Πώς καταλήξαμε να αντικαταστήσουμε το ψωμί του φούρνου της γειτονιάς μας με το ψωμί του τοστ, το οποίο όχι μόνο περιέχει αρκετά πρόσθετα αλλά και σιτηρά εισαγωγής;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί εύκολα, ούτε εύκολα μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός πως βρίσκουμε φράουλες στο εμπόριο από Μάρτιο μήνα, ενώ «η εποχή τους» είναι τον Μάιο, αλλά και το πως βλέπουμε σε αρκετούς καταλόγους εστιατορίων χωριάτικη σαλάτα όλο τον χρόνο, ενώ πρόκειται για μία κατεξοχήν καλοκαιρινή επιλογή. Αυτές οι απλές, ίσως και ασυνείδητες επιλογές δείχνουν τη σταδιακή απομάκρυνσή μας απο παλιά διατροφικά συστήματα και συνήθειες που σέβονται τον άνθρωπο, τη φύση και το περιβάλλον.
Τη σχέση αυτή επιχειρεί να επαναφέρει το Delphi School, ένας κύκλος σεμιναρίων από το Κέντρο Ερευνών και Εκπαίδευσης Δημόσιας Υγείας της Ακαδημίας Αθηνών, σε συνεργασία με το Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας του Χάρβαρντ προς τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων της βιομηχανίας τροφίμων.
Μιλώντας στην «Κ» για το νέο αυτό εγχείρημα που έχει ορίζοντα υλοποίησης το 2026, η καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου, πρόεδρος της Α’ Τάξης Θετικών Επιστημών της Ακαδημίας Αθηνών και υπεύθυνη του προγράμματος, σημειώνει πως στόχος του Delphi School είναι η ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας των πολιτών, αναδεικνύοντας την επείγουσα ανάγκη για συντονισμένες δράσεις που θα διασφαλίσουν ένα υγιές και βιώσιμο μέλλον.
Η ιδέα του Delphi School
Η ιδέα του Delphi School είναι απλή αλλά απολύτως αναγκαία: επιστήμονες και υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων όπως στελέχη βιομηχανιών και φορείς χάραξης πολιτικής θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι προκειμένου να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.

«Διατροφικά Συστήματα, Υγεία, Βιώσιμη Γεωργία και Κλιματική Αλλαγή –
Προκλήσεις, Προοπτικές και Δράση» της Ακαδημίας Αθηνών.
«Είναι αλήθεια πως άνθρωποι σε καίριες θέσεις στους κλάδους της καλλιέργειας, της παραγωγής, της επεξεργασίας, της διακίνησης και της πώλησης τροφίμων πολλές φορές δεν είναι ενήμεροι για τις σχετικές επιστημονικές εξελίξεις, τη στιγμή που έχει διαπιστωθεί επιστημονικά πως υπάρχει άμεση σχέση της γεωργίας και των διατροφικών συστημάτων με την κλιματική αλλαγή», σημειώνει η κ. Τριχοπούλου.
Σύμφωνα με την ίδια σημαντικοί κλάδοι που πρέπει να διερευνηθούν είναι τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, η σχέση παραγωγού-καταναλωτή που όλο και εκλείπει, η σπατάλη τροφίμων, η διασύνδεση της κλιματικής αλλαγής και της διατροφής και κατ’ επέκταση η προσαρμογή των συστημάτων γεωργίας και τροφίμων στη νέα πραγματικότητα.
«Είναι σαφές πως αν οι λαϊκές αγορές πωλούν φακές από την Αίγυπτο και λεμόνια από τη νότια Αμερική τότε χάνεται η έννοια της βιωσιμότητας».
Υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα
Ξεκινώντας από τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, η κ. Τριχοπούλου αναφέρει το παράδειγμα του βίγκαν κοτόπουλου από ρεβύθια που κάπου τυχαία διαβάσε. «Σαφώς πρέπει να γίνει μία συζήτηση για όσα τρόφιμα έχουν περάσει από τόσα πολλά στάδια επεξεργασίας που στο τέλος δεν ξέρει κάποιος τι τρώει. Θεωρώ πως η επιστημονική κοινότητα και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει να συζητήσουν για το πού απεύθυνονται τέτοια τρόφιμα, πώς πρέπει να ενημερώνεται ο καταναλωτής γι’ αυτά αλλά και για το κατά πόσο επιβαρύνουν το περιβάλλον. Δεν μπορούν να επιβάλλονται ως “μόνη λύση”», τονίζει.
Είναι οι λαϊκές αγορές βιώσιμες;
Για τη σχέση παραγωγού-καταναλωτή, η καθηγήτρια κάνει ξεχωριστή αναφορά στον θεσμό της λαϊκής αγοράς, τον οποίο θεωρεί ότι είναι μία υπέροχη συνήθεια. Ωστόσο είναι σαφές πως αν οι λαϊκές αγορές πωλούν φακές από την Αίγυπτο και λεμόνια από τη νότια Αμερική, τότε χάνονται η έννοια της βιωσιμότητας και της τοπικής παραγωγής και η σχέση του πολίτη με την παραγωγή του τόπου που ζει.
Τι αντέχει ο πλανήτης;
H βιωσιμότητα και ο σεβασμός στο περιβάλλον κινδυνεύουν και από άλλες πράκτικες, όπως είναι σε ένα βαθμό οι «χαλαροί» οικολογικοί κανόνες στις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και οι ατομικές επιλογές του καταναλωτή.
«Ισως έχει έρθει η ώρα να επανεξετάσουμε τις διατροφικές μας συνήθειες με βάση όχι μόνο το τι μας προσφέρει η αγορά, αλλά και το τι αντέχει ο πλανήτης μας».
Σύμφωνα με την κ. Τριχοπούλου η αειφορία και η υγεία δεν προϋποθέτουν αναγκαστικά «μεγάλα» ή «ακριβά» ψάρια στο μενού μας, τη στιγμή που στη Μεσόγειο, τα μικρά ψάρια, όπως η σαρδέλα και ο γαύρος, είναι εξαιρετικά θρεπτικά, προσιτά και οικολογικά. «Ισως έχει έρθει η ώρα να επανεξετάσουμε τις διατροφικές μας συνήθειες με βάση όχι μόνο το τι μας προσφέρει η αγορά, αλλά και το τι αντέχει ο πλανήτης μας», σημειώνει η ίδια.
Οι επιστήμονες τόσο του Κέντρου Ερευνών και Εκπαίδευσης Δημόσιας Υγείας της Ακαδημίας Αθηνών όσο και του Τμήματος Περιβαλλοντικής Υγείας του Χάρβαρντ πιστεύουν πως το διεπιστημονικό διατομεακό πρόγραμμα στοχεύει πλήρως σε ό,τι εν τέλει καταλήγει στο πιάτο μας και απ’ ό,τι δείχνουν τα στοιχεία, μάς παχαίνει.
«Οι Κρήτες που έχουν την καλύτερη διατροφή είναι οι πιο παχύσαρκοι στην Ελλάδα και αυτοί με τα περισσότερα εμφράγματα του μυοκαρδίου. Μόνο από αυτό είναι σαφές πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά».
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, σήμερα στη χώρα μας 63% των ενηλίκων είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, ενώ 37,5% των παιδιών και εφήβων 2-14 ετών είναι υπέρβαρα και παχύσαρκα. «Οι Κρήτες που έχουν την καλύτερη διατροφή είναι οι πιο παχύσαρκοι στην Ελλάδα και αυτοί με τα περισσότερα εμφράγματα του μυοκαρδίου. Μόνο από αυτό είναι σαφές πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά και ένας διάλογος μεταξύ των policy makers και της επιστημονικής κοινότητας είναι μία καλή αρχή», καταλήγει η κ. Τριχοπούλου.
Φωτογραφία: Shutterstock

