Η Ελένη, 56 ετών, σηκώνεται κάθε μέρα στις έξι, μια ώρα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι της. Ξέρει ήδη τι την περιμένει: μια μέρα γεμάτη καθήκοντα, όχι για την ίδια, αλλά για όλους όσοι εξαρτώνται από εκείνη.
«Το να έχω ένα αυστηρά δομημένο πρόγραμμα είναι για μένα ο μόνος τρόπος προκειμένου να επιβιώσω. Φροντίζω τη μητέρα μου που μπορεί να μη μένει μαζί μας αλλά είναι 82 ετών και κατάκοιτη, καθώς και τα εγγόνια μου 6 και 10 ετών, τα παιδιά δηλαδή της κόρης μου γιατί η ίδια κάνει δύο δουλειές όπως και ο άντρας της». Στο σπίτι της Ελένης ζει και ο ένας της γιος, τριαντάρης και άνεργος, που εξακολουθεί να στηρίζεται οικονομικά από τους γονείς του.
Η Ελένη δεν είναι η μόνη. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες στη μέση ηλικία βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αντίστοιχους ρόλους, φροντίζοντας ταυτόχρονα τους γονείς τους που γερνούν, αλλά και τα παιδιά τους που δεν έχουν ακόμη ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως.
Οι ειδικοί έχουν ονομάσει τη γενιά τους ως τη «sandwich generation». Ο όρος εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 1981 και έκτοτε περιγράφει με ακρίβεια αυτήν ακριβώς την πίεση: την καθημερινότητα όσων έχουν εξαρτώμενα μέλη σε διαφορετικές γενιές και καλούνται να τους στηρίξουν όλους ταυτοχρόνως.
Η μεγάλη δημογραφική μετάβαση
Οπως σημειώνουν οι ειδικοί, η «γενιά σάντουιτς» είναι το φυσικό αποτέλεσμα μιας μεγάλης δημογραφικής μετάβασης. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η τάση απόκτησης παιδιών σε μεγαλύτερη ηλικία έχουν τροφοδοτήσει τα τελευταία χρόνια διεθνώς αυτό το φαινόμενο: όλο και περισσότεροι πενηντάρηδες μεγαλώνουν παιδιά, ενώ οι γονείς τους, συχνά πάνω από τα ογδόντα, χρειάζονται παράλληλα φροντίδα και στήριξη. Συνολικά, από τους περίπου 63 εκατομμύρια φροντιστές στις ΗΠΑ σήμερα, σχεδόν 3 στους 10 (29%) είναι «sandwich caregivers», δηλαδή παρέχουν φροντίδα ταυτόχρονα σε μικρότερα και μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας. Μάλιστα, οι ηλικίες 40-49 ετών επηρεάζονται περισσότερο: πάνω από το 54% των Αμερικανών στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους έχουν ταυτόχρονα γονέα ηλικίας 65+ και παιδί ανήλικο ή ενήλικο που στηρίζουν.
Το ελληνικό «σάντουιτς» με τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, αποκτά και μια επιπλέον στρώση: ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά προστίθενται συχνά και τα εγγόνια
Στην Ελλάδα, οι πιέσεις που δέχεται η «sandwich generation» είναι επίσης έντονες, καθώς η χώρα μας έχει από τους πιο ηλικιωμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, με το προσδόκιμο ζωής να ξεπερνά τα 81 χρόνια και να συνεχίζει να αυξάνεται, γεγονός που σημαίνει ότι πολλοί πενηντάρηδες σήμερα έχουν γονείς στα 80 και στα 90 τους.
Παράλληλα, οι νέοι αργούν να ανεξαρτητοποιηθούν: η μέση ηλικία αποχώρησης από το γονεϊκό σπίτι έχει φτάσει τα 30,6 έτη, την τρίτη υψηλότερη στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό «σάντουιτς» με τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, αποκτά και μια επιπλέον στρώση: ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά προστίθενται συχνά και τα εγγόνια.
Για πολλούς άντρες και γυναίκες στα πενήντα ή στα εξήντα, τα καθήκοντά τους περιλαμβάνουν όχι μόνο τη στήριξη των εξαρτώμενων παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων συγγενών, αλλά και την καθημερινή, ενεργή ανατροφή των εγγονιών τους. Πρόκειται για ένα φορτίο ιδιαιτέρως βαρύ, που αναπόφευκτα έχει κόστος.
Το πρώτο που «σπάει» σε αυτήν την αλυσίδα είναι ο οικονομικός προϋπολογισμός της κάθε οικογένειας. Το να στηρίζεις γονείς που χρειάζονται φάρμακα και βοήθεια, παιδιά που δεν έχουν ακόμη αυτονομηθεί οικονομικά, αλλά και εγγόνια που μεγαλώνουν, μεταφράζεται σε ένα τεράστιο οικονομικό φορτίο.
