Check-in σε μια νέα ζωή
Είναι 11.30 το βράδυ, λίγες ώρες πριν αρχίσει να ξημερώνει η 10η Ιουλίου 2025. Κάνω check-in στο μαιευτήριο επί της λεωφόρου Κηφισίας. Θα είναι το μοναδικό check-in για φέτος το καλοκαίρι. Έχει πανσέληνο και περπατώντας από το πάρκινγκ έως την είσοδο συνειδητοποιώ ότι, αν και τους τελευταίους εννέα μήνες επισκέπτομαι συχνά το συγκεκριμένο κτίριο, είναι η πρώτη φορά που είμαι εδώ βράδυ. Ο κόσμος είναι λιγότερος και οι ρυθμοί πεσμένοι. Μια μόνη κοπέλα στη ρεσεψιόν, ένας κύριος που κοιμάται καθιστός σε έναν καναπέ, μια νοσηλεύτρια που χασμουριέται πνιχτά, κρατώντας το στόμα της μισόκλειστο. Τα μόνα που στέκουν αμείλικτα στο πόστο τους μάλλον είναι τα λευκά χειρουργικά φώτα στο ταβάνι.
Μέχρι τώρα, τα καλοκαίρια μου ξεκινούσαν κάπως διαφορετικά. Γύρω στις 16 Ιουλίου, στα γενέθλιά μου, το σβήσιμο της τούρτας ήταν το σύνθημα για να ξεχυθώ. Σκέφτομαι βουτιές από την προβλήτα του Αγίου Σώστη και το βράδυ χορούς στο Yacht Club στη Σέριφο, κολύμπι από το Καψάλι στο Σπαραγαρίο και πίσω στα Κύθηρα, βραδινές φουσκωτάδες από τη Σκόπελο στη Σκιάθο, περπατάδες στην Ερμούπολη της Σύρου, τσίπουρα με τα πόδια χωμένα στην άμμο στον Πλατύ Γιαλό της Σίφνου. Και φέτος βέβαια, που όλα ήταν διαφορετικά, πάλι κάπου στα γενέθλιά μου ξεκίνησε το καλοκαίρι μου. Επέστρεψα σπίτι στις 13 Ιουλίου και τρεις ημέρες μετά, έσβησα κεριά στον κήπο με μόλις δύο-τρία ζευγάρια μάτια παρέα, να με κοιτούν βουρκωμένα. Τις 40 μέρες που ακολούθησαν, μέσα στις οποίες μέτρησα καμιά εκατοστή παγωτά και μηδέν μπάνια –το προσωπικό μου ρεκόρ και στα δύο– τα συναισθήματα ήταν έντονα. Με χαλάρωνε τρομερά να χαζεύω τις διακοπές των άλλων από τα στόρις στο Instagram – το σάουντρακ για τους περισσότερους ήταν η Βανίλια της Σίλιας Κατράλη και κάποια ορχηστρικά του Ερμή, τόσο που τελικά τα συνέδεσα με αυτή τη φάση της ζωής μου. Ένιωθα οικεία και ευχάριστα με αυτή την επαναληπτικότητα σε παραλίες, ηλιοβασιλέματα και μουσικές. Η δική μου επαναληπτικότητα είχε μακαρόνια με κιμά, καθημερινό πότισμα του κήπου, ύπνο με διαλείμματα, βραδινές βόλτες για να μην κάνει ζέστη και ατελείωτες αγκαλιές. Το φετινό καλοκαίρι με τα αμέτρητα παγωτά και τα μηδενικά μπάνια, αρκετές στιγμές αισθάνθηκα ότι έφτασα στον προορισμό μου – κι ας μην μπήκα στο πλοίο.
Κέλλυ Σταυροπούλου
Η χώρα που λέγεται εφηβεία
Όταν επιστρέφεις από τη Βόρεια Κέρκυρα στην πόλη κι είναι βράδυ, ξέρεις πως πάντα θα κολλήσει το αυτοκίνητο στην κίνηση του Ύψου. Για τα επόμενα δύο χιλιόμετρα θα πηγαίνεις σαν χελώνα, κι αν είσαι δεκατεσσάρων στο πίσω κάθισμα, θα νιώσεις το καβούκι σου βαρύ και πνιγηρό. Στο αριστερό σου χέρι θα είναι η παραλία, αλλά εκεί δεν έχει φώτα, ό,τι συμβαίνει στο σκοτάδι μένει στο σκοτάδι, γι’ αυτό θα κάθεσαι πάντα στο δεξί παράθυρο, που οι γονείς σου το ανέβασαν λίγο πριν για λόγους ασφαλείας, και θα χαζεύεις έξω αυτή την υπέροχη κόλαση από νέον πινακίδες, εκεί όπου χιλιάδες ανήλικα Αγγλάκια χορεύουν, γδύνονται, φασώνονται, δέρνονται, ξερνάνε από τις μπόμπες και την ηλίαση, λιποθυμούν, σηκώνονται στα τέσσερα κι αρχίζουν πάλι να πίνουν, να χορεύουν, να φασώνονται, όσο εσύ παραμένεις καλή κόρη στο πίσω κάθισμα και πάνω στο τζάμι σου σκάνε ντεσιμπέλ και φωτορρυθμικά και σαπουνόφουσκες από τα foam parties του κλαμπ Montecristo, όσο τα παιδιά των εργατικών κατοικιών του Μπέρμιγχαμ ανεβαίνουν στο καπό του αυτοκινήτου σας να χορέψουν, όσο η μάνα σου στο μπροστινό κάθισμα κάνει τον σταυρό της κι ο πατέρας σου γελάει κάτω απ’ τα μουστάκια του, γιατί εδώ κάποτε γνώρισε την Τζάνετ, την Κριστίν, την Άστριντ, που του στέλνουν ακόμα κάρτες Χριστουγέννων, όσο ένα αγόρι βγαλμένο από βιντεοκλίπ των Oasis σου χτυπάει το τζάμι να κατέβεις κι η μάνα σου σου κλείνει την ασφάλεια, ξανά και ξανά, για χρόνια.
Κατάφερα να κατέβω από το αυτοκίνητο των γονιών μου και να πατήσω στην αμαρτωλή άσφαλτο του Ύψου μόλις φέτος. Η κόρη μου ήθελε να γιορτάσει τα 15α γενέθλιά της στο Montecristo μαζί με τις φίλες της, που ήρθαν επί τούτω απ’ την Αθήνα. Οι πρώτες κοινές τους διακοπές. Το πρώτο τους κλάμπινγκ. Προχωρούσαν εκστασιασμένες στο πεζοδρόμιο-πασαρέλα-νυφοπάζαρο κι εγώ ακολουθούσα δέκα μέτρα πίσω (είκοσι μου είχαν πει), παίρνοντας βαθιές ανάσες κάθε που μια παρέα αγοριών στύλωνε τα μάτια της πάνω τους (σημ: είχα περάσει τη μέρα διαβάζοντας ένα βιβλίο για τις γυναικοκτονίες στο Μεξικό). Ο Ύψος εξακολουθεί να είναι μια επαλληλία από κλαμπ, τατουατζίδικα, 24ωρα ιατρεία-χειρουργεία, μπαρ all-you-can-drink-5 €, μόνο που τώρα τα Αγγλάκια έχουν αντικατασταθεί από Ιταλάκια. Καμία διαφορά· η χώρα όλων εδώ λέγεται Εφηβεία κι έχει για Ημέρα Ανεξαρτησίας της το πρώτο βράδυ σε κλαμπ.
Εγώ έμεινα πάλι απ’ έξω. Για να περάσουν οι τρεις ώρες που είχαμε συμφωνήσει, πήγα παραδίπλα, στο Tartaya, όπου πια έχουν ξεμείνει μόνο 40άρηδες, και χόρεψα Σακίρα με 25 χρόνια καθυστέρηση και πόνο στη μέση. Με τον πατέρα μου. Η μάνα μου περίμενε απλώς στο αυτοκίνητο. Φύγαμε στις τρεις, με τα κορίτσια χαρούμενα κι εμένα μαζί τους στο πίσω κάθισμα· χωρίς γκόμενο στο Μάντσεστερ, ράμματα στο φρύδι, τατουάζ στον ώμο, ούτε φέτος.
