Με τον θάνατό του ο Βασίλης Παπαβασιλείου, φίλος ακριβός και πολύτιμος, πρέπει να πίκρανε για πρώτη φορά τους γνωρίμους του, όσους είχαν την τιμή και την τύχη να διασταυρωθούν μαζί του, αλλά και όσους τον ήξεραν μονάχα από τη ζηλευτή δουλειά του στο θέατρο, στην τέχνη γενικά, που τη διακόνησε με ευφάνταστη ανανεωτική τόλμη ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και μεταφραστής. Αλλη ήταν πάντα η δική του βιοτική συνήθεια, ο τρόπος του: να τους κερνάει όλους βαθιά ευφροσύνη και γέλιο επίσης βαθύ και ολόκαρδο. Αλλά ένα γέλιο με ουρά, με συνέχεια, με κληρονομιά. Αυτή το νοηματοδοτούσε και το καταξίωνε.
Από την πίστη του πως η κωμωδία είναι η μοίρα μας απέρρεε η πεποίθησή του ότι το γέλιο είναι υπόθεση της ψυχής και όχι της σύσπασης των γελαστήριων μυών μας, για την ύπαρξη των οποίων θα τον πληροφόρησαν οι σύντομες σπουδές του στην Ιατρική. Προκρίνοντας την ιαματική φύση του θεάτρου άλλαξε ρότα, βλέποντας στη Θεσσαλονίκη, σε ένα καθοριστικό Σαββατοκύριακο, τους «Ορνιθες» και τους «Πέρσες», σκηνοθετημένους από τον Κάρολο Κουν, κατοπινό δάσκαλό του. Αντί να υπηρετήσει τον Ασκληπιό, αφιερώθηκε με νηφάλιο πάθος στις Μούσες του θεάτρου, τη Θάλεια και τη Μελπομένη. Καλός γιατρός θα είχε γίνει, δεν χωράει αμφιβολία. Ενδεχομένως ψυχαναλυτής. Και σαν γιατρός πάντως δεν θα είχε θησαυρίσει θησαυρούς επί της γης. Δεν το ‘χε αυτό. Η σχέση του με το ιδιωτικό συμφέρον ήταν κάκιστη. Κάκιστη θα ήταν και η βαθμολογία του στις υπέρ αποταμιεύσεως εκθέσεις.
Δαπάνη εαυτού
Η καλλιτεχνική του συνείδηση επέβαλλε σαν κανόνα απαράβατο τη διαρκή δαπάνη εαυτού και την αδιαφορία για το προσωπικό κόστος. Τέρψη δίχως σκέψη δεν νοείται, δεν έχει δεύτερη ζωή. Αυτό ήταν ένα από τα θεμελιώδη μαθήματά του, που η κατασταλαγμένη βιοσοφία του τα παρέδιδε σαν να ‘ταν κι αυτός μαθητούδι, όχι δάσκαλος. Καμία οίηση. Και καμία προσποίηση. Γιατί, μέσα στα τόσα χαρίσματά του, είχε κι ένα βαρύ ελάττωμα: Ζούσε μέχρι κεραίας όσα υποστήριζε. Δεν τα προόριζε με πατερναλιστικό κυνισμό για τους άλλους. Δεν ήταν αυτάρεσκος τιμητής, ένας «απέξω» ή «αποπάνω» που κραδαίνει αυστηρά το ηθόμετρό του σαν άμωμος κήνσορας. Τον Μολιέρο τον αγαπούσε, με τον «Ταρτούφο» του όμως και τον ταρτουφισμό δεν απέκτησε ποτέ διπλωματικές σχέσεις.
