Ο τρύγος στη Γουμένισσα ξεκινά νωρίς τα τελευταία χρόνια. Ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού, τα λευκά σταφύλια είναι έτοιμα για συγκομιδή, ενώ προς τα τέλη του Σεπτέμβρη ακολουθούν τα κόκκινα. Ανάμεσά τους, η Νεγκόσκα και το Ξινόμαυρο − οι δύο ποικιλίες από τις οποίες παράγεται το κρασί με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης «Γουμένισσα». Στα έξι μικρά οινοποιεία της, τα ηνία έχουν αναλάβει νέοι άνθρωποι και, ανάμεσά τους, τέσσερις γυναίκες. Η ομάδα αυτή των οινοποιών εντοπίζει σημαντικές δυνατότητες στην περιοχή και προσβλέπει στην ενδυνάμωσή της ως τουριστικού προορισμού.

Ανάμεσά τους, η Μαρία Τάτση μάς εξηγεί ότι η ονομασία Νεγκόσκα παραπέμπει στη Νάουσα, η οποία στο τοπικό ιδίωμα λέγεται Νεγκούς. Πρόκειται για το μέρος από το οποίο έφτασε η συγκεκριμένη ποικιλία αμπελιού στη Γουμένισσα. Καθώς παρατηρώ την οινοποιό Χλόη Χατζηβαρύτη να περνά ακούραστα από όλα τα επιμέρους πόστα εργασίας του τρύγου, αντιλαμβάνομαι πόσο έντονες είναι οι απαιτήσεις σε ένα μικρό, οικογενειακό οινοποιείο. Το αποτέλεσμα του κόπου τους και τα χαρακτηριστικά του κρασιού της Γουμένισσας, καθώς και των υπόλοιπων ετικετών, δοκιμάζουν ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες του ανερχόμενου αυτού οινικού προορισμού.
Η σύνδεση με τη ΦΥΣΗ είναι τόσο στενή, που τα ζαρκάδια κατεβαίνουν για να «δοκιμάσουν» τα σταφύλια του αμπελώνα.

Καθώς οδηγούμε προς το Μικρό Κτήμα Τίτου, που βρίσκεται μέσα στην κοιλάδα του ποταμού Σείριου, σκέφτομαι ότι το φθινόπωρο αποτελεί ενδεχομένως την ομορφότερη εποχή για να επισκεφτείς τη Γουμένισσα. Το οινοποιείο περιβάλλεται από πυκνό δάσος και η σύνδεση με τη φύση είναι τόσο στενή, που κάποιες εποχές του χρόνου τα ζαρκάδια κατεβαίνουν από το βουνό για να «δοκιμάσουν» τα σταφύλια του αμπελώνα. Ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια στα παρτέρια, φύεται και το «κρεμμύδι των οινοποιείων», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Πρόκειται για μια ποικιλία κρεμμυδιού με καφέ λουλουδάκι, που καταγράφηκε επιστημονικά για πρώτη φορά το 2022.


Το Allium goumenissanum, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία, αγαπά τις ήπιες συνθήκες και την υγρασία που συναντάμε σε πολλούς από τους αμπελώνες της Γουμένισσας. Τα τραπέζια του πικνίκ του Μικρού Κτήματος Τίτου προσφέρονται για ξεκούραση κάτω από τα πλατάνια, ενώ το μονοπάτι που συνδέει το οινοποιείο με το πάρκο αναψυχής στην καταπράσινη τοποθεσία Δύο Ποτάμια είναι μια καλή αφορμή για να συνδυάσει κανείς το περπάτημα με τη δοκιμή κρασιού. Από τη Γουμένισσα ξεκινούν συνολικά τρεις κυκλικές πεζοπορικές διαδρομές, δύο από τις οποίες περνούν και από οινοποιεία. Η μεγαλύτερη από αυτές λέγεται «η διαδρομή της Νεγκόσκας», ξεκινάει από το πάρκο του Δημαρχείου και σηματοδοτείται αυτή την περίοδο από τον Ορειβατικό Σύλλογο Γουμένισσας, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.