Αλεξάνδρα Κ*

Απλά, φθηνά και δροσερά
Να έβαλε το χεράκι του ο COVID; Να ρίξω το φταίξιμο στη μεταπανδημική ακρίβεια; Ή, σε μια έκρηξη ειλικρίνειας, να παραδεχθώ ότι μεγαλώνω και είμαι έτοιμος να κάνω τις μεγαλύτερες παραχωρήσεις μόνο και μόνο για να κερδίσω λίγη ησυχία ή για να αποφύγω όπως ο διάολος το λιβάνι την αυγουστιάτικη χλαπαταγή σε λιμάνια, αεροδρόμια, νησιά και ταβέρνες;
Νομίζω ότι είναι λίγο απ’ όλα. Πάντως αυτό που έμοιαζε με «ανάγκη» τα καλοκαίρια του 2020 και του 2021 έγινε πολύ γρήγορα «λατρεία». Λατρεία για τους αντιδημοφιλείς, αντιτουριστικούς, old school προορισμούς της ηπειρωτικής χώρας, εκεί όπου σχεδόν δεν χρειάζεται να κλείσεις δωμάτιο ακόμα και τον Δεκαπενταύγουστο.
Η αρχή έγινε πέρυσι, όταν βρεθήκαμε μια μικρή παρέα φίλων να αναζητά κατάλυμα στην κορύφωση της σεζόν, στη διάρκεια του πιο ζεστού καλοκαιριού στην ελληνική μετεωρολογική ιστορία, και με την ιδέα της παραμονής στην Αθήνα να αχνοφέγγει στο βάθος ως εφιάλτης. Ένα παντελώς άγνωστο χωριό στους πρόποδες του Παρνασσού εμφανίστηκε ως μάννα εξ ουρανού, για τον πολύ σοβαρό λόγο ότι η θερμοκρασία εκεί έπεφτε κάτω από τους 30 βαθμούς κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η τοπική πανσιόν είχε προς έκπληξή μας δωμάτια με θέα σε έναν μικρό παράδεισο από πλατάνια και πρόσβαση σε δύο καλές παραλίες σε 15 λεπτά της ώρας. Οι τιμές ήταν αστείες παντού. Ερχόταν ο λογαριασμός στις ταβέρνες και σχεδόν βάζαμε τα γέλια. Η Αθήνα και οι Κυκλάδες έμοιαζαν να ανήκουν σε άλλη χώρα. Μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου ακολούθησαν διαδοχικές αποδράσεις στα Μέθανα και στην Ευρυτανία. Η εμπειρία δεν ήταν πολύ διαφορετική: απλότητα, ησυχία, αυθεντικότητα, διάθεση εξερεύνησης και μια ανομολόγητη αίσθηση επιστροφής στα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας. Φέτος το πρόγραμμα είχε (περίπου) μια από τα ίδια. Ορισμένοι προορισμοί άλλαξαν. Όμως αντικαταστάθηκαν με άλλους που διέθεταν παρόμοιες «προδιαγραφές». Ξέραμε ότι δεν θα κολυμπούσαμε στα γαλαζοπράσινα νερά του Αιγαίου. Ούτε θα δοκιμάζαμε γεύσεις που θα μας έκαναν να παραληρούμε στο Instagram. Ξέραμε, όμως, ότι αυτά που είχαμε κερδίσει ήταν δέκα φορές πιο σημαντικά.
Δημήτρης Ρηγόπουλος
Το στοιχειωμένο σπίτι της Δολίχας
Κάποιος πιστεύει ότι είναι στοιχειωμένο. Περνάς, λέει, απέξω κι ακούγονται αναστεναγμοί φαντασμάτων, μνήμες εκπληρωμένων πόθων, γιατί το σπίτι ήταν «σπίτι». Άλλος θυμάται ότι την ιδιοκτήτρια τη λέγαν Δολίχα, προς τιμήν του μαγευτικού κολπίσκου. «Ήταν όμορφη;», ρωτάω. «Γύφτισσα, ξανθιά», απαντούν με μια φωνή. Δεν διορθώνω, είναι μάταιο. «Πουτάνα». Δεν διορθώνω, είναι μάταιο. «Να πάμε το βράδυ με φακούς να δούμε μέσα;», προτείνω. Με κοιτούν αγριεμένοι. «Τρελάθηκες;». Μα αφού είναι άδειο.
Με τα πολλά, τους πείθω. Δεν χρειαζόμαστε καν φακούς, φορτίζουμε καλά τα κινητά μας. Απέξω δεν μοιάζει απειλητικό. Ένα μικρό χαμόσπιτο με πυκνές καππαριές στα ριζά του που κατρακυλούν προς τη θάλασσα. Δεν μου γεμίζει το μάτι για «βίλα οργίων». Κι ας οργιάζουν τα κουτσομπολιά ότι περνούσες απέξω κι ακούγονταν οι βρισιές των ναυτικών και τα σκαμπίλια στον πισινό της Δολίχας. Το παντζούρι είναι μισοσπασμένο και κοιτάμε κλεφτά μέσα. Είναι σαν να είμαστε τίποτα ματάκηδες της περιοχής κι έχουμε έρθει να κλέψουμε ηδονή με το βλέμμα.
Φωτίζω από τη χαραμάδα και είναι το υπνοδωμάτιο. Το κρεβάτι ξέστρωτο, το στρώμα γυμνό. Πάνω στο κομοδίνο έχει κραγιόν, χτένα και μπιζού ψεύτικα, κραυγαλέα. Σαν να έφυγε βιαστικά η γυναίκα που έμενε εκεί. «Μα πώς έγινε;», ρωτάω. «Ήταν πρεζάκι ο ανιψιός και την έσφαξε για λεφτά», λέει ο ένας. «Ήθελε έρωτα εκείνη κι αυτός λύσσαγε για πρέζα», ο άλλος. Ένα νυχτικό κρέμεται στην ντουλάπα. Έχει κόκκινα κεράσια πάνω.
«Τσακωνόταν συχνά η μάνα μου μαζί της. Είχαν μπιφ. Τα αδέσποτά της γυρνοβολούσαν στην αυλή μας και κυνηγούσαν κότες». Πουλήθηκε πρόσφατα το σπίτι-«σπίτι». «Μα ήταν όντως πόρνη, ρε παιδιά;» επιμένω. «Μήπως ήταν μόνο ερωτιάρα;» «Δεν ξέρω. Εγώ δεν ζούσα, πάντως, εδώ μέσα. Έχει, βέβαια, θέα θάλασσα κι έδωσαν μισό εκατομμύριο γι’ αυτή την τρύπα. Αλλά τι να ανακαινίσεις; Δεν στεριώνει το μπετό πάνω στο αίμα», είναι η απάντηση.
Τέτοιο παραμύθι (;) μες στα πόδια μας και όλο το χωριό ψάχνει να βρει τι έφαγε η Κάιλι Τζένερ στην Τασία.
Ξένια Κουναλάκη

Το «κουτί» που ξεφύτρωσε στο αμπέλι
Το σπίτι μας στη Σάμο έχει μια μακρόστενη αυλή και μπροστά, ακριβώς πάνω στον δρόμο, ένα μικρό αμπελάκι. Το έβρισκα φορτωμένο κάθε Αύγουστο, με μικρόρωγο λευκό Μοσχάτο, σταφυλάκια στρογγυλά σαν φουσκάλες. Νομίζω η τελευταία φορά που είδα κάποιον να το τρυγάει ήταν πριν από τριάντα χρόνια. Από τότε, άφηνε τα δώρα του χωρίς να ζητά τίποτα. Το τοιχάκι της μάντρας ήταν το παρατηρητήριό μου και μπροστά το αμπέλι γινόταν θάλασσα με πειρατές, Κύκλωπες και τριήρεις. Ήταν το αρχηγείο μου, το στρατόπεδό μου, ένας κόσμος όπου μπαινόβγαινα με ένα σάλτο, ανενόχλητη, για να παρατηρήσω τις λεωφόρους των μυρμηγκιών και τα σαμιαμίδια που κρύβονταν στους τσιμεντόλιθους. Αργότερα, στην ηλικία που άρχισα να καταλαβαίνω πως με αφορά ο έρωτας, κρυβόμουν ανάμεσα στα κλήματα και περίμενα πότε θα περάσει η παρέα των αγοριών με τα ποδήλατά τους. Τα βράδια λίγο πριν από την ενηλικίωση, όταν αργούσα να γυρίσω, στεκόμουν στη γωνία του αμπελιού, με την καρδιά στο στόμα, κοιτώντας στο σπίτι μας να δω αν ήταν αναμμένο το φωτάκι στο δωμάτιο της γιαγιάς, μια προειδοποίηση ότι με περιμένει κατσάδα για την αγωνία που είχε περάσει μέχρι να επιστρέψω.
