Ας ξαναπώ το αυτονόητο: Η μετάφραση είναι τέχνη δημοκρατική και τέχνη της εφαρμοσμένης αλληλεγγύης. Είναι τέχνη δημοκρατική, γιατί προσφέρει σε όλους μας, ανεξαρτήτως ταξικής καταγωγής, τη δυνατότητα να γνωρίσουμε πολιτισμούς και λαούς που δεν κατέχουμε τη γλώσσα τους. Να γευτούμε σκέψεις και συναισθήματα άλλων, ανάμεσά τους και σκέψεις ξένων για τον δικό μας πολιτισμό, οι οποίες υπηρετούν την εθνική μας αυτογνωσία αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι τα εξιδανικευτικά εθνικώς ορθά αφηγήματα.
Η γλωσσομάθεια έχει τα όριά της. Οι γλώσσες των ανθρώπων υπερβαίνουν κατά πολύ τη γνωστική ικανότητα ενός ατόμου. Εκτός πια κι αν το άτομο αυτό τυγχάνει αγρίως φενακισμένο, σίγουρο ότι η ελληνική, που τη δοξάζουν σαν «παμμήτειρα γλώσσα» οι γλωσσολαϊκιστές, θα του δώσει αναρίθμητα κλειδιά, όσα και οι ξένες γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, γήινες και εξωγήινες. Η άλλη λύση για να μάθουμε όλες τις γλώσσες, μάλλον απίθανη, είναι η δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που θα κατέβει βουερά κάποια Πεντηκοστή από τον ουρανό σαν φλόγα, θα καθίσει στην κεφαλή μας και θα μας χαρίσει τη λεγόμενη παλιλλαλία. Και σαν τους Αποστόλους, που «ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις», θ’ αρχίσουμε να φθεγγόμαστε σε γλώσσες άγνωστές μας, με τον κίνδυνο να μας χαρακτηρίσουν «γλεύκους μεμεστωμένους», μεθυσμένους, οι αιφνιδιασμένοι ακροατές μας.
Στη μετά τη Βαβέλ εποχή μας (τη μετά τη Βαβυλώνα δηλαδή, αφού Βαβέλ είναι το εβραϊκό όνομα της Βαβυλώνας, ομόηχο του όρου «σύγχυση»), η ποικιλογλωσσία θεωρείται ευλογία και πλούτος, όχι κατάρα, όπως στον κόσμο της Βίβλου, η δε μετάφραση είναι τέχνη της θερμής αλληλεγγύης. Προς τον αναγνώστη, προς τον μεταφραζόμενο συγγραφέα αλλά και προς την ίδια τη γλώσσα του και τον λαό που σκέφτεται και νιώθει στη γλώσσα αυτή. Το δικό μας παράπονο, συνοψισμένο στη φράση «γιατί η ελληνική λογοτεχνία δεν μεταφράζεται όσο θέλουμε και όσο πιστεύουμε ότι της αξίζει;», το συμμερίζονται και το προσυπογράφουν πολλοί άλλοι λαοί, που μιλούν και γράφουν σε γλώσσες «μη ισχυρές» ή «περιφερειακές». Και μάλιστα λαοί που δεν μπορούν να καυχηθούν γι’ αυτό που εμείς προβάλλουμε σαν συγκριτικό μας πλεονέκτημα: την αρχαιότητα και την πλούσια γραμματεία της, οικουμενική κληρονομιά πλέον.
Ας προσθέσω προκαταρκτικά ότι διαφωνώ με όσους θεωρούν τη μετάφραση δευτερογενή και δευτεροβάθμια λογοτεχνική εργασία. Φυσικά και διαφέρει ουσιωδώς από τη συγγραφή πρωτότυπου λογοτεχνικού κειμένου, αφού μετακενώνει ένα ήδη υπάρχον κείμενο σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα της πρώτης σύνταξής του. Η εξάρτησή της όμως από το πρωτότυπο δεν της στερεί τον χαρακτήρα του λογοτεχνικού διακυβεύματος, και μάλιστα του πρωτογενούς στη δική του γλώσσα, και δεν την υποβιβάζει σε τέχνη υποδεέστερη ή απλώς επικουρική.
Η «μεταγραφή» του Σεφέρη
Για τη μεταφορά αρχαίων κειμένων στη νεοελληνική ο Γιώργος Σεφέρης προτιμούσε τον όρο «μεταγραφή», εξηγώντας την επιλογή του αυτή στην έκδοση του «Ασματος ασμάτων» (1965), ενώ ο Ζήσιμος Λορεντζάτος προέκρινε τον όρο «γύρισμα». Οπως και να ‘χει, με μετάφραση έχουμε να κάνουμε πάντα. Και με το χρέος κάθε γενιάς, λογοτεχνικής ή/και φιλολογικής, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται στη μεταφορά του αρχαίου λόγου στη φωνή της εποχής της και στους δικούς της τρόπους και ρυθμούς. Ενδεχομένως ακούγονται αφοριστικά ή δογματικά τα λόγια αυτά, αν όχι και κάπως ασαφή, μια και ο γραμματολογικός προσδιορισμός της γενιάς παραμένει κατιτίς το ζητούμενο (αλλά και το αμφισβητούμενο). Μ’ αυτήν την πίστη πάντως αποφάσισα να πρωτοτολμήσω, το 1985, να μεταφράσω αρχαία ποίηση, τον «Αδώνιδος Επιτάφιο» του Βίωνος του Σμυρναίου, του τρίτου της βουκολικής τριάδας, μαζί με τον Θεόκριτο και τον Μόσχο. Και τα ίδια πιστεύοντας αποφάσισα να εμπλακώ, το 2005, στη μεταφορά αθηναϊκού δράματος, μεταφράζοντας σχεδόν ταυτόχρονα, μια τραγωδία, τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, έπειτα από παραγγελία του Θοδωρή Γκόνη για λογαριασμό του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, και μια κωμωδία, τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, παραγγελία αυτοί του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου για το Εθνικό Θέατρο.