Καστανιές και μια σμαραγδένια λίμνη

Η φύση είναι μεγαλειώδης όσο ανεβαίνουμε πιο ψηλά. Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα της Γουμένισσας, το χωριό της Γρίβας περιβάλλεται από καστανιές. Όπως μας εξηγεί ο Σάββας Μισίρκος, μέλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καστανοπαραγωγών του Πάικου, πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους καστανεώνες της Ελλάδας. Η παραγωγή είναι εξαιρετικά ποιοτική και το μεγαλύτερο μέρος της εξάγεται στην Ιταλία. Καθώς ο δρόμος ανηφορίζει στις πλαγιές του Πάικου, τα δέντρα πυκνώνουν. Μία από τις ομορφότερες διαδρομές που μας προτείνει να περπατήσουμε η πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Γουμένισσας, Ξανθίππη Κόιου, είναι αυτή κατά μήκος του ρέματος του Στραβοποτάμου, η οποία περιλαμβάνει και οκτώ ξύλινα γεφυράκια. Κάτω από τους πανύψηλους κορμούς επικρατεί παραμυθένια γαλήνη, ενώ στο βάθος ακούγεται το νερό που κυλά στο ποτάμι. «Να φανταστείς ότι, όταν ήμασταν παιδιά, για να καταφέρουν οι μαμάδες μας να μας μαζέψουν, μας έλεγαν ότι θα έρθει να μας αρπάξει η σαμουβίλα, όπως αποκαλούμε στην τοπική διάλεκτο τη νεράιδα». Ομολογώ ότι ούτε εγώ ήθελα να αποχωριστώ την κούνια που σχεδόν αιωρούνταν επάνω από το νερό, στον χώρο αναψυχής του Στραβοποτάμου.
Κάποιοι αποδίδουν το εξωπραγματικά ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ χρώμα της λίμνης Σκρα Κούπας στο σαμαρόξυλο, ένα είδος δέντρου από το οποίο έφτιαχναν παλιά τα σαμάρια των ζώων.

Το τοπίο γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό μόλις διασχίζουμε το οροπέδιο των Λιβαδιών και τον κερασώνα του Αρχαγγέλου και κατευθυνόμαστε προς την περιοχή της Κούπας και του Σκρα. Εκεί, το λιθόστρωτο μονοπάτι που κατηφορίζει ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση οδηγεί στη λίμνη Σκρα Κούπας και στους καταρράκτες της. Κάποιοι αποδίδουν το εξωπραγματικά σμαραγδένιο χρώμα της στο σαμαρόξυλο, ένα είδος δέντρου από το οποίο έφτιαχναν παλιά τα σαμάρια των ζώων. Δυσκολεύομαι να αποδεχτώ ότι κοντά σε ένα μέρος με τέτοιο φυσικό κάλλος δόθηκαν αιματηρές μάχες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από τις τοποθεσίες που επισκεφτήκαμε, η Ξανθίππη απαριθμεί μια σειρά από μονοπάτια του Πάικου που ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον ορεινό αγώνα τρεξίματος που διοργανώνει ο Ορειβατικός Σύλλογος κάθε Νοέμβρη και που φέτος πραγματοποιείται στις δύο του μήνα.