Γύρισα και φέτος στο σπίτι, η αυλή μας κατά τι πιο σκοτεινή, οι λεμονιές σκονισμένες από οικοδομικές εργασίες και στη θέση του αμπελιού ένα γκρίζο «κουτί», οκτώ μέτρα ύψος, που προορίζεται για εργαστήριο. Το αμπελάκι πουλήθηκε, μου είπαν, σε κάποιον ντόπιο που το χρειάζεται για να μεγαλώσει την επιχείρησή του.
Συχνά πιστεύουμε πως εκεί όπου ήμασταν παιδιά, όλα μένουν ακίνητα. Επιστρέφουμε στον τόπο των παιδικών μας χρόνων με την ελπίδα, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση, ότι κάτι θα μας περιμένει όπως το αφήσαμε, ότι θα βρούμε εκεί μια απόδειξη ότι δεν έχει αλλάξει τελείως ο κόσμος μας και ίσως δεν αλλάξαμε πολύ κι εμείς. Η ενηλικίωση δεν απαιτεί απαραίτητα να αποβάλεις την παιδικότητά σου. Μπορείς να την κουβαλάς μέσα σου, αλλά δεν μπορείς να απαιτείς από τον κόσμο γύρω σου να κάνει το ίδιο. Η ανάγκη για ένα μέρος ανίκητο από τον χρόνο είναι δική μας υπόθεση και η νοσταλγία ένας μονόλογος.
Νένα Δημητρίου

Ενα διαφορετικό summer in the city
Είναι το τρίτο καλοκαίρι στη σειρά που περνάω την άδειά μου στο Παγκράτι. Φέτος, δε, παραθέρισα σε ένα διαμέρισμα φίλων που έλειπαν, με αντάλλαγμα να τους ποτίζω τα λουλούδια και να τρομάζω τους επίδοξους διαρρήκτες. Πέραν του ότι ήταν σαν να μένω σε Airbnb, το είδα σαν μια ευκαιρία αλλαγής παραστάσεων «σε πολύ καλή τιμή».
Πώς τα πέρασα; Όπως θα τα περνούσα αν πήγαινα στο Παρίσι χωρίς πρόγραμμα. Επί δύο εβδομάδες ξύπναγα, φορούσα τα αθλητικά μου, φορτωνόμουν το backpack μου με ένα πενηντάρι αντηλιακό στην πλαϊνή τσέπη και έβαζα στόχο ημέρας να πάω σε τουλάχιστον τρία μέρη πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Στο ενδιάμεσο, περπατούσα στην πόλη με οδηγό τη φράση «όσοι περιπλανιούνται δεν έχουν απαραίτητα χάσει τον δρόμο τους», αγόραζα κοντομάνικα πουκάμισα και αρώματα για τη χαρά του σόπινγκ, ξαπόσταινα μόνος μου σε καφέ και παρατηρούσα τον κόσμο. Ένα από τα πιο όμορφα μεσημέρια το ξόδεψα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ανάμεσα σε έργα της Μαρλέν Ντουμά, ενώ έξω η Αθήνα έβραζε, και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα απογεύματα στο Circuits and Currents, στα Εξάρχεια, όπου είδα μια έκθεση με εργασίες φοιτητών της ΑΣΚΤ.
Κατά τα άλλα, πήγα δύο φορές στο ΕΜΣΤ, περιδιάβηκα κάμποσα πρωινά πάνω κάτω το Μοναστηράκι, χρειάστηκε να πω αρκετά «γεια σας» σε ανθρώπους που μου απευθύνονταν στα αγγλικά. Τα βράδια, πάλεψα τη ζέστη με το κλιματιστικό στο φουλ και παλιά DVDs – από όσες ταινίες παρακολούθησα, θα έχω να θυμάμαι το Totally f***ed up του Γκρεγκ Αράκι. Τη θάλασσα δεν την είδα, αλλά δεν μου έλειψε το ελληνικό καλοκαίρι. Τη μόνη φορά που ένιωσα άβολα ως τουρίστας στην Αθήνα ήταν σε ένα εξευγενισμένο σελφ σέρβις καφέ στη Σίνα, όπου έπρεπε να κατεβάσω ένα app για να παραγγείλω και να πληρώσω μια, τάχα μου, σπιτική λεμονάδα με σιρόπι φράουλας. Αλήθεια τώρα; Δεν το κατέβασα.
Παναγιώτης Κούστας

Η τέχνη τού να γυρνάς πίσω υγιής
Να τις σχεδιάσεις προσεκτικά. Να ανταποκριθούν στις προσδοκίες σου. Να προλάβεις να ξεκουραστείς αλλά και να νιώσεις ότι ο χρόνος πέρασε κάπως δημιουργικά. Να παρτάρεις, να φλερτάρεις, να διαβάσεις, να φας, να κάνεις sup, να κάνεις σεξ, να ικανοποιήσεις όποια ανάγκη δεν ικανοποιείς τις υπόλοιπες 50 εβδομάδες, να ζήσεις την αυθεντική εμπειρία, να αποφύγεις την τουριστίλα. Κάθε χρόνο τα checkboxes των καλοκαιρινών διακοπών φαντάζουν όλο και περισσότερα, όμως εσχάτως πρώτο στη δική μου λίστα έρχεται το μέχρι πρότινος μάλλον προφανές: να γυρίσεις πίσω σώος.
Οι δύο εβδομάδες στη Νότια Κρήτη κύλησαν ανέφελα και πλέον, εκτός από προνομιούχος που πήγα και φέτος διακοπές, νιώθω και πραγματικά τυχερός. Η Σούγια είναι το προσωπικό μου ησυχαστήριο τα τελευταία επτά χρόνια, ένα πανέμορφο, απομονωμένο χωριό στον νότο των Χανίων, με πολύ βασικές ανέσεις. Πέρυσι τα πράγματα κύλησαν εντελώς διαφορετικά. Μια δεκατετράωρη πτήση μέχρι το Μέξικο Σίτι πυροδότησε ένα θέμα υγείας που δεν γνώριζα: η κληρονομική θρομβοφιλία μου και η πολύωρη ακινησία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δημιούργησαν έναν θρόμβο στο δεξί μου πόδι. Ο θρόμβος μετακινήθηκε και προέκυψε πνευμονική εμβολή δύο εβδομάδες αργότερα, ενώ είχα επιστρέψει από το Μεξικό και βρισκόμουν στη Σούγια. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι συμβαίνει, όταν μέσα σε μία νύχτα με χτύπησε ένας ανεξήγητος, οξύτατος πόνος που εκτεινόταν σε όλη τη δεξιά πλευρά μου. Ο πόνος δεν υποχωρούσε ούτε με δυνατά παυσίπονα, αλλά απέμεναν πέντε μέρες διακοπών ακόμα – και πού να τρέχεις τώρα; Το αποτέλεσμα; Μόλις επέστρεψα στην Αθήνα, οι γιατροί με κοίταζαν έντρομοι και μάλλον έκπληκτοι που ήμουν ακόμα όρθιος. Νοσηλεύτηκα για δέκα μέρες. Έκοψα το κάπνισμα έπειτα από είκοσι τρία χρόνια. Και πλέον είμαι υγιής, ενημερωμένος και σίγουρα πιο υποψιασμένος. Στα ταξίδια φροντίζω να κουβαλάω κιτ φαρμακείου. Η ταξιδιωτική ασφάλεια δεν είναι πια μια επιλογή που προσπερνάω χωρίς σκέψη στις κρατήσεις. Και πάνω απ’ όλα, έχω κατά νου ότι το κλισέ που λέει ότι το σώμα μάς δίνει σήματα που οφείλουμε να μην προσπερνάμε, δεν είναι τελικά μια φράση που δικαιούμαι να απορρίπτω με την υπεροψία του άτρωτου.
