Μια αποτίμηση της διαδρομής του Αλέξη Τσίπρα είναι προφανώς πρόωρη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν θα πρέπει να είναι αφοριστική όπως ο φανατισμός της πολιτικής συχνά επιτάσσει. Η διαδρομή του, εξάλλου, έχει πολλές πτυχές.
Μπορεί να του καταλογιστεί η (ασύγγνωστη;) ανευθυνότητα της πρώιμης αντιπολιτευτικής περιόδου του, όταν υποδαύλισε κάθε δημαγωγική ακρότητα για να καβαλήσει το κύμα δυσαρέσκειας της οικονομικής κρίσης. Μπορούν επίσης να του καταλογιστούν όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο, όταν η χώρα έφτασε στο χείλος της καταστροφής. Ασφαλώς θα του καταλογιστούν λανθασμένες στρατηγικές επιλογές, από το τραυματικό δημοψήφισμα του 2015 και τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ μέχρι και την περιπέτεια Κασσελάκη.
Κάθε έντιμη αξιολόγηση, πάντως, οφείλει να του πιστώσει και αρκετά θετικά. Το γεγονός ότι ένας νέος άνθρωπος κατάφερε να οδηγήσει ένα κόμμα του 5% στην κυβέρνηση, είναι πρωτόγνωρο στη μεταπολιτευτική ιστορία μας. Οι επικοινωνιακές δεξιότητές του και η ικανότητά του στη δημιουργία ψυχικών ταυτίσεων είναι αξιομνημόνευτη.
Ως πρωθυπουργός, παρά τα σοβαρά λάθη της πρώτης περιόδου, κατάφερε γρήγορα να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Οταν έφτασε στην άκρη του γκρεμού, δεν έκανε το βήμα στο κενό –αυτό για το οποίο τον κατηγορούν σήμερα επικριτές του όπως ο κ. Βαρουφάκης και η κυρία Κωνσταντοπούλου– αλλά έδειξε τον απαιτούμενο ρεαλισμό. Στη συνέχεια δε, παρότι κλήθηκε να κυβερνήσει κόντρα σε όσα υποστήριζε, επέδειξε αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα.
Τις εκλογές του 2019 δεν τις έχασε επειδή κατέστρεψε τη χώρα, αλλά επειδή είχε προηγουμένως καταστρέψει την αξιοπιστία του. Ο,τι είχε πει παλαιότερα το έβρισκε μπροστά του. Η δε σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου το 2015 του κόστισε όταν πλέον το χρειαζόταν.
Ο κ. Τσίπρας μπορούσε να πετύχει ένα πολιτικό «ριμπράντινγκ» την περίοδο 2019-23, ξεκινώντας την προσπάθεια από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του. Εχοντας διαχειριστεί επαρκώς μια πολύ δυσκολότερη «μετάλλαξη εν κινήσει», όταν κυβερνούσε, θα μπορούσε να πετύχει και αυτό. Προτίμησε να μην το κάνει, αλλά να κινηθεί στη λογική «αυτά ξέρουμε αυτά κάνουμε».
Το ποσοστό ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι επιθυμούν την επιστροφή του κ. Τσίπρα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αθροίζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα που προέρχονται από αυτόν. Είναι ωστόσο ένα εγχείρημα πολιτικά δύσκολο.
Το να επιθυμεί ο κ. Τσίπρας να παίξει σήμερα κάποιον ευρύτερο ρόλο είναι απολύτως θεμιτό. Μόνο που αυτό το «ριμπράντινγκ» γίνεται καθυστερημένα. Οταν ο ίδιος έχει πλέον φθαρεί από όσα μεσολάβησαν και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει την αίγλη και τον ρόλο του. Οταν από αυθύπαρκτος πόλος, έχει πλέον γίνει δυνητική συνιστώσα ενός υποθετικού ευρύτερου σχήματος.
Το ποσοστό ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι επιθυμούν την επιστροφή του κ. Τσίπρα σε ενεργό ρόλο δεν είναι ασήμαντο. Πρόσφατη έρευνα το προσδιόρισε γύρω στο 25%, με τα 2/3 όσων ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ να είναι θετικοί. Το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αθροίζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα που προέρχονται από αυτόν. Ακόμη και τώρα, ο πρώην αρχηγός ασκεί μεγαλύτερη γοητεία από το παρηκμασμένο κόμμα του.
Είναι ωστόσο ένα εγχείρημα πολιτικά δύσκολο. Δικαίως ή αδίκως, η γενική εικόνα του κ. Τσίπρα δεν είναι θελκτική. Νέοι «παίκτες» του χώρου, όπως η κυρία Κωνσταντοπούλου, δεν πρόκειται να συνεννοηθούν μαζί του στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμμαχίας. Οι οξύτατες προσωπικές επιθέσεις της εναντίον του είναι ενδεικτικές. Είναι προφανές ότι το comeback του ενός λειτουργεί καταστροφικά για τον άλλο. Για ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ κάθε προοπτική συνεργασίας μαζί του θα πρέπει να θεωρείται απαγορευτική. Η δε Ν.Δ. στο πρόσωπό του θα βρει τον αντίπαλο που αναζητά εδώ και καιρό.
Στη συνείδηση της πλειοψηφίας –ακόμη και στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς– ο κ. Τσίπρας, θεωρείται λύση από το παρελθόν. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που συμπληρώνει έξι χρόνια και στις εκλογές ένα από τα επιχειρήματα εναντίον της θα είναι το αίτημα της πολιτικής αλλαγής, πόσο πειστικό είναι αυτή να επιχειρηθεί να εκφραστεί από έναν εκ των βασικών πρωταγωνιστών της περασμένης 15ετίας;
Για τους λόγους αυτούς, το comeback του πρώην πρωθυπουργού μοιάζει να συγκεντρώνει πολύ μικρές πιθανότητες. Επειδή όμως τα τελευταία χρόνια έχουν δει πολλά τα μάτια μας –όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς– ας είμαστε φειδωλοί σε προβλέψεις και εκτιμήσεις.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.