Ο θρύλος των «χάλκινων»
Άλλη μία ιστορία που παραπέμπει στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι αυτή που επικαλούνται πολλοί κάτοικοι της Γουμένισσας για να εξηγήσουν την εμφάνιση των «χάλκινων» στην περιοχή τους. Λέγεται ότι, πριν πάρουν τον δρόμο του γυρισμού για την πατρίδα τους, οι Γάλλοι στρατιώτες που είχαν τη βάση τους στη Γουμένισσα έθαψαν τις τρομπέτες και τα πνευστά τους στις όχθες του ποταμού. Οι περίοικοι ανακάλυψαν τα κρυμμένα όργανα και εξελίχθηκαν σε αυτοδίδακτους μουσικούς. Κι ενώ έχει σίγουρα ενδιαφέρον η διερεύνηση της προέλευσης της συγκεκριμένης παράδοσης σε μια περιοχή που αποτελεί πολιτιστικό σταυροδρόμι των Βαλκανίων, ακόμα περισσότερο αξίζει να αφεθείς στα συναισθήματα που προκαλεί το άκουσμα αυτής της μουσικής. Όπως εξομολογείται ο Χρήστος Ασαρτζής, όταν άκουσε για πρώτη φορά την τρομπέτα να ηχεί στην περιφορά του Επιταφίου πριν από δεκαετίες, συγκινήθηκε τόσο βαθιά, που αποφάσισε να εγκαταλείψει το αρμόνιο και να μάθει να παίζει τρομπέτα.
Στην πόλη υπήρχαν αρκετά εργοστάσια ΜΈΤΑΞΊΟΥ και το μεγαλύτερο από αυτά, η «Χρυσαλλίδα», σταμάτησε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1980.
Τον ίδιο ενθουσιασμό για τα χάλκινα μοιράζονται και αρκετά ακόμα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, τα οποία και απαρτίζουν μια μπάντα. Κάνουν τις εμφανίσεις τους τόσο στα μεγάλα τοπικά πανηγύρια του Αυγούστου και της Καθαράς Δευτέρας όσο και σε γλέντια και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Παρατηρούν, ωστόσο, ότι η αίσθηση ελευθερίας που εμπνέει η συγκεκριμένη μουσική έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια. «Παλιά, ήταν όπως το ποδόσφαιρο. Βγαίναμε στην αλάνα της γειτονιάς και παίζαμε. Τώρα πια, φοβάσαι μην ενοχλήσεις τους γείτονες», εξηγεί ο Τριαντάφυλλος Ασαρτζής, ο οποίος και αποτελεί δεξιοτέχνη του κλαρίνου. Προσθέτει όμως ότι στη Γουμένισσα ζουν κοντά 200 μουσικοί, που κρατούν την παράδοση ζωντανή. Ξεκινά να παίζει τον σκοπό της Σόφκας, ένα άκουσμα ευχάριστο, χαρούμενο και ξεσηκωτικό.

Η βρύση του Γάλλου στρατιώτη
Στο πολυπολιτισμικό παρελθόν της Γουμένισσας παραπέμπει έντονα και η αρχιτεκτονική της. Ένα τοπόσημο στο οποίο θα κοντοσταθεί σχεδόν κάθε επισκέπτης είναι η βρύση της κεντρικής πλατείας. Το σχήμα της είναι ασυνήθιστο, ενώ η επιγραφή της μας προτρέπει να θυμηθούμε τον Γάλλο στρατιώτη που την κατασκεύασε. Πρόκειται για έναν οικοδόμο από τη βόρεια Γαλλία που έχτισε τη βρύση για να ευχαριστήσει τον γιατρό που τον θεράπευσε κατά την ανάρρωσή του στη Γουμένισσα το 1918. Μια σειρά από αντίστοιχες λεπτομέρειες και ανθρώπινες ιστορίες προσδίδουν ενδιαφέρον στην ήσυχη αυτή κωμόπολη του νομού Κιλκίς. Όπως, για παράδειγμα, ότι το αρχοντικό στα δεξιά της κρήνης χτίστηκε από Αυστριακούς αρχιτέκτονες των αρχών του 20ού αιώνα. Ή ότι, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αριστοκρατικό αυτό κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο.