Νιώθουμε την ηθική υποχρέωση να είμαστε εκεί για όλους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι εξαντλούμαστε
«Πληρώνω τη φροντίδα του πατέρα μου που είναι 85 ετών και η σύνταξή του δεν επαρκεί για τις ανάγκες του, στηρίζω τον γιο μου που ακόμη δεν έχει σταθερή δουλειά και κάθε μήνα δίνω χρήματα και για τα εγγόνια, για δραστηριότητες και σχολικά. Δεν ξέρω πού τελειώνουν οι υποχρεώσεις μου και πού αρχίζει η δική μου ζωή», λέει ο Νίκος, 59 ετών.
Το βάρος ωστόσο δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι και ψυχολογικό. «Κάθε εβδομάδα λέω στη γυναίκα μου πως πρέπει να ξεκουραστούμε λίγο και εμείς, συμφωνούμε μεταξύ μας, όταν όμως έρχεται η ώρα να βοηθήσουμε κανείς από τους δυο μας δεν τολμάει να πει “όχι”. Νιώθουμε την ηθική υποχρέωση να είμαστε εκεί για όλους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι εξαντλούμαστε».
Μελέτες και ειδικοί επιβεβαιώνουν το αίσθημα της εξάντλησης ενώ σχολιάζουν ότι το χρόνιο άγχος της ταυτόχρονης φροντίδας δύο γενεών οδηγεί πολλά άτομα σε υψηλά επίπεδα στρες. Αλλες έρευνες δείχνουν ότι όταν η φροντίδα ξεπερνά τις 20 ώρες την εβδομάδα, κάτι συνηθισμένο για όσους φροντίζουν τόσο ηλικιωμένους όσο και μικρά παιδιά, αυξάνονται τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, αλλά και η κοινωνική απομόνωση.
«Θυμωμένη και αγανακτισμένη»
«Το πιο δύσκολο δεν είναι η κούραση», σχολιάζει η Ελένη «αλλά η σκέψη ότι ό,τι κι αν κάνεις, πάντα κάτι μένει πίσω. Αυτή η σκέψη είναι που με κάνει να νιώθω πολλές φορές θυμωμένη και αγανακτισμένη. Οχι όμως με τα μέλη της οικογένειάς μου, πιο πολύ με την κατάσταση, αλλά και με το κράτος που στηρίζεται σε υπέρμετρο βαθμό στην οικογένεια για τη φροντίδα των αδύναμων μελών της».
Δεν είχα περιθώριο να καταρρεύσω και ίσως αυτό με κρατούσε και όρθια. Γιατί αν εγώ λύγιζα ποιος θα τους φρόντιζε;
Παρά την εξάντληση, αρκετοί από τους ανθρώπους αυτής της γενιάς δηλώνουν ότι αντλούν ικανοποίηση από τον ρόλο τους επειδή φροντίζουν τους ανθρώπους που αγαπούν.
Η 67χρονη Σοφία ξέρει καλά τι σημαίνει να ανήκεις στη «sandwich generation». Για περίπου 5 χρόνια μοίραζε τον χρόνο και την ενέργειά της ανάμεσα σε τρεις γενιές. Σήμερα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της και με τα παιδιά της πια αυτόνομα, ομολογεί ότι υπάρχουν στιγμές που νοσταλγεί εκείνη την περίοδο. Τότε, συχνά έφτανε στα όριά της: με τη μητέρα της που έπασχε από άνοια, με τα παιδιά της που είχαν διαρκώς ανάγκη στήριξης και αδυνατούσαν να αυτονομηθούν, αλλά κυρίως με τα εγγόνια της που απαιτούσαν απέραντη υπομονή.
«Ειδικά με τα παιδιά που τα κρατούσα σταθερά κάποιες μέρες την εβδομάδα πιεζόμουν πολύ, ήταν τεράστια ευθύνη, γιατί δεν ήμουν εγώ ο γονιός τους. Ενιωθα ότι έπρεπε να προσέχω διπλά». Ολα αυτά, όμως, δεν τα θυμάται πια ως βάρος. «Το βράδυ γονάτιζα, αλλά κάθε μέρα ξεκινούσα από την αρχή, γιατί υπερίσχυε η αγάπη», σχολιάζει. Πλέον που η καθημερινότητα της είναι πιο ανάλαφρη η Σοφία δεν ξεχνά την κούραση, αλλά κυρίως αναπολεί τις στιγμές που ήταν απαραίτητη. «Ηξερα ότι με περίμεναν, ότι έπρεπε να είμαι εκεί. Δεν είχα περιθώριο να καταρρεύσω και ίσως αυτό με κρατούσε και όρθια. Γιατί αν εγώ λύγιζα ποιος θα τους φρόντιζε;»

