Ο Γερμανοέλληνας ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ

5' 11" χρόνος ανάγνωσης

Χρωστάμε πολλά οι Ελληνες στους ξένους, κι ας μη συνηθίζουμε να το παραδεχόμαστε, ιδίως όσοι ανάμεσά μας πάσχουν από σύμπλεγμα φυλετικής ανωτερότητας χαρισμένης απ’ όλους τους θεούς και από την Ιστορία και ως εκ τούτου είναι απολύτως βέβαιοι ότι οι πάντες οφείλουν να μας… οφείλουν, νυν και αεί. Από παλιά τούς χρωστάμε. Με όποια αφορμή κι αν καταπιάστηκαν με τα δικά μας. Σε όποια περίοδο της ιστορίας μας, σε όποια πτυχή του πολιτισμού μας κι αν αφιέρωσαν τον μελετητικό τους χρόνο. Ακόμα κι αν «μας αδίκησαν», και πάλι, μακροπρόθεσμα, καλό μάς έκαναν. Για να αντικρουστούν οι ισχυρισμοί του Φαλμεράυερ, λόγου χάρη, κινητοποιήθηκε η λογιοσύνη μας, ψάχτηκε και έψαξε, και, αναγκαστικά, στράφηκε και στον λαϊκό πολιτισμό. Κι ας τον περιφρονούσε μέχρι τότε.

Πολύτιμη η ματιά των ξένων για την εθνική μας αυτογνωσία. Είτε «εξελληνίστηκαν» με τον καιρό είτε όχι. Αίφνης, ο Κλωντ Φωριέλ δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα, στα χρόνια της σκλαβιάς της, της Επανάστασης ή της ανεξαρτησίας της. Και όμως, ανάστησε τα δημοτικά μας τραγούδια, ως πρώτος εκδότης τους, στο Παρίσι, το 1824-1825, και μίλησε γι’ αυτά, μα και για την Ελλάδα ως τόπο, συνεπαρμένος μεν, ουσιωδέστατα δε. Το όνομά του είναι ένα από τα πολλά ονόματα ξένων μελετητών που συναντά όποιος ενδιαφέρεται να γνωρίσει το νεοελληνικό πνεύμα στις ποικίλες εκδηλώσεις του. Ακόμα περισσότερα είναι τα ονόματα των ξένων που θα συναντήσει, και είναι των αδυνάτων αδύνατο να τα παραγνωρίσει, αν θελήσει να μάθει για την αρχαία Ελλάδα, την ιστορία της, τη γραμματολογία της, την καθημερινότητά της.

Δυστυχώς, δεν ισχύει και το αντίστροφο. Στην ξένη βιβλιογραφία, όποιας γλώσσας, είτε αρχαιόθεμη είναι είτε έχει ως αντικείμενό της τη νεότερη Ελλάδα, τα ονόματα Ελλήνων μελετητών σπανίζουν. Και λαμπρή να είναι η δουλειά τους, η γλώσσα μας, μία από τις «ασθενείς» πλέον –όσον αφορά τον αριθμό των χρηστών της, όχι την καθαυτό αξία της–, δεν μπορεί να τους προσφέρει διαβατήριο, ώστε να διαβαστούν και στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά.

Ο Χάγκεν Φλάισερ δεν είναι ξένος. Φέτος άλλωστε ο ιστορικός που γεννήθηκε στη γερμανοκρατούμενη Βιέννη το 1944, κλείνει σαράντα χρόνια ως Ελληνας υπήκοος. 1985-2025. Η μισή ζωή του. Και πρέπει να προσθέσουμε περίπου μία δεκαετία αν μετρήσουμε από το 1972, όταν πρώτος ο Κώστας Βάρναλης τον αποκάλεσε εύστοχα και δίκαια Γερμανοέλληνα. Ετσι, Γερμανοέλληνας, αυτοχαρακτηρίζεται πλέον ο Φλάισερ.

Το μόνο ιστορικό ανάλογο που μπορώ να σκεφτώ μετράει ζωή δύο αιώνων. Μιλάω για τον Γερμανό ποιητή Βίλχελμ Μύλλερ (1794-1827), που, χάρη στον παθιασμένο φιλελληνισμό του, αποτυπωμένο στους τρεις κύκλους ποιημάτων του με τον τίτλο «Τραγούδια των Ελλήνων» και στην άμεση μετάφραση των δημοτικών της συλλογής Φωριέλ, αποκλήθηκε «Ελληνας Μύλλερ» ή «Ελληνομύλλερ»: «Griechen-Müller». Ελληνοφλάισερ λοιπόν. Εδώ πάντως δεν μπορώ να μη σημειώσω μια ωραία σύμπτωση. Κάνω ένα μικρό διάλειμμα στο γράψιμο, ανοίγω την «Κ» της Τρίτης, 3 Ιουνίου, και βλέπω στη δεύτερη σελίδα, στη στήλη της Μαργαρίτας Πουρνάρα, τον τίτλο «Βραδιά τιμής για τον “Βρετανοέλληνα” Κέβιν Φέδερστοουν στη βρετανική πρεσβεία». Ιστορικός και αυτός.

Μνημειώδες το «Στέμμα και σβάστικα», εξαιρετικής σημασίας και το βιβλίο «Πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία», όπου ο Φλάισερ αναδεικνύει την αυτοεικόνα που έπλασε κάθε χώρα. Αυτοεικόνα που για να εξυπηρετήσει την κατάφωρα δικαιωτική της πρόθεση εμπιστεύθηκε περισσότερο τα μυθεύματα.