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Με δύο παιδιά στον τόπο που καιγόταν
Το προσχεδιασμένο οδικό ταξίδι στη Δυτική Ελλάδα με τα «κουτάβια», τους γιους μου δηλαδή, τον οκτάχρονο Αλέξανδρο και τον τετράχρονο Κυριάκο, είχε ως αφετηρία τον Αμμότοπο, ένα ημιορεινό χωριό της Άρτας. Εκεί μας περίμενε ένα ζευγάρι παιδικών φίλων, η Χριστίνα και ο Σπύρος, με τα δύο τους αγόρια, σχεδόν συνομήλικα με τα δικά μου – οι φετινές διακοπές είχαν σκοπό το παιχνίδι. Περάσαμε το βράδυ στη Ροδαυγή, 400 μέτρα ψηλότερα. Η παρέα των μικρών έπαιζε ποδόσφαιρο μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, του 1804, που αποτελεί διατηρητέο μνημείο, εμείς πίναμε ντόπιο τσίπουρο με ψητά και ανταλλάσσαμε τα νέα μας. Ήταν μια ωραία, δροσερή νύχτα, ανεμελιά ολούθε.
Το επόμενο πρωί έπεφταν στάχτες στην αυλή, είχε πιάσει φωτιά έξω από το χωριό. Ο άνεμος λυσσομανούσε. Ο φίλος μου έτρεξε στην κατάσβεση – δεν είχε κρατήσει μάνικα ξανά. Εγώ φόρτωσα τα τέσσερα αγόρια και κατεβήκαμε στη Φιλιππιάδα, στο κεντρικό κατάστημα της αλυσίδας φούρνων «Γιολδάσης», που έχει η οικογένεια της Χριστίνας. Εκείνη έμεινε σπίτι. Ο μεγάλος αδελφός της, ο Στρατής, ξενάγησε την αγοροπαρέα στο τμήμα της ζαχαροπλαστικής στη μονάδα παραγωγής, πίσω από τον φούρνο. Ο τόπος καιγόταν, τα παιδιά δοκίμαζαν σοκολάτα. Σαν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Όταν το μεσημέρι νομίζαμε ότι καταλάγιασαν οι φλόγες, πήγαμε για μπάνιο στην Πρέβεζα. Ο ουρανός μουντός από τον καπνό, τα αγόρια παρίσταναν τα δελφίνια.
Η επιστροφή όμως ήταν σε μια εφιαλτική κατάσταση. Το μέτωπο είχε εξαπλωθεί, διαφορετικές εστίες, η Ιόνια Οδός για Γιάννενα κλειστή, το «112» προειδοποιούσε για εκκένωση της Φιλιππιάδας. Στον φούρνο, που έμεινε ανοιχτός όλο το βράδυ δίνοντας δωρεάν καφέδες, νερά και σνακ, κατέφθαναν «άστεγοι» από διάφορα μέρη. Κάποιοι σοκαρισμένοι έκλαιγαν. Τέσσερις το πρωί, τα αγόρια που είχαν πιαστεί να κοιμούνται στο αμάξι, ζήτησαν παγωτό. Κρατούσαν το χωνάκι παρακολουθώντας το απέναντι βουνό να καίγεται σε απόσταση αναπνοής. Φωτιά σε πρώτο πλάνο. Επιστρέψαμε το πρωί στη Θεσσαλονίκη, περνώντας από την παλιά εθνική οδό, μέσα από καπνούς. Εξαφανίστηκε η ανεμελιά, το καλοκαίρι συνεχίστηκε.
Γιάννης Παπαδημητρίου

Μπαμπά, πότε φτάνουμε;
Υπάρχει ο τρόμος της λευκής σελίδας. Αστείο πράγμα μπροστά στην απειλή ενός ταξιδιού με αυτοκίνητο μέχρι το Νότιο Πήλιο με δύο μωρά (δύο μηνών κοριτσάκι, τριών χρονών αγοράκι), 357 χλμ. μακριά από τη σιγουριά του σπιτιού σου, όπου μπορεί να μην κοιμάσαι και πολύ καλά, αλλά τουλάχιστον δεν φοβάσαι ότι μπορεί να σε βρει κάποιο κακό κάθε πέντε λεπτά. Γιατί τι είναι ένα βρέφος και ένα νήπιο αν όχι μια πυρηνική βόμβα στα θεμέλια οποιουδήποτε προγραμματισμού;
Άλλωστε, το έργο το είχαμε δει ξανά: δύο χρόνια πριν, επιστρέφοντας από Πήλιο, τα κλάματα του μικρού μας γιου θύμιζαν τα ουρλιαχτά από το Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι. Ο λόγος; Δεν του άρεσε το αυτοκίνητο. Μάλιστα, πρέπει να πω ότι ο τρόμος είχε ξεκινήσει ήδη 48 ώρες πριν, όταν έπρεπε να επιβεβαιωθούν με ακρίβεια στρατιωτικής επιχείρησης όλες οι προμήθειες για τον «πόλεμο»: σαπούνια με ουδέτερο ph, βούρτσες, οδοντόβουρτσες, πετσέτες, κουνουπιέρες, αντικουνουπικά (για πριν τα τσιμπήματα), afterbite (για μετά τα τσιμπήματα), αμμωνία (για τσιμπήματα από τσούχτρες), αλοιφές με κορτιζόνη (γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι άλλο μπορεί να τα τσιμπήσει), Χozal (σε περίπτωση αλλεργίας), κουδουνίστρες, παιχνίδια, μουσικά βιβλία, αντηλιακά, μπανάκια, μπρατσάκια, κουβαδάκια και δεκάδες άλλα -άκια που εκείνη τη στιγμή μοιάζουν τα πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο. Έπειτα ξεκίνησε το Tetris για να τοποθετηθούν τα πράγματα στο αυτοκίνητο∙ αντικείμενο θυελλωδών οικογενειακών διαβουλεύσεων και πεδίον δόξης λαμπρόν για να τεσταριστούν τα όρια της ευκλείδειας γεωμετρίας.
Μπροστά μας είχαμε περίπου έξι ώρες, με τουλάχιστον τέσσερις στάσεις, όπου όλα μπορούσαν να πάνε στραβά. Ψυχραιμία, ανασούλες, προσευχές και τα μάτια στον δρόμο για τον μπαμπά –όχι, δεν θα ακούσεις μουσική· όχι, δεν θα βάλεις podcast· ούτε θα μιλήσεις· ούτε θα αγναντέψεις το τοπίο– όσο η μαμά βρισκόταν μεταξύ διασταυρούμενων πυρών στο πίσω κάθισμα, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κρατήσει την ψυχραιμία της. Το γεγονός ότι ο «μεγάλος» κοιμήθηκε δυόμισι ώρες σερί σε στάση μεθυσμένου θαμώνα σκυλάδικου και η «μικρή» έπαιρνε κανονικά εξηντάλεπτους υπνάκους είναι μάλλον η απόδειξη ότι υπάρχει Θεός, μας είδε και μας λυπήθηκε. Προφανώς, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα από τον φόβο μην ξυπνήσουν – διατηρούσαμε απόλυτη σιγή, όπως έκαναν τα υποβρύχια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ώστε να ξεφύγουν από τα αντιτορπιλικά. Ποτέ, όμως, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν ησύχασα τελείως, αφού πιστεύω ότι το κάρμα είναι κακό πράγμα και εκδικείται: 38 χρόνια πριν, όταν εγώ ήμουν τριών χρονών, ξεκινήσαμε οικογενειακώς για να πάμε ταξίδι με το αυτοκίνητο μέχρι την Ουγγαρία. Χαρίζοντας, λοιπόν, αγνό, ανόθευτο τρόμο και απελπισία στους δικούς μου γονείς, η ιστορία με θέλει να ξεκινάω την ενοχλητική ερώτηση «φτάνουμε;» στο ύψος της Βαρυμπόμπης και να μη σταματάω να την επαναλαμβάνω κάθε 10 λεπτά μέχρι να φτάσουμε στη μακρινή Βουδαπέστη.