Περπατώντας στους δρόμους της Γουμένισσας και αψηφώντας την κυριαρχία των άχρωμων οικοδομών που χτίστηκαν από το 1970 και μετά, μπορείς να διακρίνεις διατηρητέες οικίες που συνδυάζουν στοιχεία μακεδονίτικης, βαλκανικής και βορειοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Πίσω από τις μεγάλες, ξύλινες αυλόπορτες πίνουν ακόμη τον απογευματινό τους καφέ οι γειτόνισσες. Καλησπερίζω μια χαμογελαστή ηλικιωμένη κυρία, και με προσκαλεί να μπω μέσα για να δω το χαγιάτι, το ξύλινο εσωτερικό μπαλκόνι που χρησιμοποιούσαν παλιά οι οικογένειες για τις εργασίες τους τους καλοκαιρινούς μήνες. «Όλοι τότε είχαν αμπέλια και μεταξοσκώληκες. Τα σπίτια μας τα λέγαμε “κουκουλόσπιτα”», μου εξηγεί με νοσταλγία. Το κρασί και το μετάξι ήταν τα δύο βασικά αγαθά που βοήθησαν τη Γουμένισσα να αναδειχθεί σε εμπορικό κέντρο. Άλλωστε, εδώ φτιάχνονταν και οι στολές του οθωμανικού στρατού κατά τον 19ο αιώνα.

Στην πόλη υπήρχαν αρκετά εργοστάσια μεταξιού και το μεγαλύτερο από αυτά, η «Χρυσαλλίδα», σταμάτησε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1980. Τις δύσκολες συνθήκες της παραγωγής του μεταξιού ανακαλύπτω μέσα από τις μαρτυρίες τριών γυναικών, της Αλεξάνδρας Κώστα, της Ελένης Σουλούντζη και της Μαρίας Παπαγεωργίου, που δούλεψαν για κάποια χρόνια στο εργοστάσιο. Οι δύο πρώτες ως τσιράκια, όπως λέγονταν οι νεαρές βοηθοί, και η τελευταία ως μαστόρα, περνώντας το μετάξι στην ανέμη μέσα σε ένα δωμάτιο που λεγόταν μεταξοκάμαρα. Όλες οι γυναίκες της «Χρυσαλλίδας» εξέτρεφαν μεταξοσκώληκες στο σπίτι τους. Τα μαμούδια, όπως τα αποκαλούσαν, τα μεγάλωναν σχεδόν σαν μωρά: ανάβοντας τη σόμπα για να τα προφυλάξουν από το κρύο, τεμαχίζοντας τα φύλλα της μουριάς σε μικρά κομματάκια για να τα ταΐσουν και παραχωρώντας τους το ίδιο τους το κρεβάτι για να αναπτυχθούν επάνω στα τελάρα της εκτροφής τους. Κι όταν περιγράφουν τον λεπτό ήχο που έκαναν τα μαμούδια, καθώς μασουλούσαν την τροφή τους, αντιλαμβάνεσαι ότι ήταν ιδιαίτερη η σχέση φροντίδας που αναπτυσσόταν μέσα στα κουκουλόσπιτα της Γουμένισσας.

Το φθινόπωρο που τελείωναν τα φρέσκα φύλλα και έπεφταν οι θερμοκρασίες, η εκτροφή σταματούσε. Στον κύκλο των ετήσιων δραστηριοτήτων ακολουθούσε η απόσταξη του τσίπουρου, κι αυτή είναι μια παράδοση που συνεχίζεται ακόμη στα πέντε καζάνια που λειτουργούν στην κωμόπολη. Ο Τάκης Τζιάνας, ο οποίος και έχει το δικό του, κερνά ένα ποτήρι γράπα σε κάθε πελάτη που υποδέχεται στην ταβέρνα του, «Το Τζάκι». Και, ανάμεσα σε πολλά πειράγματα, επισημαίνει ότι η γράπα και τα καζανέματα είναι ένας καλός λόγος για να επισκεφτεί κανείς τη Γουμένισσα τον Οκτώβρη. Με την άτυπή του αυτή πρόσκληση, κάνει ξεκάθαρη την πηγή της γοητείας της περιοχής: τη διάθεση των ντόπιων να μοιραστούν με τον επισκέπτη τις ομορφιές του τόπου τους.

