Ο Τσίπρας είναι αυτό που του συνέβη. Ο λόγος του να υπάρχει και να μιλάει είναι και θα είναι πάντα το ’15. Στη νέα εκδοχή του παρελθόντος του που αρνείται να παρέλθει –στη συνέντευξή του στη Monde– ο πρώην πρωθυπουργός λανσάρει μια νέα εκδοχή αυτοδικαίωσης: Δεν «του συνέβη» το αδιέξοδο. Το προκάλεσε ο ίδιος, ενεργητικά, ως «δραματοποίηση».
Εχει, εν μέρει, δίκιο. Το προκάλεσε. Αλλά δεν το είχε καταστρώσει. Εξαπέλυσε το δράμα, αλλά δεν είχε τον σκηνοθετικό του έλεγχο.
Το δημοψηφισματικό διάβημα δεν ήταν τάχα η κορύφωση μιας στρατηγικής, αλλά το μοιραίο τέλος ενός ιλίγγου: Πήδηξε, απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει, και οι εταίροι τον άφησαν ατάραχοι να βρεθεί στο κενό, μέχρι να αρχίσει να φωνάζει «βοήθεια» από το πάτο της αβύσσου.
Θα ήταν, βέβαια, φάρσα. Αλλά δεν είχε πηδήξει μόνος.
Αυτή η συζήτηση, όμως, για το πώς επιχειρήθηκε τότε το μεγάλο σάλτο και το πόσα τραύματα άφησε η προσγείωση μετά την περιστροφή στον αέρα, είναι πλέον μπανάλ.
Ακόμη κι αν πιστέψει κανείς στο επαναλανσάρισμα του Τσίπρα ως πανούργου «δραματοποιού», δεν μπορεί να αγνοήσει ότι όλες οι απόπειρές του να επανεμφανιστεί στη σκηνή λειτουργούν ως αναζωπυρώσεις του παρελθόντος (του).
Δεν συμβαίνει μόνο με τον Τσίπρα. Συμβαίνει με όλους τους «πρώην», που δοκιμάζουν τα νερά για την επιστροφή τους. Κάθε λόγος τους είναι μια θρυαλλίδα υποτροπής στο τι έκαναν και τι δεν έκαναν επί των ημερών τους, αν είχαν δίκιο ή άδικο, αν η εποχή τους τούς φέρθηκε χειρότερα απ’ ό,τι της φέρθηκαν.
Δεν θα είχε αυτή η παρελθοντολογία τόσο κεντρική θέση στη δημόσια ζωή, αν δεν υπήρχε ζήτηση για εναλλακτικές έναντι της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης, που βαραίνει πια από τη φθορά της.
Οι μόνες όμως «εναλλακτικές» που προσφέρονται έχουν δραπετεύσει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Η «ελπίδα» της Κεντροαριστεράς είναι ένα πολιτικό πρόσωπο που έχει αποδοκιμαστεί όχι μόνον ως πρωθυπουργός, αλλά και, ακόμη δεινότερα, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Τσίπρας εμφανίζεται έτσι περισσότερο ως σύμπτωμα του προβλήματος παρά ως λύση του. Εμφανίζεται ως μέρος ενός πολιτικού συστήματος ανίκανου να ανανεωθεί – ικανού μόνο να μετατρέπει την αμηχανία του για το μέλλον σε ινστιτούτα.
Αν οι εφεδρείες και οι «εναλλακτικές» της πολιτικής ζωής εξαντλούνται στην απόψυξη ενός πολιτικού που στα πενήντα του βρέθηκε ήδη στην ανάγκη να γράφει τα απομνημονεύματά του, τότε η χώρα είναι καταδικασμένη να πορευτεί σαν τον άγγελο του Μπένγιαμιν: Κινείται με την πλάτη προς το μέλλον, κοιτώντας μόνο τα ερείπια που έχει συσσωρεύσει.
Εταίροι
Οποιος θέλει όλη την ιστορία, ας περιμένει να βγουν πρώτα και τα απομνημονεύματα του Καμμένου.
Παραπέτασμα
Μπόνους στρατολόγησης: 25.000 ευρώ. Μισθός: 2.000 ευρώ. Κι αν τύχει στο μέτωπο, όπως συχνά τυχαίνει, να μην τα καταφέρεις, οι οικείοι σου θα λάβουν 30.000 ευρώ. Σε μια χώρα όπου το μέσο μηνιαίο εισόδημα είναι λίγο πάνω από 700 ευρώ, δεν ακούγεται κακή ιδέα να ρισκάρεις, ιδίως όταν ξέρεις ότι, αν επιβιώσεις, θα δικαιούσαι σύνταξη βετεράνου. Ιδίως, αν ακούς τα κρατικά μέσα «ενημέρωσης» (σε ένα περιβάλλον που δεν έχει κανονικά μέσα ενημέρωσης) να κηρύττουν ότι «κανένας άλλος λαός δεν ξέρει να αποδέχεται τον θάνατο, όπως οι Ρώσοι· δεν φοβόμαστε τον θάνατο γιατί είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτος» (Βλαντίμιρ Σολοβιόφ). Οι σποραδικές αναφορές από τις ανταποκρίσεις των δυτικών media μέσα από τη Ρωσία εξηγούν ώς ένα βαθμό πώς οικοδομεί ο Πούτιν «το στρατηγικό του πλεονέκτημα». Η περιλάλητη ισχύς του στο πεδίο βασίζεται σε ένα μοντέλο «ανάπτυξης» όπου το πετρέλαιο μπορεί να χρηματοδοτεί επιδόματα θανάτου για τους νέους άνδρες της ρωσικής ενδοχώρας. Τη Ρωσία του Πούτιν, πίσω από το αυτοκρατορικό της παραπέτασμα, δεν τη βλέπουμε. Θα τη μάθουμε σε πενήντα χρόνια.