Στη μετά τη Βαβέλ εποχή μας (τη μετά τη Βαβυλώνα δηλαδή, αφού Βαβέλ είναι το εβραϊκό όνομα της Βαβυλώνας, ομόηχο του όρου «σύγχυση»), η ποικιλογλωσσία θεωρείται ευλογία και πλούτος, η δε μετάφραση είναι τέχνη της θερμής αλληλεγγύης.
Τύχη αγαθή, η περίπου ταυτόχρονη αναμέτρηση με τον λόγο του τραγικού και του κωμωδιογράφου μου έδειξε, με τρόπο αναμφίλεκτο, ότι και του Αριστοφάνη το κείμενο είναι δημιούργημα υψηλής ποιητικής εμπνοής. Οχι ένα παραπαίδι ή αποπαίδι της αθηναϊκής ποίησης του 5ου αιώνα π.Χ. Εδώ εντοπίζεται μια από τις κάμποσες παγίδες που έχει να αντιμετωπίσει ο ενδογλωσσικός μεταφραστής. Πρόκειται για την Παγίδα του Εκσυγχρονισμού, λίγο ή πολύ βίαιου. Δεν μιλάω φυσικά για τη δουλειά του σκηνοθέτη και του σκηνογράφου, που έχουν κάθε δικαίωμα να μην εγκλωβίζονται στον κόσμο των χλαμύδων και των χιτώνων, αλλά του μεταφραστή, που αποφασίζει ότι το αρχαίο κείμενο μπαγιάτεψε, αν δεν σίγησε, και πρέπει να αναζωογονηθεί με άφθονες ενέσεις επικαιρότητας, που πιθανότατα θα προκαλέσουν επίσης άφθονα γέλια στην κερκίδα.
Δεν απορρέει, ελπίζω, από σεμνοτυφία ή τυπολατρεία η αντίρρησή μου αλλά από την πεποίθησή μου ότι η διασκευή ή μάλλον η ανακατασκευή ενός αρχαίου δράματος, η οποία μάλιστα δεν δηλώνεται πάντοτε ρητά, προσβάλλει τον ίδιο του τον πυρήνα, τον διασπά και τον εξαλλοιώνει. Το πρωτότυπο υποβιβάζεται σε κούφιο σκελετό, σε απλό πρόσχημα, οι δε στίχοι του ενίοτε διπλασιάζονται εξαιτίας των επικαιρικών ενέσεων. Το κείμενο πρήζεται και χαλαρώνει, ώστε χαλαρά, πολύ χαλαρά, να περάσει και ο θεατής το δίωρό του. Μόνο που η ηθικοπνευματική χαλάρωση δεν ήταν ποτέ σκοπός του αρχαίου δράματος, η σύνθεση και η επί σκηνής παράσταση του οποίου αποτελούσε μια υπεύθυνη δημόσια λειτουργία.
Ο πειρασμός της ανατρεπτικής επέμβασης στον παραδεδομένο ποιητικό λόγο δεν περιορίζεται πια στην κωμωδιογραφία. Πλατειαστικές, ποιητικά άνευρες και αδόκιμες προσθήκες γίνονται και στη μεταφορά τραγικού λόγου και λυρικής ποίησης. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο κώδικας που διαθέτουμε είναι βαριά τραυματισμένος, οπότε νομιμοποιείται η απόπειρα αποκατάστασης με την επινόηση στίχων, όπως έχει γίνει λ.χ. με την «Υψιπύλη» του Ευριπίδη. Συμβαίνει επειδή ο μεταγλωττιστής κατέληξε κάποια στιγμή να πιστέψει πως ο μεταφραστέος λόγος ακούγεται πια είτε ασαφής, οπότε του χρειάζεται συμπλήρωση, είτε μετριοπαθής, οπότε του χρειάζεται ενίσχυση και όξυνση της ρητορικής του. Και αντί να μεταφράσει, «νεωτερίζει» νεωτερισμόν οιήσεως και όχι ποιήσεως.
Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.
* Ομιλία στο επιστημονικό συμπόσιο «Η ελληνική γλώσσα στον φακό των μεταφραστών» που διοργάνωσε η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Μέγαρο Μουσικής, 6-7.3.2025).

