Η επιδίωξη μιας τρίτης συνεχόμενης εκλογικής νίκης είναι κατά κανόνα η δυσκολότερη. Η κόπωση και η φθορά έχουν αυξηθεί. Οι ψηφοφόροι, μετά δύο φορές που σε εμπιστεύθηκαν, θεωρούν ότι σου έχουν δώσει τον χρόνο και τις ευκαιρίες που έπρεπε. Οι υποσχέσεις για την επόμενη ημέρα ακούγονται πιο δύσκολα ύστερα από χρόνια διακυβέρνησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι για πολλές δεκαετίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές δυτικές χώρες, ο κυβερνητικός κύκλος συνήθως διαρκούσε δύο θητείες.
Στη χώρα μας, μεταπολεμικά, κανένας πολιτικός δεν κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογές. Μόνη εξαίρεση ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις εκλογές 1956, 1958,1961, οι οποίες όμως διεξήχθησαν σε μικρότερη χρονική απόσταση μεταξύ τους, αφού καμία τετραετία δεν ολοκληρώθηκε. Στη Μεταπολίτευση, το μόνο κόμμα που κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογές ήταν το ΠΑΣΟΚ (1993, 1996, 2000), με τη βασική παράμετρο βέβαια της αλλαγής ηγεσίας, από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Κώστα Σημίτη το 1996.
Υπάρχουν, φυσικά, αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες που κέρδισαν τρεις ή και περισσότερες συνεχόμενες εκλογές. Μάργκαρετ Θάτσερ, Χέλμουτ Κολ, Φελίπε Γκονζάλες, Καβάκο Σίλβα, Τόνι Μπλερ, Ανγκελα Μέρκελ, ο εν ενεργεία Βίκτορ Ορμπαν κ.ά. απαρτίζουν μια λίστα πολιτικών που ξεπέρασαν τα όρια των δύο συνεχόμενων θητειών.
Πριν από λίγες ημέρες, ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε τη φιλοδοξία να μπει κι εκείνος στη λίστα, δηλώνοντας ότι θα διεκδικήσει μια τρίτη πρωθυπουργική θητεία. Ας δούμε τις προϋποθέσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος, ξεκινώντας από τις δυσκολίες.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει πλέον σαφής φθορά της εικόνας της κυβέρνησης. Οι δείκτες ατομικής και συλλογικής αισιοδοξίας, πολιτικής – οικονομικής εμπιστοσύνης, αλλά και ο βαθμός ικανοποίησης σε κάποιους κρίσιμους τομείς έχουν επιδεινωθεί. Η πίεση που ασκείται στη Ν.Δ. είναι αμφίπλευρη, από περισσότερα μάλιστα του ενός κόμματα. Οι δε εκλογικές δεξαμενές της Ν.Δ. μοιάζει να στενεύουν. Οι εισροές από το Κέντρο έχουν πλέον περιοριστεί, ενώ ένα μέρος των διαρροών προς τα «δεξιά» της έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και δύσκολα θα επανέλθει.
Το ηλικιακό χάσμα στη διαστρωμάτωση της ψήφου επίσης λειτουργεί αρνητικά για τη Ν.Δ., καθώς το εκλογικό σώμα μεταβάλλεται, οριακά έστω, εις βάρος της. Η δε ακρίβεια, που παραμένει το σημαντικότερο πρόβλημα όλων, δυσκολεύει την καθημερινότητα των νοικοκυριών και λειτουργεί υπονομευτικά για όλη την κυβερνητική ατζέντα.
Υπάρχουν πάντως και δεδομένα που συνηγορούν θετικά στην επιδίωξη του κ. Μητσοτάκη. Παρά τη φθορά της, η Ν.Δ. εξακολουθεί να είναι πρώτο κόμμα και με σημαντική διαφορά. Τους τελευταίους τρεις μήνες, μάλιστα, μετά την ανάληψη κάποιων πρωτοβουλιών (ανασχηματισμός, οικονομικά μέτρα, σειρά νομοσχεδίων κ.λπ.), έχει ξανά ανοδική τάση.
Το βασικό ζητούμενο σήμερα για τη Ν.Δ. και τον πρωθυπουργό είναι να δείξουν ότι δεν αρκούνται στο «συνεχίζουμε», αλλά ότι διαμορφώνουν την ατζέντα μιας «νέας εντολής».
