Υπάρχουν λογοτεχνήματα που δεν γερνάνε ποτέ. Χρονοάντοχα, κρατάνε τους χυμούς τους άθικτους και περιμένουν τους αναγνώστες των κατοπινών γενεών, για να τους προσφέρουν την εικονοκλαστική οπτική τους, τη γλωσσική στρατηγική, την ηθική που υπεράσπισε η εγρήγορη καλλιτεχνική συνείδηση που τα έγραψε.
Δεν μιλάω μόνο για τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή τις αρχαίες τραγωδίες αλλά και για νεοελληνικά δημιουργήματα που μίλησαν καθαρά και ξάστερα στον καιρό τους και απέσπασαν δίκαια «τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών». Τις επόμενες δεκαετίες όμως έμειναν ουσιαστικά εκτός αγοράς, για ποικίλους λόγους, και φάνηκε σαν να σώπασαν για το ευρύ κοινό. Ερχεται ωστόσο, αργά ή γρήγορα, η στιγμή της αναψηλάφησης και της ανάκτησής τους.
Στην κατηγορία των πεζογραφημάτων που δεν θα παλιώσουν ποτέ ανήκουν οπωσδήποτε τα έργα του Aντρέα Φραγκιά. Στις 8.1.2002, δύο μέρες μετά τον θάνατό του, είχα δοκιμάσει να συντάξω μια σύντομη βιοεργογραφία του στην «Κ», όπου εργάστηκε επί δεκαετίες. Αντλώ λίγες φράσεις:
«Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας λογοτεχνικής του γραφής (αφού η πολύχρονη δημοσιογραφική εργασία του υπήρξε κατά κύριο λόγο ανυπόγραφη), στον μισόν αιώνα που διέρρευσε από την πρώτη του εμφάνιση, ο Aντρέας Φραγκιάς τύπωσε τέσσερα μυθιστορήματα όλα κι όλα (κρατώντας στο συρτάρι όσα κείμενά του έκρινε πως δεν είχαν ολοκληρωθεί): το “Aνθρωποι και σπίτια” το 1955 (οι άνθρωποι σε μια λαϊκή συνοικία της Aθήνας, έναν χρόνο έπειτα από μιαν απελευθέρωση που η κυριολεξία της δεν ίσχυσε για όλους, με τα “καμένα σπίτια” και κυρίως την καμένη μνήμη)· την “Kαγκελόπορτα” το 1962 (δίκαιη και μεστή ιστόρηση του μετεμφυλιακού δράματος και των ριζικών κοινωνικών μεταλλαγών στο άστυ)· τον “Λοιμό” το 1972 (βασανιστές και βασανιζόμενοι σε ένα εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και “αναμόρφωσης”, με πιθανό πρότυπο τη Mακρόνησο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος στα χρόνια 1950-1952, πληρώνοντας για τα φρονήματά του και την αντιστασιακή του δράση, όπως τρία χρόνια πριν είχε πληρώσει εκτοπιζόμενος στην Iκαρία)· και το δίτομο “Πλήθος” το 1985-1986, που τίμησε τις υψηλές επιδιώξεις του, γραμμένο με τον Oργουελ κατά νουν αλλά και τον Kάφκα, το παράδειγμα του οποίου είχε επενεργήσει και στον “Λοιμό”».
Χάρη στις εκδόσεις «Ποταμός», ο «Λοιμός» κυκλοφορεί ξανά, με εκτενές επίμετρο του Δημήτρη Χριστόπουλου, πλήρως ενήμερου για την ευρύτατη βιβλιογραφία περί «στρατοπεδικής λογοτεχνίας» και «βιοπολιτικής». Ετσι, εισέρχεται και πάλι στο αναγνωστικό πεδίο «ένα από τα καταστατικά νεοελληνικά αφηγήματα πάνω στον τρόμο και την αθλιότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας», όπως έγραφε ο Ηλίας Μαγκλίνης στην «Κ», στις 13.4.2025.
Οταν ήρθε η νύχτα
«Σε μια πρώτη μορφή», θυμίζει ο Χριστόπουλος, «το μυθιστόρημα, που είχε αρχίσει να γράφεται στα μέσα του ’60, ήταν έτοιμο να εκδοθεί το 1967 από το “Θεμέλιο”, αλλά την ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου το τυπογραφείο καταστράφηκε ολοσχερώς και οι στοιχειοθετημένες σελίδες πετάχτηκαν. […] Τελικά, κυκλοφόρησε με αρκετές αλλαγές το 1972, όταν είχε λήξει η διετής σιωπηρή αποχή των συγγραφέων, και ο Φραγκιάς το ξανάγραψε, αφού πρώτα είχε περιμαζέψει από τον κάδο απορριμμάτων του σπιτιού του τα χειρόγραφα. Μάλιστα, ένα απόσπασμα δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού “Αντί”, του οποίου η έκδοση διακόπηκε από τη χούντα. Είναι αξιοσημείωτο πως στην πρώτη μορφή του το έργο είχε τίτλο “Τα ζώα”».
