Η διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού είναι δύσκολη άσκηση για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η εξισορρόπηση ανάμεσα στις πεποιθήσεις (όποιες κι αν είναι αυτές) και στο εφικτό δεν είναι καθόλου εύκολη, ιδίως για όσους έχουν κυβερνητικές ευθύνες και πρέπει να συνεκτιμήσουν όλες τις διαστάσεις του προβλήματος.
Δυσκολίες συναντούν οι κυβερνήσεις τόσο της Κεντροαριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς. Η Κεντροαριστερά σε αρκετές περιπτώσεις υποτίμησε το ζήτημα, κατέβαλε μεγάλο εκλογικό κόστος και αποξενώθηκε από προνομιακά εκλογικά της ακροατήρια. Ενώ δυσκολίες είχαν και πολλές κεντροδεξιές κυβερνήσεις, καθώς είχαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη «θεσμικότητα» που πρέπει να επιδεικνύουν ως κόμματα εξουσίας και τη διαχείριση τής, κατά κανόνα συντηρητικής, εκλογικής τους βάσης. Η υποχώρηση πολλών παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων προς όφελος κομμάτων της ριζοσπαστικής Δεξιάς έχει συντελεστεί με καταλύτη το μεταναστευτικό. Γι’ αυτό και όλα σχεδόν τα παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα έχουν τελευταία «σκληρύνει» τη στάση τους πάνω στο ζήτημα.
Στην Ελλάδα, έπειτα από μια περίοδο που το προσφυγικό – μεταναστευτικό ήταν χαμηλά στη δημόσια ατζέντα, επανήλθε στην επικαιρότητα λόγω της αύξησης των μεταναστευτικών ροών στα νότια της Κρήτης και των τεκταινομένων στη Λιβύη.
Εγείρεται συνεπώς το ερώτημα αν θα μπορούσε η έξαρση του προσφυγικού – μεταναστευτικού να λειτουργήσει ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ας δούμε τα δεδομένα:
Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την είσοδο προσφύγων – μεταναστών, με τη στάση αυτή να διαπερνά οριζόντια όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν έχει λάβει –όχι ακόμη τουλάχιστον– τις διαστάσεις που έχει σε άλλες χώρες. Τροφοδοτείται ενίοτε από την επικαιρότητα, αλλά δεν είναι σταθερά ψηλά στις ανησυχίες του κόσμου, εξ ου και δεν έχει καταστεί μόνιμη πολιτική διαιρετική τομή, στον βαθμό άλλων χωρών.
Επιπλέον, η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να κατηγορηθεί για «ανεκτική» στάση, όπως συνέβη π.χ. με τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες την περίοδο Μέρκελ.
Η υιοθέτηση μιας σαφώς πιο «σκληρής» γραμμής το τελευταίο διάστημα, αλλά και κάποια παλαιότερα γεγονότα –με σημαντικότερη την κρίση στον Εβρο– δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.
Στο εσωτερικό, επίσης, της Ε.Ε. η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που σήμερα θέλουν μια πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική.
Οι δε επικρίσεις που συχνά δέχεται η Ελλάδα –κατ’ επέκταση και η κυβέρνησή της– για μια σειρά ζητημάτων, είτε από κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς είτε από οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο του μεταναστευτικού, επίσης διαμορφώνουν εντυπώσεις στην ίδια κατεύθυνση. (Το πώς βέβαια επιδρούν αυτές οι επικρίσεις στη συνολική εικόνα της χώρας είναι άλλο, σοβαρό, ζήτημα…).
Δεδομένης λοιπόν της κοινής γνώμης, που θέλει πιο «σκληρή» γραμμή στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, το όλο ζήτημα δεν φαίνεται να αποτελεί προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης για την κεντροαριστερή και αριστερή αντιπολίτευση, που γενικά θεωρείται πιο «ανεκτική» απέναντι στο ζήτημα. Το αντίθετο θα λέγαμε…
Κριτική βέβαια δέχεται η κυβέρνηση από τα κόμματα στα δεξιά της, τη Φωνή Λογικής, κυρίως, αλλά και την Ελληνική Λύση (αν η συγκεκριμένη δεν είναι τυπική περίπτωση κόμματος της ριζοσπαστικής Δεξιάς).
Η κριτική τους θα μπορούσε να είναι πιο επικίνδυνη για την κυβέρνηση, συναντάει όμως και αυτή κάποιες δυσκολίες ως προς το πολιτικό «διά ταύτα».
Ακριβώς επειδή η κυβέρνηση δεν αφήνει χώρο για «ιδεολογικού» τύπου αντιπολίτευση, η κριτική των «δεξιών» κομμάτων επικεντρώνεται κυρίως στην επιχειρησιακή διάσταση του ζητήματος. Είναι συνεπώς αντιμετωπίσιμη αν η κυβέρνηση λάβει κάποια μέτρα σε πιο «σκληρή» κατεύθυνση. Το γεγονός δε ότι το μεγάλο πρόβλημα των συγκεκριμένων κομμάτων είναι το ότι δεν έχουν τα ίδια ισχυρή «κυβερνητική» εικόνα, τα δυσκολεύει να πείσουν ότι μπορούν να διαχειριστούν επιχειρησιακά ένα τόσο σύνθετο ζήτημα.
Υπάρχει επίσης μια παράμετρος που δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα. Μολονότι τα κόμματα αυτά σηκώνουν ψηλά το θέμα της μετανάστευσης, οι θέσεις των πολιτικών ομάδων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν συμβαδίζουν πάντα με πάγιες ελληνικές θέσεις.
Η Ελλάδα θέλει το βάρος της διαχείρισης του μεταναστευτικού να μοιράζεται σε όλες τις χώρες, ώστε να μη δέχονται την πίεση μόνο οι χώρες υποδοχής. Τόσο η ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ΕCR), στην οποία ανήκει η Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου, όσο και Οι Πατριώτες, στην οποία ανήκει η Φωνή Λογικής της κ. Λατινοπούλου, είναι εναντίον των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών, επιμένοντας οι αποφάσεις για αυτά τα θέματα να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που αν αναδειχθεί η πολιτική πίεση θα μπορούσε να αντιστραφεί.
Επιστρέφοντας στο ερώτημα, λοιπόν, αν θα μπορούσε το προσφυγικό – μεταναστευτικό να λειτουργήσει ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων, η απάντηση είναι ότι κάτι τέτοιο –στην παρούσα φάση τουλάχιστον– δεν μοιάζει πολύ πιθανό. Μια κακή διαχείριση θα πλήξει ασφαλώς την κυβέρνηση και θα ενισχύσει τα κόμματα που αναδεικνύουν το ζήτημα. Οχι όμως στον βαθμό που θα μπορούσε να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς ή τις βασικές πολιτικές και εκλογικές ιεραρχήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι πολιτικές επιπτώσεις του προσφυγικού – μεταναστευτικού συνδέονται με τη συνειδητοποίηση όλων των διαστάσεών του – οικονομικών, γεωπολιτικών, πολιτιστικών, φυσικά νομικών κ.ά. Η διαχείρισή του με τρόπο που να προστατεύει την κοινωνική συνοχή και παράλληλο σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα δεν είναι εύκολη. Είναι όμως μονόδρομος για μια χώρα που η εξωτερική της πολιτική εδράζεται στην ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου, σε όλους τους τομείς. Αν όλες οι παράμετροι γίνουν κατανοητές, οι όποιες λαϊκιστικές –και ενίοτε επικίνδυνες– υπεραπλουστεύσεις θα είναι λιγότερο ελκυστικές.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