Το εύρος εκλογικής επιρροής της Ν.Δ., αν και μειωμένο, είναι ακόμη υψηλό. Οι διαρροές της κατευθύνονται προς την «γκρίζα ζώνη» και όχι προς άλλα κόμματα, άρα δεν είναι –ακόμη– ντε φάκτο χαμένες. Ενώ το «φιλικό» προς εκείνη εκλογικό σώμα (μεγαλύτερες ηλικίες) έχει υψηλότερη συμμετοχή στις εκλογές.
Πολιτικό πλεονέκτημα για τη Ν.∆. αποτελεί και η συνολικά προβληματική εικόνα της αντιπολίτευσης. Στην αρχή της δεύτερης τετραετίας αυτό έμοιαζε με «δηλητηριασμένο δώρο», καθώς η έλλειψη αντιπάλου λειτουργούσε αποσυσπειρωτικά. Στην πορεία προς τις εκλογές, βέβαια, θα λειτουργήσει υπέρ της.
Το ταραγμένο διεθνές περιβάλλον επίσης λειτουργεί υπέρ της Ν.Δ., μιας και η διεθνής και «πρωθυπουργική» εικόνα του κ. Μητσοτάκη είναι πιο ισχυρή από εκείνη των ανταγωνιστών του, αλλά και γιατί όλοι αντιλαμβάνονται τους κινδύνους μιας πιθανής κυβερνητικής αστάθειας.
Οπλα φαίνεται να έχει η κυβέρνηση σε σχέση με την οικονομία. Αν το μικρό «πακέτο» μέτρων του περασμένου μήνα αντέστρεψε τις δημοσκοπικές τάσεις, ένα ακόμη μεγαλύτερο στη ΔΕΘ μπορεί να τις ενισχύσει περαιτέρω. Το ίδιο και μια σειρά πρωτοβουλιών όχι κατ’ ανάγκην οικονομικού περιεχομένου ή η επίτευξη κάποιων κεντρικών στόχων, που θα ενισχύσουν το κυβερνητικό αφήγημα.
Καθοριστικό στην τελική ευθεία των εκλογών θα είναι το ζήτημα της κυβερνησιμότητας. Η Ν.Δ. ως προς αυτό έχει καθαρή θέση. Θέλει αυτοδυναμία και αν δεν την πετύχει θα δει με ποιον μπορεί να συνεργαστεί. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης κανένα δεν έχει αντιστοίχως σαφή θέση – την ώρα, μάλιστα, που κανένα δεν μοιάζει σε θέση να διεκδικήσει αυτοδυναμία ή, έστω, την πρωτιά. Και ενώ (σχεδόν) όλα ξορκίζουν τόσο τη μεταξύ τους συνεργασία, όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικής συμμετοχής σε ένα κυβερνητικό σχήμα! Αν ωστόσο στην πορεία προς τις εκλογές δεν εξηγήσουν όλοι πειστικά τι θα κάνουν το ποσοστό που θα τους δοθεί, το δίλημμα «σταθερότητα ή ακυβερνησία» δεν θα το θέσει η Ν.Δ. αλλά η ίδια η πραγματικότητα, ακριβώς λόγω της στάσης των μικρότερων κομμάτων.
Η μεγαλύτερη παγίδα για μια κυβέρνηση πολλών ετών είναι να εγκλωβιστεί στην κυβερνητική διαχείριση και να πάψει να αποτελεί φορέα ενός ευρύτερου, αισιόδοξου αφηγήματος. Οπότε το βασικό ζητούμενο σήμερα για τη Ν.Δ. και τον πρωθυπουργό είναι να δείξουν ότι, παρά την όποια φθορά, έχουν ακόμη σφυγμό και σχέδιο. Οτι δεν αρκούνται στο «συνεχίζουμε», αλλά διαμορφώνουν την ατζέντα μιας «νέας εντολής». Το αν αυτό συμβεί και αποδώσει μένει να φανεί.
Το ερώτημα, συνεπώς, αν ο κ. Μητσοτάκης καταφέρει να πετύχει μια τρίτη σερί εκλογική νίκη ασφαλώς δεν μπορεί να απαντηθεί δύο χρόνια πριν από τις εκλογές, δεδομένου ότι στην πορεία μπορούν να συμβούν πολλά. Αυτό, πάντως, που μπορεί σήμερα να ειπωθεί είναι ότι διεκδικεί τον στόχο αυτό με καλύτερες πιθανότητες από οποιονδήποτε άλλο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης στην αντίστοιχη χρονική συγκυρία.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