Γιώργος Ρομπόλας
Coolcation στην Εσθονία
«Αυτό το κεχριμπαρένιο χρώμα της θάλασσας είναι υπέροχο», αναφώνησα, προδίδοντας έστω και για λίγες μέρες το αγαπημένο, αξεπέραστο ζαφειρένιο, τιρκουάζ και σμαραγδί των ελληνικών θαλασσών. Αφορμή η φετινή καλοκαιρινή εξόρμηση στην Εσθονία και τη Βαλτική. Το ταξίδι οργανώθηκε δύο εβδομάδες πριν από την αναχώρηση, βασισμένο σε κάποιες βασικές επιθυμίες: κατ’ αρχάς να βρούμε λίγη δροσιά και να αποφύγουμε τις υπερβολικές τιμές, τον γενικό συνωστισμό και τις κρατήσεις σε ταβερνάκια. Και βέβαια, να μαζέψουμε νέες εικόνες και ιστορίες. Η πρώτη επαφή με τη Βαλτική δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική ως προς τη συλλογή βιταμίνης D. Ήταν μια παραλία έξω από την πρωτεύουσα Ταλίν, έβρεχε και η λεζάντα της φωτογραφίας στο οικογενειακό τσατ έλεγε: «Ατενίζοντας το γκρι του ουρανού και της θάλασσας, η Έλις σκέφτεται ότι τα Χριστούγεννα θα πάει στο Σεν Μπαρτς».
Όμως, από το επόμενο κιόλας πρωί ο ήλιος εμφανίστηκε δυναμικά. Οι πρώτες μέρες κύλησαν με άφθονο περπάτημα και ανακαλύψεις στο Ταλίν, όπου το κέντρο-κόσμημα διατηρείται εξαιρετικά από τον Μεσαίωνα. Σε αυτή την «έξυπνη πόλη» ερωτεύτηκα το εθνικό μαύρο ψωμί σίκαλης, λάτρεψα τα πλούσια πάρκα και τα παλιά χρωματιστά ξύλινα σπίτια, απόλαυσα ένα ρεσιτάλ πιάνου στη μεγάλη αίθουσα του Ανακτόρου Καντριόργκ, που αρχικά χτίστηκε για τον Μεγάλο Πέτρο της Ρωσίας, ανακάλυψα τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στο υποβρύχιο «Lembit» και συγκινήθηκα στα Κελιά της KGB, πραγματικά κρατητήρια αντιφρονούντων επί Σοβιετικής Ένωσης.
Επόμενος προορισμός ήταν το Πάρνου στην Εσθονική Ριβιέρα, κέντρο ευεξίας από τον 19ο αιώνα, γεμάτο ξύλινες και αρ νουβό βίλες. Την πρώτη μέρα βρέθηκα στο Ladies Beach, ιστορικό κομμάτι της παραλίας, γνωστό ως προορισμός για γυναικείο γυμνισμό. Τις επόμενες, ακολούθησαν σπα, βόλτες στη λευκόχρυση άμμο και, ναι, κολύμπι στο δροσερό, κεχριμπαρένιο νερό.
Μπόνους μια διήμερη επίσκεψη στο Ελσίνκι, δύο ώρες από το Ταλίν, με πολυτελές φέρι και διαμονή σε σπίτι Φινλανδής φίλης πάνω σε λίμνη. Μαθαίνω ότι το καλοκαιρινό αυτό ταξίδι ανήκει στην ανερχόμενη κατηγορία Coolcation, δηλαδή την αναζήτηση πιο δροσερών προορισμών τους ζεστούς μήνες. Αυτό ακριβώς είχα στο μυαλό μου όταν αποφάσισα, πριν από κάμποσα χρόνια, ότι το γαμήλιο ταξίδι μου θα ήταν στην Αλάσκα.
Ελις Κις

Tο καλοκαίρι ανήκει στα σκουπίδια του
Τα χτιστά σκαλάκια, σχεδόν αόρατα στους αμύητους, οδηγούν από τον μόλο σε μια μικρή τσιμεντένια πλατφόρμα χαμηλά, πάνω στα βράχια. Εκεί αφήνουμε τα πράγματά μας και μπαίνουμε στη θάλασσα. Βουτηγμένοι στο νερό εμείς, τον είδαμε να περπατάει στον μόλο και να φτάνει στα σκαλιά. Δεν κατέβηκε στο «τσιμεντάκι» μας. Κάθισε σε ένα σκαλοπάτι, με το πρόσωπο στραμμένο προς εμάς.
Πρώτα ασχολήθηκε με τον καφέ του. Έμπηξε στο κύπελλό του ένα καλαμάκι και πέταξε το πλαστικό κάλυμμά του στη θάλασσα. Μετά ήταν η σειρά των τσιγάρων του. Έβγαλε το περιτύλιγμα του πακέτου και το πέταξε κι αυτό κάτω, με την ίδια κίνηση αδιαφορίας που πέταξε και το προηγούμενο πλαστικό: σαν να μην υπάρχουν ούτε τα σκουπίδια ούτε η θάλασσα.
Όταν του βάλαμε φωνή από το νερό, ταράχτηκε ελαφρώς. Η πρώτη του αντίδραση ήταν μια απόπειρα να κρύψει την ταραχή του: «Ποιο, το ναϊλονάκι;» μας απάντησε, παριστάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάμε. «Δεν είναι τίποτα αυτό», μας διαβεβαίωσε.
Παρ’ όλα αυτά, εμείς συνεχίσαμε να μιλάμε. Αραδιάσαμε όλα τα κλισέ της οικολογίας και των καλών τρόπων. Του είπαμε δηλαδή το «δεν πετάμε σκουπίδια στη θάλασσα» με όλες τις δυνατές περιφράσεις, έχοντας υπόψη ότι και μόνο το γεγονός πως έπρεπε να πούμε παραπάνω από μία κουβέντα για το θέμα σε έναν μεγάλο άνδρα ήταν σημάδι μιας χαμένης μάχης.
«Μου έφυγαν κατά λάθος», ισχυρίστηκε τότε. «Τα πήρε ο αέρας».
Του θυμίσαμε ότι τον είδαμε να τα πετάει.
«Τα άλλα σκουπίδια δεν τα βλέπετε; Γιατί ασχολείστε με τα μικρά και αφήνετε τα μεγάλα;»
«Μας ενοχλούν και τα μικρά και τα μεγάλα», του απαντήσαμε εμείς.
Τότε αποφάσισε να γίνει πιο δραματικός. Κατέβηκε στην τσιμεντένια πλατφόρμα και άρχισε να ψαρεύει αρχαία σκουπίδια από τις κοιλότητες των γύρω βράχων.
«Αυτό το βλέπετε;» μας φώναξε κρατώντας ένα παρατημένο κουτάκι μπίρας. «Αυτό εδώ;» ρώτησε έξαλλος, κραδαίνοντας μια πεταμένη σακούλα. «Δικά σας σκουπίδια είναι αυτά!» μας ενημέρωσε.
Εμείς του εξηγήσαμε ότι δεν αφήσαμε κανένα σκουπίδι κι ότι, ακόμα κι αν είχαμε αφήσει, αυτό δεν ήταν λόγος να αφήσει κι εκείνος. Τότε άλλαξε τροπάρι.
«Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»
«Είστε διάσημος;» ρωτήσαμε εμείς.
«Είμαι εργαζόμενος στον δήμο. Εγώ μαζεύω τα σκουπίδια σας!»
