Πριν από λίγο καιρό διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο του συγγραφέα και πρώην μάγειρα Τζόναθαν Κάουφμαν με τίτλο που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «Πώς το χαρούπι προκάλεσε τραύμα σε μια ολόκληρη γενιά». Περιγράφει εύστοχα και με τρόπο γλαφυρό πως πολλοί από όσους ήταν παιδιά στην Αμερική της δεκαετίας του εβδομήντα βίωσαν με τρόπο επώδυνο τη μανία των γονέων τους να ακολουθούν φανατικά τις παραινέσεις εκείνων που διαμόρφωσαν το τότε αναδυόμενο κίνημα της υγιεινής διατροφής. Το κακάο και τα προϊόντα του είχαν δαιμονοποιηθεί και η μόνη αποδεκτή εναλλακτική τους ήταν το χαρουπάλευρο, τις αρετές του οποίου οι «ειδικοί» διαρκώς εξυμνούσαν. Όπως όλες οι διατροφικές μόδες, έκλεισε γρήγορα και αυτή τον κύκλο της. Λίγα χρόνια αργότερα ανέτειλε η λατρεία της σοκολάτας και το χαρούπι, φυσικά, εξοβελίστηκε. Ήταν βλέπετε αδύνατον, εξαιτίας των αρωματικών και γευστικών του χαρακτηριστικών, να υποστηρίξει πετυχημένα τον ρόλο του ωφέλιμου υποκατάστατου που του επιβλήθηκε.
Οι δυσάρεστες αναμνήσεις από τις τότε, μάλλον ανέμπνευστες, συνταγές της αξιοποίησής του λειτουργούν μέχρι σήμερα ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια επιστροφής του στο διατροφικό προσκήνιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Θυμήθηκα έτσι κάποιες διηγήσεις που άκουγα μικρός και κατάλαβα πως και μια γενιά Ελλήνων −πράγματι− πληγώθηκε από τα χαρούπια, με άλλο όμως τρόπο. Θα γνωρίζετε, υποθέτω, ότι στη γερμανική Κατοχή πολύς κόσμος γλίτωσε από τον λιμό μόνο χάρη στην προσιτή τιμή και την αφθονία τους, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι σε μεταγενέστερο χρόνο εκδήλωναν γι’ αυτά την ευγνωμοσύνη που τους όφειλαν. Τουναντίον, οι περισσότεροι από τους οποίους μου μίλησαν σχετικά αρνούνταν πεισματικά να δοκιμάσουν οποιοδήποτε παρασκεύασμα περιείχε το άλευρο ή το σιρόπι τους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι οι μαρτυρικές αυτές μνήμες να ξεθωριάσουν ώστε το χαρούπι στη χώρα μας να επανακάμψει, σχετικώς πρόσφατα, δυναμικά.

Όλα τα παραπάνω γέννησαν μέσα μου την επιθυμία να παρακολουθήσω ξανά, μετά από πολλά χρόνια, τη συγκομιδή των χαρουπιών. Η Κύπρος θεωρείται ανέκαθεν η μεγάλη χαρουπομάνα της Μεσογείου, αλλά και στην Κρήτη ασφαλώς συλλέγουν κάθε χρόνο τέτοια εποχή μεγάλες ποσότητες από «ξυλοκέρατα». Παρά τα αρχικά μου σχέδια, δεν κατάφερα δυστυχώς να επισκεφτώ κανένα από τα δύο νησιά, αρκέστηκα λοιπόν σε μια κυριακάτικη εξόρμηση στα γειτονικά Μέγαρα. Λιγοστές μεν οι χαρουπιές στο κτήμα που επισκέφθηκα, αλλά ήταν μεγάλες και στην ακμή της παραγωγικής τους ζωής. Δεν χρειάστηκε να τα ραβδίσουμε παρά ελάχιστα, φύσαγε δυνατά από το πρωί και τα χαρούπια είχαν ήδη σωριαστεί στο χώμα, μέχρι να μεσημεριάσει τρεις νοματαίοι γεμίσαμε μπόλικα σακιά. Ήθελα βεβαίως να γευτώ τη φυσική γλυκύτητά τους, έσπασα ένα στη μέση και από τη γυαλάδα της τομής φάνηκε πως ήταν καλά μελωμένο. Στη γεύση θυμίζει κάτι ανάμεσα σε πετιμέζι και γλυκόριζα. Αποτελεί, λοιπόν, μια εκλεκτή λιχουδιά για τις κατσίκες και τα άλλα ζωντανά του κτήματος που μέσα στον χειμώνα τρέφονται τακτικά με χαρούπια.
Το ζεύγος των παραγωγών αγαπά πολύ το χαρουπόμελο, έμαθα από την πρωινή μου εργασία να το εκτιμώ ιδιαίτερα και εγώ, γεμίσαμε λοιπόν μια μεγάλη χύτρα με χαρούπια τεμαχισμένα με το κλαδευτήρι και τα βράσαμε, ξαφρίζοντας προσεκτικά, για είκοσι λεπτά σε νερό που ίσα ίσα τα κάλυπτε. Έμειναν μετά ένα μερόνυχτο να μουλιάζουν στο υγρό και ύστερα, μ’ εμένα δυστυχώς απόντα, τα σούρωσαν. Σιγοβράζοντας τούτο το ζουμί για περίπου ένα δίωρο, το χαρουπόμελο απέκτησε την επιθυμητή πυκνότητα και γλύκα. Χαρίζει μεστή, σοκολατένια, τολμώ να πω, γεύση σε πλήθος γλυκίσματα, ενώ δίνει και θαυμάσια ροφήματα. Μπισκότα, παξιμάδια και «σοκολάτες» χαρουπιού, από την άλλη, έχουν για κύριο συστατικό τους το χαρουπάλευρο, προϊόν της άλεσης των πολύτιμων καρπών του μακρόβιου, πανέμορφου και αειθαλούς δέντρου της χαρουπιάς. Αμφότερα κυκλοφορούν πλέον ευρέως στην αγορά. Μια δοκιμή συνήθως αρκεί για να γίνει κανείς ένθερμος οπαδός τους.