Στην κατάσταση του ζώου έχουν υποβιβαστεί οι άνθρωποι στον δυστοπικό «Λοιμό». Κυνηγοί τα σαδιστικά τσιράκια του σκοτεινού «Πατέρας», θηράματα οι πανεποπτικά επιτηρούμενοι πολλοί, που βασανίζονται ανελέητα για να δηλώσουν μετάνοια και υποταγή. Ναι, όσα απάνθρωπα ιστορούνται, έγιναν όντως στον «Νέο Παρθενώνα» της Μακρονήσου. Ανώνυμος μένει εντούτοις ο τόπος-κολαστήριο και απροσδιόριστος ο χρόνος του δράματος. Ετσι το μυθιστόρημα αποκτά καθολικά χαρακτηριστικά. Είναι μάλλον προειδοποίηση παρά ενθύμημα. Οσα περιγράφονται, με τον παραστατικό ρεαλισμό μιας απόλυτα μετρημένης γλώσσας, συνέβησαν ήδη, συμβαίνουν όμως και τώρα, κάπου αλλού. Και θα ξανασυμβούν. Πάντα θα συμβαίνουν.
Δύο μόνο ονόματα συναντάμε στο έργο, και δεν είναι ανθρώπων: Σμινθεύς και Απόλλων. Οταν η εφιαλτική πολιτεία κατακλύστηκε από ποντίκια, «κάποιος που ξέρει από μυθολογία είπε ότι ο αρχηγός τους είναι ο Σμινθεύς, ο θεός των ποντικών που φέρνουν τη χολέρα». Και «κάποιος καθηγητής» πρόσθεσε ότι ο διώκτης τους είναι ο «μεγάλος θεός» Απόλλων Σμινθεύς. Ο ποντικοκτόνος δηλαδή.
Με τη μαζική ανωνυμία να συμβάλλει στην απανθρωποποίηση, οι χαρακτήρες ονοματίζονται από το κύριο γνώρισμα της συμπεριφοράς ή της περιβολής τους: ο περιδεής, ο διψασμένος, ο ανεκτίμητος, ο εκκρεμής, ο καταστροφέας, ο αυτόχειρας, ο μαύρος σκούφος… Από την άλλη, οι παρακολουθητές, οι επόπτες, οι ηθικοί κριτές, οι κράχτες, οι ζητωκραυγαστές, οι άσπρες μπλούζες. Ολοι υπηρέτες της Εξουσίας, που μορφοποιείται από μια μάσκα κι ένα μεγάφωνο που μηρυκάζει προσταγές.
Ο Φραγκιάς εικονίζει την πραγματικότητα διά της αλληγορίας. Δεν προφητεύει. Ξεφλουδίζει σαν χαλασμένο κρεμμύδι τον κόσμο υπάρχοντα, για να προσδιορίσει τη βαριά νόσο των σύγχρονων κοινωνιών: Δεν κατοικούνται πια από συνεργούντες πολίτες με όνειρα και οράματα, ή έστω από ιδιοπρόσωπες μονάδες, αλλά από άνευρα ομοιώματα και χειραγωγημένες ρεπλίκες. Στον «Λοιμό», για να περισωθούν κάποια λείψανα της ανθρώπινης συνθήκης, πρέπει τα τύποις έμφρονα δίποδα να αποδειχθούν και έμψυχα, δηλαδή να μην πάψουν να θυμούνται και να συμπονούν. Σε μια από λιγοστές παραμυθητικές σκηνές, οι «ελεύθεροι φυλακισμένοι» αρνούνται σθεναρά να θάψουν με τις πέτρες που κουβαλούν κάποιον εξουθενωμένο που σωριάστηκε. Αμέτρητες οι πέτρες, τις κουβαλούν απλώς για να εξαντληθούν. Σίσυφοι αιωνίως δεσμώτες της ματαιότητας. Αλλά τουλάχιστον στο συγκεκριμένο επεισόδιο δηλώνουν αποφασισμένοι «να μη γίνουν ποτέ δήμιοι». Μισόν αιώνα μετά, πιστεύω ότι δεν ήταν καθόλου συμπτωματική η απόφαση να δημοσιευτούν στο «Αντί», Μάη του 1972, αυτές ακριβώς οι παράγραφοι του «Λοιμού», που υμνούν σεμνά την αλληλεγγύη.
Ο Φραγκιάς ξεφλουδίζει σαν χαλασμένο κρεμμύδι τον κόσμο υπάρχοντα, για να προσδιορίσει τη βαριά νόσο των σύγχρονων κοινωνιών: Δεν κατοικούνται πια από συνεργούντες πολίτες με όνειρα και οράματα, ή έστω από ιδιοπρόσωπες μονάδες, αλλά από άνευρα ομοιώματα και χειραγωγημένες ρεπλίκες.
Το μικρό προοίμιο του «Αντί» τελείωνε ως εξής: «Διαβάζοντας το “Λοιμό” νιώθεις τα νύχια μιας αδυσώπητης μνήμης να χώνονται βαθιά σε μια πληγή, που μένει πάντα ανοιχτή, που θα μένει πάντα ανοιχτή, τουλάχιστον τόσο όσο θα στέκει όρθιος ο Παρθενώνας…». Ναι, κάποιες πληγές οφείλουμε να τις διατηρούμε ανοιχτές. Να μην υποκρινόμαστε ότι προσπαθούμε να τις κλείσουμε, τάχα «για να πάμε μπροστά», καταφεύγοντας σε μπλάστρια, καταπλάσματα και σολομωνικές. Οχι από μαζοχισμό αλλά επειδή δεν γίνεται να συγγράψουμε νέα αφηγήματα σκίζοντας βολικά τις «πίσω μας σελίδες». Η λήθη είναι λοιμική. Δεν είναι φάρμακο και γιατρειά.