«Μαζεύετε τα σκουπίδια μας και πετάτε τα δικά σας;»
«Κοιτάξτε να δείτε. Εγώ ήρθα εδώ να ηρεμήσω, όχι να μιλήσω σ’ εσάς. Και τώρα που θα καπνίσω, θα πετάξω και τη γόπα μου κάτω. Κι αν θέλετε, πείτε μου τίποτα».
Δεν του είπαμε τίποτε άλλο. Έφυγε πριν από εμάς. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι μας είχε ήδη διώξει.
Αρης Αλεξανδρής

Πρώτη φορά ( ! ) Κυκλάδες
«Μα καλά, είναι δυνατόν να μην έχεις πάει Κυκλάδες;» απορεί ο κύκλος μου. Γι’ αυτούς, τα κυκλαδονήσια είναι συνώνυμο των καλοκαιρινών διακοπών. Το Instagram μου γέμιζε κάθε καλοκαίρι με τα στόρις τους σε βραχώδεις παραλίες, τις βόλτες τους στα στενά των ασβεστωμένων σπιτιών μιας Χώρας και τους χορούς τους στα πανηγύρια της πλατείας ή σε κάποιο φασαίικο αφτεράδικο στη Δονούσα και στην Ανάφη. Δεν ζήλευα, όμως. Δεν με προσέλκυε ποτέ αυτός ο τύπος διακοπών, ειδικά με το κόστος που συνεπαγόταν. Μάλιστα, μια χρονιά τόλμησα να τσεκάρω τις τιμές των εισιτηρίων για Σύρο και σοκαρίστηκα βλέποντας ότι με τα ίδια χρήματα έκλεινα ένα αεροπορικό εισιτήριο για κάποια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Επόμενο ήταν να αντιμετωπίσω τις Κυκλάδες σαν ένα μέρος που θα το βλέπω μόνο σε φωτογραφίες.
Ακόμα δεν κατάλαβα πώς ο φίλος μου με έπεισε να κλείσουμε ένα τριήμερο στην Τζια. Ως πιο έμπειρος, εκείνος τα οργάνωσε όλα. Και επειδή κανείς από τους δυο μας δεν είχε δίπλωμα, βασίσαμε τη μετακίνησή μας στο ΚΤΕΛ, τα δρομολόγια του οποίου μας βόλεψαν τρομερά. Το κόστος σε διαμονή και φαγητό ήταν αισθητά χαμηλότερο από όσα βλέπαμε στα δημοφιλή κυκλαδονήσια και αφεθήκαμε στην ευεργετική ιδιότητα της θάλασσας να απομακρύνει το άγχος και τις κακές σκέψεις.
Βέβαια, οι Κυκλάδες είναι σαν τα πατατάκια: ποτέ δεν μπορείς να φας μόνο ένα. Δύο Σαββατοκύριακα μετά, δοκιμάσαμε την εμπειρία της Άνδρου και είδαμε τα στερεότυπα του Greek summer να επαληθεύονται μπροστά στα μάτια μας: φουρτούνες στο Αιγαίο, μικροκαβγάδες στο κατάστρωμα του πλοίου, δωμάτια με σκουριασμένα πόμολα και νεροχύτες που κοστολογούνταν στα 130 ευρώ τη βραδιά και τσιμπημένες τιμές στο φαγητό – εκτός κι αν είχες γνωριμίες με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Τουλάχιστον, φωτογραφίσαμε τους περιστερώνες, είδαμε από κοντά πού γυρίστηκε η Μικρά Αγγλία του Βούλγαρη και σταθήκαμε στο ακρωτήριο της Χώρας, φωνάζοντας «Σπύροοο!», όπως η Πηνελόπη Τσιλίκα στην ταινία, γνωρίσαμε την τέχνη του Takis στο Γουλανδρή, κοιμηθήκαμε κάτω από τα αρμυρίκια μιας απάνεμης παραλίας και, ευτυχώς, δεν ακούσαμε για 500ή φορά το Γλέντι, το πιο viral τραγούδι του φετινού καλοκαιριού που μας έχει πάρει τα αυτιά. Άγιο είχαμε.
Παντελής Τσομπάνης

Καβγάς στις πικροδάφνες
Τι είναι το ελληνικό καλοκαίρι αν δεν στήσεις κι έναν καβγά, για να έχουμε κάτι να θυμόμαστε, να συζητάμε και να γελάμε τον χειμώνα με τους φίλους μας; Είναι μέσα Αυγούστου και είμαι στο νησί, όπου έχω ένα μικρό σπίτι σε ορεινό χωριό. Έχουμε πάει σε ένα πανηγύρι, που στην αρχή ήταν ωραία αλλά στη συνέχεια μετατράπηκε σε μαρτύριο. Ε, ήπιαμε κάτι κι όταν γύρισα σπίτι πρέπει να ήταν μία-μιάμισι. Είπα να ξαπλώσω. Μια αναγκαία σημείωση: το παραδιπλανό οικόπεδο απ’ το σπίτι μου χρησιμοποιείται από έναν ξενώνα ως πάρκινγκ και η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει πολύ αυτό. Έχω προσέξει μέρες τώρα ένα μαύρο, λίγο απειλητικό τζιπ. Το νεαρό ζευγάρι που το έχει κυκλοφορεί περίεργες ώρες, χτυπάνε τις πόρτες δυνατά, μαρσάρουν, φεύγουν στη μία το βράδυ, γυρίζουν στις έξι το πρωί και αυτό, όσο να πεις, με εκνευρίζει.
Κατά τις δυόμισι το βράδυ το σκηνικό με το τζιπ επαναλαμβάνεται: ακούω να ανοιγοκλείνουν τις πόρτες πολύ δυνατά, ενώ η μηχανή μαρσάρει και η κοπέλα δίνει οδηγίες πώς να φύγουν από το πάρκινγκ. Την ακούω να φωνάζει: «Έλα, έλα, έλα, κάνε λίγο δεξιά» και τότε πετάγομαι από το κρεβάτι, βγαίνω στο μπαλκόνι και με φωνή αρχιλοχία φωνάζω με τη σειρά μου: «Πας καλά; Ξέρεις τι ώρα είναι; Τι φωνάζεις έτσι;» Η απάντηση της κοπέλας ήταν η εξής: «Αν είσαι άντρας, κατέβα κάτω». Νιώθω ένα υπέροχο ρεύμα άγριας χαράς ανακατεμένο με έναν γλυκό εκνευρισμό να με διαπερνά. Η Ζωή και το παιδί λείπουν, είμαι μόνος με τον σκύλο, οπότε λέω: «Μπλάκι, πάμε να πλακωθούμε».
Κατεβαίνω τις σκάλες και βλέπω ότι είχαν μαζευτεί στο διπλανό οικόπεδο γύρω στους οκτώ νεαρούς σε έξαλλη κατάσταση, μεθυσμένοι, οι οποίοι αρχίζουν να με βρίζουν. Ήταν μεγάλη η παρέα τελικά. Για καλή μου τύχη, στο κάτω μέρος του σπιτιού βρισκόταν η αδερφή μου με φίλους: άνθρωποι 50φεύγα που έπιναν το ποτό τους. Μας χώριζε μια άσπρη μάντρα με πικροδάφνες. Οι νεαροί αρχίζουν να με απειλούν. Μετά από λίγο καταλαβαίνω ότι θέλουν μόνο να δείξουν πόσο μάγκες είναι, αλλά να μην το παρατραβήξουν κιόλας. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο, εναλλάξ, και με τα οκτώ άτομα. Ο πρώτος μού είπε ότι είναι YouTuber και ότι ξέρει από πολεμικές τέχνες, επομένως, θα ήταν καλύτερα να μην εμπλακούμε σε καβγά και να ζητήσω συγγνώμη. Απάντησα ότι δεν ζητάω καμιά συγγνώμη. Τότε εμφανίστηκε η κοπέλα σε έξαλλη κατάσταση και άρχισε κάτι να μου λέει και τέλος μπήκε μπροστά μας ένας τύπος αλλόφρων, του οποίου πέσανε και τα γυαλιά και τότε κάπως κόπασαν τα πράγματα. Οι δικοί μου επιστράτευσαν την αίσθηση του χιούμορ που τους διακρίνει και τους έκαναν να κομπλάρουν. Τελικά υποχώρησαν και όταν έφτασαν στα αυτοκίνητά τους άρχισαν να καβγαδίζουν μεταξύ τους. Τους άκουγα να λένε «τι κάνουμε ρε, γιατί φύγαμε ρε, τον είχαμε τον τύπο και οι άλλοι ήταν γέροι» και «πάμε πάλι πίσω να τον πλακώσουμε».
Κάπως έτσι τελείωσε το νυχτερινό επεισόδιο. Δεν έχω πρόβλημα με τα παιδιά, τους εύχομαι να είναι καλά, αλλά, τι να κάνουμε, εγώ θέλω την ησυχία μου.
Διατηρώ μέσα μου μια βαθιά αίσθηση προστατευτισμού προς το χωριό και προς το νησί. Δεν μου αρέσουν τα νέα μαγαζιά. Δεν πάω σε ταβέρνες αν δεν ανήκουν σε δεύτερη ή τρίτη γενιά ντόπιων ιδιοκτητών. Δεν θέλω το χωριό να γίνει διασκεδαστήριο. Θέλω να περνάω ήσυχα, να κάνω μπάνιο σε απομακρυσμένες παραλίες και να διαβάζω τα βιβλία μου. Δεν θέλω μουσικές και γλέντια και πάρτι. Είμαι λίγο ξενέρωτος.
Δημήτρης Μητρόπουλος
Από τον μουσακά των 18 ευρώ, στο πατρικό
Οι φετινές διακοπές μου ξεκίνησαν σε ένα μικρό κυκλαδονήσι. Η εμπειρία ήταν ανεκτίμητη. Η πρώτη συνειδητοποίηση ήρθε με ένα κοκτέιλ δεκατεσσάρων ευρώ. Το ήπια αργά, σχεδόν με ευλάβεια. Έπειτα ήρθε ο μουσακάς. Δεκαοκτώ ευρώ η μερίδα! Τον κοιτούσα σαν έργο τέχνης… Στο νησί έμεινα όσο άντεξε το πορτοφόλι μου. Όμορφα ήταν, δεν λέω, όμως η ακρίβεια έχει στήσει πια παντού την ομπρέλα της στις Κυκλάδες, κι αυτό καταντά ολίγον τι κουραστικό.
Κι έτσι, σχεδόν σαν δεύτερη απόδραση μέσα στην απόδραση, γύρισα στο χωριό μου. Στο πατρικό έκανα τις πιο απροσδόκητα ξεκούραστες διακοπές. Εκεί, στη θαλπωρή του σπιτιού όπου μεγάλωσα, στις πρώτες χαρές και λύπες που με διαμόρφωσαν, όλα απέκτησαν ξανά μια σημασία.
Τα γεμιστά της μαμάς, που κάποτε σνόμπαρα, έμοιαζαν με γκουρμέ πιάτο σε διάσημο αιγαιοπελαγίτικο εστιατόριο. Οι ιστορίες του μπαμπά από τα παιδικά του χρόνια, που ποτέ δεν άκουγα, έφταναν στ’ αυτιά μου πιο συναρπαστικές από τις πρόχειρες κουβέντες μ’ έναν άγνωστο στο κατάστρωμα του πλοίου. Τα ξενύχτια με την αδερφή μου στη βεράντα, με Μπρίτνεϊ και μια ξεχασμένη βότκα από παλιό πάρτι του μπαμπά, αποδείχθηκαν πιο αξέχαστα από τις πιο χοτ βραδιές στις Μάντρες της Ανάφης.
Κι ύστερα, η διαμονή στο παιδικό δωμάτιο. Βρήκα κάτι φθαρμένα εφηβικά ημερολόγια που είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους. Τα διάβαζα κάθε μέρα σαν να τα είχε γράψει κάποιος άλλος. Και κάπου εκεί μέσα θυμήθηκα έναν εαυτό που νόμιζα πως δεν υπάρχει πια. Τελικά, το να μεγαλώνεις δεν είναι φθορά, αλλά μια υπέροχη διαδικασία για να γίνεις αυτός που θα έπρεπε να ήσουν πάντα.
Ακόμη και τα κουτσομπολιά με τους θείους και τις γειτόνισσες, που άκουγα κάθε βράδυ σαν καλοκαιρινό σάουντρακ σε λούπα, μου φάνηκαν πιο γοητευτικά από τις στημένες συζητήσεις στις παρέες των διακοπών.
Οι διακοπές μου φέτος δεν είχαν island hopping. Είχαν την οικογένειά μου. Εκείνους τους γνωστούς-αγνώστους που κάποτε θεωρούσα δεδομένους και τώρα τους βλέπω αραιά και πού. Στην αυλή του σπιτιού, γύρω από το ίδιο τραπέζι που μας χωράει χρόνια, ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί κάθε βράδυ. Τα ίδια πρόσωπα, με λίγες ρυτίδες παραπάνω, αλλά με την ίδια αγάπη, πιο ήσυχη, πιο κατανοητή αυτή τη φορά.
Σκέφτομαι πως ίσως οι πιο σπουδαίες διακοπές δεν βρίσκονται στα νησιά που αδειάζουν την τσέπη μας, αλλά σε εκείνες τις επιστροφές που γεμίζουν την ψυχή μας. Όταν ξανασυναντάς τους ανθρώπους σου και τον παλιό σου εαυτό, μόνο και μόνο για να καταλάβεις ότι, τελικά, όλα όσα άφησες πίσω σε περίμεναν πάντα. Σαν υπερλούξ δωμάτιο με θέα το Αιγαίο.
Βλάσης Κωστούρος

Επρεπε να τη ζήσουμε κι έτσι τη Ζαρούχλα μας
Αν είχαμε πάει και φέτος μερικές ημέρες πριν ή μερικές ημέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, όπως κάθε καλοκαίρι τα τελευταία έξι χρόνια, και όχι μια τυχαία εβδομάδα του Ιουλίου. Αν το τζαζ μπαρ στο ρέμα δεν ήταν κλειστό κι αν οι άνθρωποι της μοναδικής ταβέρνας του γειτονικού οικισμού κρατούσαν την υπόσχεσή τους και τους βρίσκαμε ανοιχτούς, επιστρέφοντας από το river trekking, για φασολάκια Φενεού και μαστόρικα ψησίματα στα κάρβουνα. Αν είχαμε προλάβει το πάρτι για την αυγουστιάτικη πανσέληνο που με όρεξη και αγάπη για τον τόπο διοργάνωσαν η Μαριθέα, ο Μάρκο και οι φίλοι τους στον κεντρικό πεζόδρομο. (Σίγουρα ζηλέψαμε, γιατί δεν ήμασταν εκεί.) Αν βρίσκαμε τα μονοπάτια καθαρισμένα και φροντισμένα, ώστε να μπορούμε να χαρούμε τις διαδρομές στο δάσος όσοι αγαπάμε να το περπατάμε. Αν είχαμε βρει ξανά το χωριό που είχαμε συνηθίσει και οι μέρες κυλούσαν όπως είχαμε συνηθίσει – όχι πολλά πράγματα, λίγο κόσμο, τόσο όσο, όπως πάντα άλλωστε.
Μπορεί να ήταν όλα αυτά τα «αν» μαζί, μπορεί και κανένα τελικά, οι μέρες όμως κύλησαν αργά. Ίσως τα έξι καλοκαίρια σερί να ήταν απλώς «πολλά» και να είχε έρθει η ώρα για ένα διάλειμμα, να μας λείψει πιο πολύ ώστε να τη λαχταρήσουμε ακόμα περισσότερο. Ίσως πάλι να έπρεπε να τη ζήσουμε κι έτσι τη Ζαρούχλα μας, άδεια και μελαγχολική, χωρίς επισκέπτες, προσθέτοντας στη λίστα άλλο ένα «αν», μια προϋπόθεση, την πιο κρίσιμη: ένας ορεινός τόπος, για να υπάρχει χειμώνα-καλοκαίρι, πρέπει να μπορεί να κρατήσει κοντά του τους νέους και δραστήριους ανθρώπους. Κι αυτοί με τη σειρά τους να πάρουν τη σκυτάλη και να ριζώσουν, να δημιουργήσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να φτιάξουν εδώ το μέλλον τους.