Η τέχνη της υπόκρισης δεν αφορούσε τον βίο του, που επαληθευόταν στην ειλικρίνεια, τη ριψοκίνδυνη ευθύτητα, τον ανελέητο αυτοσαρκασμό, που επικύρωνε παραδειγματικά τον λυτρωτικό σαρκασμό σου για τα κοινά. Ολα τούτα τα γνωρίσματα ευθύνονται για τη μη συμπερίληψή του στους καταλόγους των «επιτυχημένων» αυτού του τόπου, που τον λάτρευε αλλά μαζί με τους ανθρώπους του, όχι χωρίς αυτούς, όχι σαν άδειο κέλυφος, όπως τον προτιμούν κάμποσοι ταγοί του.
Απέναντι σε όσους μάς δωρίζουν την ευκαιρία του χαμόγελου και τη δυνατότητα του γέλιου είμαστε ισόβιοι οφειλέτες. Απέναντι σε όσους μάς ειδοποιούν εξαρχής ότι το γέλιο μας πρέπει να κρατάει άθικτη τη μελαγχολία στο βάθος του είμαστε διά βίου ευγνώμονες. Το ευλογημένο χιούμορ του Παπαβασιλείου ήταν ο καθαρός και γνήσιος δείκτης της ηθικής του εγρήγορσης, της αδιαπραγμάτευτης πολιτικής του ελευθερίας από οποιασδήποτε αποκλίσεως δόγματα, αλλά και της πάντα άγρυπνης έγνοιας του για τα κοινά. Δι’ αυτού του χιούμορ υπήρχε στον κόσμο – στο θέατρο, στις παρέες του, στα βιβλία, στις συνεντεύξεις, στα μαθήματά του σε δραματικές σχολές. Ως καλλιτέχνης, ως θεατροπράκτης με μισόν αιώνα ευφυούς και λεπταίσθητης δράσης. Ως στοχαστής ανένδοτα ακηδεμόνευτος. Ως πολίτης πεισματικά πολέμιος της δηθενιάς, τη δημαγωγίας και της καπηλείας των συναισθημάτων.
Τέρψη δίχως σκέψη δεν νοείται, δεν έχει δεύτερη ζωή. Αυτό ήταν ένα από τα θεμελιώδη μαθήματά του, που η κατασταλαγμένη βιοσοφία του τα παρέδιδε σαν να ’ταν κι αυτός μαθητούδι, όχι δάσκαλος. Καμία οίηση. Και καμία προσποίηση. Γιατί, μέσα στα τόσα χαρίσματά του, είχε κι ένα βαρύ ελάττωμα: Ζούσε μέχρι κεραίας όσα υποστήριζε.
Ανθρωπος ανόθευτα λαϊκός και αυθεντικά λόγιος ο Παπαβασιλείου, με ευρυμάθεια σπάνια, αλλά και με επίσης σπάνιο ρίζωμα στα απλά και τα ταπεινά, διατήρησε άθικτη τη μνήμη των πρώτων «ιδρυτικών» χρόνων του. Τη μνήμη της βορειοελλαδικής επαρχίας, οικονομικά στενεμένης αλλά τοπολογικά ανοιχτής και ευρύχωρης. Και τη μνήμη των αφηγήσεων προσφυγιάς που άκουγε από τον Πόντιο παππού του, που στάθηκε πνευματικός πατέρας του, πριν ακόμα γίνει αρχιμανδρίτης.
Χάρη στα εφόδια που απέκτησε από πολύ νωρίς, και τα οποία δεν έπαψε στιγμή να διευρύνει, ο Παπαβασιλείου μπορούσε να θεολογεί και να φιλοσοφεί ουσιωδώς με το ίδιο κέφι που τον χαρακτήριζε όταν ποδοσφαιρολογούσε, με σταθερό άξονα τον αγαπημένο του Πανσερραϊκό. Αμυντικό χαφ έπαιζε μικρός, όπως έχει εξομολογηθεί. Αμυντικό χαφ όμως με τέτοιο δημιουργικό πνεύμα δεν έχει υπάρξει άλλο. Οι κουβέντες του Βασίλη δεν άφηναν ούτε σπιθαμή για τα ζιζάνια της σοβαροφάνειας, της δοκησισοφίας και της ισχυρογνωμοσύνης. Τη συζήτηση την εννοούσε με ακέραιο το πρώτο συνθετικό της, την πρόθεση «συν».
Από τα ανθρώπινα δεν σνόμπαρε τίποτε. Μπορούσε να μιλάει ατέλειωτα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, για τον Σαίξπηρ και τον Πιραντέλο, για τον Γκολντόνι και τον Μαριβώ, για τον Γκαίτε και τον Τσέχωφ, για τον Κίρκεγκωρ, τον Κούντερα, τον Ρίτσο και τον Εμπειρίκο, που τους γνώριζε πραγματικά, όχι κατ’ επίφαση και χάριν επιδείξεως, και αμέσως έπειτα ν’ αρχίζει να κατονομάζει λατρευτικά τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές του νομού Σερρών.
«Τι νομίζεις», έλεγε. «Ενας Σερραίος μάς έβαλε στον χάρτη της Ευρώπης». Και πριν προλάβεις να πεις «ο Καραμανλής», σε διόρθωνε: «Ρε συ, για τον Αγγελο Χαριστέα λέω. Για το γκολ του στον τελικό του Γιούρο, το 2004. Από τας Σέρρας ήταν κι αυτός. Αμ ο Τσιμίκας; Ο Κελεσίδης; Ο πιτσιρικάς ο Καρέτσας τώρα;».
«Θέατρο ο βίος…»
Οταν ο Βασίλης καταφέρει να ξεγελάσει τον Μέγα Αγέλαστο και μας στείλει μήνυμά του, ίσως μας θυμίσει ένα προτρεπτικό επίγραμμα του Αλεξανδρινού ποιητή Παλλαδά: «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον· ή μάθε παίζειν/ την σπουδήν μεταθείς, ή φέρε τας οδύνας». «Θέατρο ο βίος, και παιχνίδι τυχερό. Μάθε λοιπόν να παίζεις,/ τις έγνοιες σου παραμερίζοντας· αλλιώς, τον πόνο υπόμενε». Ταπεινός «σκηνίτης» αυτός, είδε τον βίο σαν παιχνίδι και σαν παράσταση, υπομένοντας ταυτόχρονα τον πόνο και τις έγνοιες, γιατί ένιωσε ότι τη ζωή την παίρνουμε στα σοβαρά μόνο αν αστειευτούμε μαζί της. Ειδάλλως θα παραδοθούμε αμαχητί στην παραλυτική μελαγχολία που προξενούν οι απανωτές διαψεύσεις και το αναπόφευκτο τέλος της.
Ισως πάλι μας παροτρύνει να ξανασκεφτούμε το απαρέμφατο που λάτρευε, το «ευριπιδαριστοφανίζειν», δημιούργημα του κωμωδιογράφου Κρατίνου. Να είμαστε αριστοφανικά ευριπιδικοί ή ευριπιδικά αριστοφανικοί, αυτό έλεγε ο Παπαβασιλείου, αυτό υπηρέτησε η θεατροπραξία του. Να αποστάζουμε το τραγικό και να αποσπάμε ακόμα και από αυτό ένα χαμόγελο ανατρεπτικό, νικηφόρο. Δεν θα του πάρει πολύ καιρό, φαντάζομαι, να συμφιλιώσει κουβέντα την κουβέντα τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη στη Νήσο των Μακάρων. Αλλωστε είναι γνήσιο τέκνο και των δύο. Στην παρέα και ο τρίτος του πατέρας, ο Σωκράτης, θα καμαρώνει για τις επιδόσεις του στη λεπτή τέχνη της ειρωνείας, που όσο σκληρή κι αν γινόταν στα χείλη ή τα γραπτά του, διατηρούσε πάντα την τίμια ευγένειά της.

