγους που αναφέρθηκαν και λιγότερο λόγω ιδεολογικών «αποκλίσεων». Είναι πολίτες που θεωρούν ότι η κυβέρνηση δεν έχει κάνει όσα ήθελαν, αλλά όχι ότι δεν έχει γίνει τίποτα.
Το κρίσιμο για τη Ν.Δ. είναι όσα ανακοινωθούν στη ΔΕΘ να μη μοιάζουν με αποσπασματικές εξαγγελίες, αλλά να είναι μέρος ενός ευρύτερου αφηγήματος που δημιουργεί προσδοκίες και για τη συνέχεια.
Είναι μισθωτοί και επαγγελματίες από όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Με εξαίρεση τους συνταξιούχους όπου η κάμψη της Ν.Δ. είναι κάπως μικρότερη, η φθορά της είναι οριζόντια, διαπίστωση που επιβεβαιώνει ότι δεν είναι απόρροια επιμέρους μέτρων αλλά ευρύτερης δυσαρέσκειας.
Η παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ αντιμετωπίζεται ως ορόσημο στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει τον έλεγχο της ατζέντας και την πολιτική δυναμική της. Αυτό φαινόταν να συμβαίνει μετά τον ανασχηματισμό του περασμένου Μαρτίου και το μικρό πακέτο μέτρων λίγο πριν από το Πάσχα, όταν επί τρεις μήνες ανέβαινε δημοσκοπικά, πριν το κλίμα επιδεινωθεί ξανά για εκείνην λόγω της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι προσδοκίες από τις εξαγγελίες της ΔΕΘ μοιάζουν σήμερα ακόμη μεγαλύτερες. Τα μέτρα που θα ανακοινωθούν δεν είναι ακόμη γνωστά. Τα μηνύματα που θα συγκροτήσουν το κυβερνητικό αφήγημα μοιάζουν ωστόσο ξεκάθαρα: Καλή πορεία της οικονομίας, μέτρα που αποδίδουν, βελτίωση που πλέον επιστρέφει στην κοινωνία. Μετάβαση από την «ευημερία των αριθμών» σε εξατομικευμένα οφέλη για τους πολίτες.
Το πώς θα αξιολογηθούν οι εξαγγελίες μένει να φανεί. Η αντιπολίτευση θα πλειοδοτήσει, αλλά δύσκολα θα πει κάποιος ότι μέτρα στήριξης ή ελάφρυνσης κάποιων δισ. ευρώ δεν τον βρίσκουν σύμφωνο.
Το κρίσιμο για τη Ν.Δ. είναι όσα ανακοινωθούν στη ΔΕΘ να μη μοιάζουν με αποσπασματικές εξαγγελίες, αλλά να είναι μέρος ενός ευρύτερου αφηγήματος που δημιουργεί προσδοκίες και για τη συνέχεια. Ενα βασικό ζητούμενο για κάθε κυβέρνηση πολλών ετών είναι να μην εγκλωβιστεί στη διαχείριση, αλλά να δείξει ότι έχει σφυγμό και σχέδιο. Και φυσικά ενσυναίσθηση. Αν δεν πείσει γι’ αυτά, ο κόσμος θα εισπράξει τα οφέλη από τα όποια μέτρα και μετά θα της γυρίσει την πλάτη. Οπως ακριβώς συνέβη και με τα μέτρα Τσίπρα παραμονές των ευρωεκλογών του 2019.
Σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση των μέτρων, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να ανακαλύψει την πυρίτιδα. Στις εκλογές του 2023 κέρδισε επειδή η πολιτική της ήταν ισορροπημένη. Αλλαγές στο κράτος και κινήσεις ενδυνάμωσης της χώρας, αλλά και δράσεις στήριξης πιο ευάλωτων ομάδων. Με αυτή τη στρατηγική συσπείρωσε την παραδοσιακή βάση της, αλλά και μπόρεσε να συνάψει νέες κοινωνικές συμμαχίες με εισροές από όλο το πολιτικό φάσμα.
Το ζητούμενο για τη Ν.Δ. είναι να διατηρηθεί το εύρος εκείνης της συμμαχίας και τα προτάγματά της. Να επικαιροποιηθούν τα μέσα και τα μηνύματα, αλλά όχι η λογική της συγκρότησής της. Ο δε λόγος της να έχει ως επίκεντρο τη χώρα και τους πολίτες, όχι την εσωτερική πολιτική σύγκρουση. Αυτό πρέπει να το αντιληφθεί και η αντιπολίτευση, ειδικά εκείνη που έχει «κυβερνητικές» φιλοδοξίες.
Στο τέλος της ημέρας, το βασικό ζητούμενο για τη μεγάλη πλειοψηφία είναι πώς θα ζει καλύτερα σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας. Oποιος το περιγράψει αυτό με την κατάλληλη γλώσσα, το σωστό ύφος και την απαραίτητη ενσυναίσθηση, θα έχει το πάνω χέρι στην πολιτική αντιπαράθεση. Ιδίως αν έχει και κάποια χειροπιαστά πράγματα να παρουσιάσει.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