«80-plus χρόνια από τη μεγάλη σφαγή: Βιωματικά και αρχειακά ενθυμήματα ενός συνομήλικου Γερμανοέλληνα» επέγραφε ο Χάγκεν Φλάισερ την ομιλία του σε εκδήλωση που διοργάνωσαν προς τιμήν του το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Κατάμεστο και συγκινημένο, το Αμφιθέατρο Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου, στις 27 Μαΐου 2025, πριν αφεθεί στον γοητευτικό αυτοβιογραφικό λόγο του τιμωμένου άκουσε πρώτα τέσσερις πανεπιστημιακούς, τη Δήμητρα Λαμπροπούλου, τον Ιάσονα Χανδρινό, την Αναστασία Αντωνοπούλου και τον Γιώργο Ξηροπαΐδη, να αναδεικνύουν καταλεπτώς τη συμβολή του Φλάισερ στη γνώση μας για την «Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης» των ετών 1941-1944, διά του έργου του «Στέμμα και σβάστικα» (εκδ. Παπαζήση) και ποικίλων άλλων γραπτών και προγραμμάτων του.

Μνημειώδες το «Στέμμα και σβάστικα», εξαιρετικής σημασίας και το βιβλίο «Πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία» (εκδόσεις Νεφέλη), όπου ο Φλάισερ, πάντα έπειτα από εξαντλητική έρευνα των πηγών, αναδεικνύει την αυτοεικόνα που έπλασε κάθε χώρα στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτοεικόνα που για να εξυπηρετήσει την κατάφωρα δικαιωτική της πρόθεση εμπιστεύθηκε περισσότερο τα μυθεύματα και την αποσιώπηση παρά τη μαρτυρημένη και καταγραμμένη αλήθεια.

Αλήθεια, τι μάθαιναν στο σχολείο τους τα μεταπολεμικά Γερμανόπουλα για τη φρικαλέα δράση των πατεράδων και των παππούδων τους στην Ελλάδα; Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Η τυραννία; Τα μαζικά αντίποινα; Τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις; Τα μικρά ολοκαυτώματα; Οι χιλιάδες νεκροί Ελληνες, από σφαίρα ή από την πείνα; Η λαϊκή αντίσταση; Ως μη γενόμενα. Ως μη υπάρξαντα. Πικρά σαρκαστική η αφήγηση του Φλάισερ για όλα τούτα. Οταν λοιπόν, στα φοιτητικά του χρόνια, η πανούργα Ιστορία, όπως τη χαρακτηρίζει, και ο δαιμόνιος Ερως τον έπεισαν να μη συνεχίσει το διδακτορικό του για τη γερμανική Κατοχή στη Δανία αλλά να μετατοπίσει το θέμα του «λίγο νοτιότερα», στην Ελλάδα και στη δική της «άκρως σκληρότερη Κατοχή, την πιο σκληρή σε χώρες με μη σλαβικό πληθυσμό», ο καθηγητής του διαφώνησε έντονα, αλλά τελικά συναίνεσε. Μιλάει ο Χάγκεν Φλάισερ: «Οταν αιτιολόγησα τη γεωγραφική αλλαγή στο Colloquium των υποψήφιων διδακτόρων, ακούστηκε κραυγή: “Griechenland; Μπα, είχαμε πάει και εκεί;!” – Σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού! Η απορία δεν ήταν αδικαιολόγητη: Στα γερμανικά συγγράμματα Ιστορίας το κεφάλαιο για τον Β΄ Παγκόσμιο περιείχε δύο ισχνές αναφορές στην Ελλάδα. Η 1η: Απρίλης ’41: Ο Χίτλερ αναγκάστηκε να συνδράμει τους Ιταλούς εταίρους, για να αποτρέψει τον κίνδυνο βρετανικών βομβαρδισμών των υψίστης σημασίας ρουμανικών πετρελαιοπηγών με βάση ελληνικά αεροδρόμια. Η 2η αναφορά: Οκτώβρης ’44: ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε Ρουμανία και Βουλγαρία, αναγκάζοντας τη Βέρμαχτ να εγκαταλείψει την Ελλάδα. – Φουκαράδες Γερμανοί: εξ ανάγκης ήρθαν, εξ ανάγκης έφυγαν. Ενδιάμεσα τι έκαναν άραγε; Τουρισμό;».

Αυτή την ενοχική αποσιώπηση στα βιβλία Ιστορίας των γερμανικών λυκείων την είχε ψέξει και προ τριετίας ο Φλάισερ, σε συνέντευξή του στον Θοδωρή Αντωνόπουλο (Lifo, 8.4.2021). «Καημένη Βέρμαχτ!», έλεγε τότε καυστικά. «Και στις δύο περιπτώσεις “υποχρεώθηκε” να κάνει πράματα που δεν ήθελε. Δεν μας φώτισαν όμως τα συγγράμματα για το τι έκανε άραγε η Βέρμαχτ εδώ τα τριάμισι χρόνια. Ραχάτι, τράπουλα, σεργιάνι, ηλιοθεραπεία και πολιτιστικές ασχολίες, δηλαδή απλώς φωτογραφίζονταν με φόντο την Ακρόπολη;».

Δεν μας χρωστάει μόνο το κατοχικό δάνειο η Γερμανία. Χρωστάει και κάποιες απαντήσεις. Εστω με φριχτή αργοπορία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT