Πιστεύουμε – δεν πιστεύουμε, εκείνο το προς Θεόν νεκρώσιμο «ότι μόνος υπάρχεις αθάνατος» είναι δυστυχώς μία από τις ελάχιστες αδιάσειστες αλήθειες του ανθρώπινου βίου, και τουλάχιστον ως προς το ένα του σκέλος: ότι ο άνθρωπος και τα έργα του, υλικά και πνευματικά, υπόκεινται στον χρόνο και στον θάνατο.
Ισως μοιάζει ασεβές, πάντως η αθανασία του Θεού (το άλλο σκέλος της διαβεβαίωσης που ακούγεται στην προς κεκοιμημένους ακολουθία, σαν σύνοψη του οίκου «Αυτός μόνος υπάρχεις αθάνατος», που αποδίδεται στον Αναστάσιο τον Μελωδό) είναι δεδομένη μόνο για τους πιστούς. Αναρίθμητοι θεοί προσκυνήθηκαν ως αθάνατοι από τα πλήθη που πίστεψαν στη δύναμή τους. Και σχεδόν όλοι είναι πια λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες μυθολογίας. Και σήμερα δεν είναι λίγοι οι θεοί, πέραν εκείνων που τιμούν οι τρεις αβρααμικές θρησκείες, που υμνούνται ως αθάνατοι. Ολοι τους, όμως, υπόκεινται στην πίστη των ανθρώπων. Δηλαδή στον Χρόνο.
Ο Κ. Π. Καβάφης, διερευνώντας ποιητικά τη σύγκρουση του χριστιανικού κόσμου με τον αρχαιοελληνικό, προσυπογράφει την αθανασία των «εθνικών» θεών στο αποκηρυγμένο ποίημά του «Μνήμη, του 1896 («Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. / H πίστις αποθνήσκει / του αχαρίστου όχλου των θνητών. / Είν’ οι θεοί αθάνατοι») και στο «Ιωνικόν» του 1911: «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Πιο κοντά όμως στην αλήθεια των πραγμάτων φαίνεται πως είναι ένας ποιητικός προπάππος του Καβάφη, ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, αυτόπτης μάρτυς του θρησκευτικού πολέμου, τον 4ο αι. μ.Χ. «Εγιναν χριστιανοί οι Ολύμπιοι / και ενθάδε κείνται», μοιρολογεί σε επίγραμμά του αποθησαυρισμένο στην «Παλατινή Ανθολογία», ενώ σε άλλο ποίημά του οι ηττημένοι θεοί των Ελλήνων υποτάσσονται στην Ιστορία, διά στόματος του γκρεμισμένου Ηρακλή. Το μεταφράζω: «Είδα και έφριξα: στα τρίστρατα ο γιος του Δία, χάλκινος. / Δέος ώς λίγο πριν κινούσες, και τώρα παραπεταμένος. / Φαρμακωμένος, στάθηκα είπα: “Τρισέληνε, αλεξίκακε, / έπεσες, κείσαι, εσύ, ο ανίκητος ώς τώρα”. / Μου φανερώθηκε τη νύχτα ο Ηρακλής, χαμογελώντας αποκρίθηκε: / “Θεός, μα έμαθα να υπακούω στον Καιρό”».
Kαι το πιο γερό άγαλμα ή μαυσωλείο δεν νικάει τη μοιραία φθορά, τους ανέμους, τις καταιγίδες, τις βόμβες, τους κλέφτες. Να νικήσει τον χρόνο απαθανατίζοντας το όνομα του Ασιάτη σατράπη της Καρίας Μαύσωλου θέλησε η Αρτεμισία, αδελφή και σύζυγός του. Και οικοδόμησε στη μνήμη του λαμπρό τύμβο, στην Αλικαρνασσό, τον 4ο αι. π.Χ., προσκαλώντας διάσημους Ελληνες καλλιτέχνες, που συνδημιούργησαν ένα από τα Επτά Θαύματα. Λείψανα άφησαν πίσω τους οι ανελέητοι καιροί. Πού βρίσκονται; Στο Βρετανικό Μουσείο. Σαν τεκμήρια της πολυσυλλεκτικής αρπακτικότητας μιας αυτοκρατορίας που και αυτήν αθάνατη την πίστεψαν οι άρχοντές της. Γερός, πολύ γερός ο βασάλτης, και μολαταύτα και η δική του ισχύς είναι ασήμαντο εμπόδιο στην επιδρομή του Χρόνου. Και ίσως η ίδια η μικροϊστορία του όρου «βασάλτης» να έχει κάποια παιδευτική αξία: γέννημα μιας ανορθογραφίας η λέξη, μας ψιθυρίζει ότι και η πίστη των ανθρώπων στην αθανασία των έργων τους είναι μια ιστορική ανορθογραφία.
«Ουκ έστιν μείζων βάσανος χρόνου ουδενός έργου, / ος και υπό στέρνοις ανδρός έδειξε νόον» κηρύσσουν δύο στίχοι που αποδίδονται στον Σιμωνίδη τον Κείο. Η «βάσανος» εδώ είναι συνώνυμο της λυδίας λίθου, με την οποία ελεγχόταν η γνησιότητα του χρυσού. Αυτό σήμαινε αρχικά το ρήμα «βασανίζω», «δοκιμάζω τη γνησιότητα του χρυσού διά της τριβής επί της δοκιμαστικής λίθου, της βασάνου» (κατά Δημητράκο). Ωσπου κατέληξε να σημαίνει «εξετάζων τινά ασκώ επ’ αυτού βασάνους, τον υποβάλλω εις βασανιστήρια, τον κακοποιώ βασανιστικώς». Τον «βασανίτη λίθο» τον δανείστηκαν οι λατινομαθείς του Μεσαίωνα, γράφοντάς τον όμως λαθεμένα (basanites και όχι basaltes), κι εμείς, τον 19ο αιώνα, αντιδανειστήκαμε τον όρο, εισάγοντας και το εγγενές λάθος.
«Το πιο γερό κριτήριο για το καθετί ο χρόνος. / Αυτός το φρόνημα του ανθρώπου φανερώνει».
«Το πιο γερό κριτήριο για το καθετί ο χρόνος. / Αυτός το φρόνημα του ανθρώπου φανερώνει», λέει το αρχαίο δίστιχο. Η ποιότητα του χαρακτήρα μας αποκαλύπτεται με τον καιρό. Μπορεί στα νιάτα μας, λ.χ., να τασσόμαστε ενθουσιωδώς υπέρ της ελευθερίας, της φιλαλληλίας και άλλων τινών, όμως, «ώριμοι» πια, και ιδίως αν έρθουμε στα πράγματα, αν αποκτήσουμε έστω και τόση δα εξουσία, αποκαλυπτόμαστε αρνητές του παρελθόντος μας. Αναρίθμητα τα αντιπαραδείγματα.
Αιώνες μετά, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, σε δικό του δίστιχο, αποδίδει ποιητικά έναν φημισμένο αφορισμό του Ηράκλειτου, «Αιών παις εστι παίζων, πεσσεύων· παιδός η βασιληίη», εικονογραφώντας τον με ανατριχιαστική διαύγεια: «Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων, / και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι».
Για την άυλη κληρονομιά σκόπευα να γράψω εδώ σήμερα και για τη δική της «αθανασία», μάλλον μερική και προσωρινή. Αφορμή, η πρόσφατη εγγραφή στο Εθνικό Ευρετήριο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς επτά επιπλέον στοιχείων. Ανάμεσά τους, οι κοινωνικές πρακτικές και παραδόσεις στα τσιπουράδικα του Βόλου και της Νέας Ιωνίας, το ταφικό έθιμο των Ποντίων στα Σούρμενα (γι’ αυτά τα δύο η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού είναι συνταγμένη σε χρόνο ενεστώτα) και ο Λειδινός της Αίγινας, ανήμερα του Σταυρού· εδώ ο παρατατικός της επίσημης ανακοίνωσης υποδηλώνει ότι το έθιμο είναι ήδη παρελθόν, μολαταύτα στο Διαδίκτυο είδα ότι «αναβίωσε» και το 2022 στην Κυψέλη, χωριό του νησιού.
Αναπόφευκτο το ερώτημα και βασανιστικό: Ενα τελετουργικό μπορούμε να το «αναβιώσουμε», να το αναπαραστήσουμε. Τα ήθη όμως που το εμψύχωναν, σε καιρούς εντελώς διαφορετικούς, του υπαίθριου προφορικού πολιτισμού και του ισχυρού κοινοτικού πνεύματος, μπορούμε να τα αναστήσουμε στην εποχή του ατομισμού, των σέλφι και του ίνσταγκραμ; Οταν δηλαδή το ιερό (γιατί όλες αυτές οι τελετουργίες, που συγκροτούσαν την κοινότητα, είχαν χαρακτήρα ιερό) γίνεται θέαμα;
Ναι, γι’ αυτά σκόπευα να γράψω. Το πρωί της Τετάρτης, όμως, είδα ένα από τα πλέον ιταμά βιντεάκια που θα μπορούσε να σκαρώσει νους ανθρώπου (και όχι βέβαια η τεχνητή νοημοσύνη), τρόμαξα από την απάνθρωπη ανηθικότητά του, ένιωσα καταντροπιασμένος, σαν κουκκιδίτσα κι εγώ της ανθρωπότητας, και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Δεν μπόρεσα να μην ξαναφωνάξω πως ο τραμπισμένος πλανήτης μας εκφυλίζεται ραγδαία, εισερχόμενος σε μία από τις χειρότερες περιόδους του πνευματικά και ηθικά.
Στο βίντεο, επίσημη προπαγάνδα του πλανητάρχη, η Γάζα δεν είναι πια ο σμπαραλιασμένος τόπος των χιλιάδων νεκρών αλλά μια μαγευτική παραλία. Ο Τραμπ και ο Νετανιάχου, με μαγιό, πίνουν το ποτό τους αραχτοί στην ξαπλώστρα. Ο Μασκ τρώει φαλάφελ και σκορπίζει εκατονταδόλαρα σε παιδιά. Πάνω στην καταματωμένη άμμο έχουν υψωθεί ένας Πύργος Τραμπ κι ένα τεράστιο χρυσό άγαλμα Τραμπ. Ποτέ η ύβρις δεν ανήγειρε χυδαιότερα και κανιβαλικότερα μνημεία της. Ποτέ. Θα τα τσακίσει και αυτά κάποτε το πόδι του Χρόνου. Αλλά θα επιτρέψουμε να τσακίσει πρώτα ένα λαό και την τιμή της ανθρωπότητας;