Τα χωριά της καρδιάς μας δεν τα κάνουν οι ξενώνες, τα καφέ, οι ταβέρνες και οι εκδρομείς του Σαββατοκύριακου, αλλά η πραγματική ζωή.
Αλεξάνδρα Μανδράκου

Στο κάμπινγκ με κουαντρίλιονερς
Δεν προλάβαμε να φτάσουμε στο κάμπινγκ όπου η οικογένειά μου παραθερίζει από το 1982 και κατάλαβα ότι η φάση είναι αλλιώς φέτος. Όλοι ήρθαμε εδώ σε ηλικία μικρότερη από ό,τι είναι τώρα τα παιδιά μας και τίποτα δεν έχει υπάρξει πιο σταθερό στις ζωές μας από αυτή την παραλία και την αιωνόβια ελιά στη σκιά της οποίας βρίσκεται το τροχόσπιτό μου.
Καμιά φορά τη σκέφτομαι τον χειμώνα. Μαζί με τα υπόλοιπα συμπράγκαλα του καλοκαιρινού νοικοκυριού μας. Αναρωτιέμαι τι να κάνουν τώρα, με τον τρόπο που αναρωτιέται ο φιλόσοφος αν παράγει ήχο ένα δέντρο που πέφτει όταν δεν υπάρχει αυτί να το ακούσει. Στέκονται ακίνητα και περνάνε από πάνω τους οι εποχές. Κάθε φορά που τα ξαναβλέπουμε, είμαστε όλοι έναν χρόνο μεγαλύτεροι, αλλά στο ενδιάμεσο υπάρχουν;
«Καμπερώνονται δηλαδή». Η φωνή είναι του 11χρονου Ο. Κοιτάω τη μαμά του για βοήθεια κοινού. Σηκώνει τους ώμους. Να ρωτήσουμε τον Τάκη, λέει η Ελένη, που έτσι αποκαλεί το ChatGPΤ. «Από το αγγλικό camping: μένω κάπου ακίνητος μέσα στο παιχνίδι και περιμένω να περάσουν οι άλλοι για να τους νικήσω εύκολα». Τα παιδιά μας έφτασαν σε ηλικία Roblox, αυτής της πλατφόρμας παιχνιδιών, της οποίας η μηνιαία βάση παικτών περιλαμβάνει τα μισά παιδιά κάτω των 16 ετών στις ΗΠΑ (!).
Για 20 μέρες ζούμε από τη μια στη θεραπευτική ρουτίνα των γνώριμων διακοπών –ένα καθησυχαστικό καμπέρι–από την άλλη σε μια νέα ρουτίνα, με βασικότερη λέξη το «bro». Εδώ είμαστε όλοι bro, ακόμα και οι σφήκες, «μη με τσιμπήσεις, ρε bro». Και τα γκομενικά στους ρυθμούς του Roblox κινούνται. «Του χάρισε αυτή ένα red fox κι αυτός το πούλησε για δύο κουαντρίλιον, ε κι αυτή τσαντίστηκε, ζήτησε συγγνώμη, αλλά και πάλι». Ξέχασα να σας πω, τα παιδιά βγάζουν και πολλά λεφτά στο Roblox. Όχι απλώς μπίλιον, αλλά και τρίλιον, και κουαντρίλιον. Ψεύτικα, αλλά αρκετά για να διαμορφώσουν τις κάστες. Ακόμα και στο παραδοσιακό κρυφτοκυνηγητό έχει παρεισφρήσει το Roblox: τα περισσότερα καμπερώνονται πίσω από την ελιά μου. Σάββατα απόγευμα πέφτει νέκρα λες και είναι τελικός Euro, καθώς έχει event στις 5 ακριβώς. «Τι είναι αυτό το event;», τόλμησα να ρωτήσω, αλλά η Α. και η Χ. άρχισαν να ουρλιάζουν «beanstock» και να χοροπηδάνε στις καρέκλες τους. «ΚΑΝΕ ΜΕ JOIN» λέει η μία, «πρέπει να πάρουμε το νέο seed», λέει η άλλη, «ποιο είναι;» ρωτάνε και οι δύο, «τι seed;» λέω εγώ, κανείς δεν με ακούει, κι άξαφνα «το νέο seed είναι το ρομανέσκο» αποφαίνεται η Πυθία ο Δ., από τη διπλανή σκηνή. ΤΟ ΡΟΜΑΝΕΣΚΟ αντιλαλεί μέχρι το βουνό, έλα Παναγία μου, ποιο ρομανέσκο, το μπρόκολο; Έχω απαυδήσει. Παλιά τούς δίναμε ένα τάμπλετ και ησυχάζανε, τώρα γλώσσα δεν βάζουν μέσα.Το βράδυ τα παιδιά έχουν κοιμηθεί και αράζουμε οι μεγάλοι κάτω από την ελιά. Λέμε τα δικά μας, αλλά τώρα κανείς δεν μιλάει, αγναντεύουν τη θάλασσα. Έχει υγρασία και πάω να φέρω ζακέτα. «Να σας πω κάτι πάντως;», λέω γυρνώντας. «Λογικά μετά το κουαντρίλιον, είναι το κουιντίλιον».
Μανίνα Ντάνου

Ούτε μία φωτογραφία με μαγιό στα σόσιαλ
Στο πατάρι μου υπάρχει μια κούτα με ημερολόγια που κρατούσα παιδί. Κάθε ένα είχε κι ένα μικρό χρυσό λουκέτο, υποθέτω για να μη διαβάσει κανείς για τον ανεκπλήρωτο έρωτά μου με τον Θωμά σε όλο το Δημοτικό – plot twist: ο Θωμάς μού ζήτησε να «τα φτιάξουμε» την τελευταία μέρα της έκτης, λίγο πριν πάμε σε διαφορετικά Γυμνάσια.
Αυτό το καλοκαίρι αποφάσισα να επιστρέψω σε εκείνη τη συνήθεια, κρατώντας όμως ένα ψηφιακό ημερολόγιο με φωτογραφίες μου σε καθρέφτες κυκλοφορίας στο μέρος όπου παραθέρισα. Ένας από τους λόγους που είμαι συντάκτρια της Vogue είναι η αγάπη μου για τη μόδα, ειδικά ως περφόρμανς των διαφορετικών εαυτών που υποδύομαι ανάλογα με το κέφι μου. Στην αγαπημένη μου καταχώριση, ποζάρω με λευκό μπικίνι, μια μπιγκόνια στα μαλλιά και μια φούστα με πούπουλα που έκανε θραύση στις γάτες της γειτονιάς. Στον τοίχο πίσω φαίνεται η πινακίδα «Οδός Τύχης», ενώ στο κέντρο του θαμπού καθρέφτη έχει κολληθεί το αυτοκόλλητο ενός τοπικού ποδοσφαιρικού συνδέσμου. Εκείνη τη μέρα ένιωθα τυχερή για όσα έχω στη ζωή μου και ήθελα να κρατήσω ζωντανή αυτή την ανάμνηση στο καλοκαιρινό μου φωτοημερολόγιο.
Ακολούθησαν κι άλλες, με όσα μαγιό χώρεσαν στη βαλίτσα, σχεδόν ένα για κάθε μέρα και κάθε καθρέφτη που συνάντησα στις ανέμελες περιπλανήσεις μου μετά την παραλία. Το περίεργο ήταν πως ούτε μία στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό το σύγχρονο σαιξπηρικό δίλημμα «να ποστάρω ή να μην ποστάρω;». Το ημερολόγιο είχε λουκέτο και η καθημερινή περφόρμανς ήταν αποκλειστικά για μένα.
Στο βιβλίο που διάβαζα υπογράμμισα τη φράση «Υποθέτω πως το να γεύεσαι πραγματικά κάτι σημαίνει να το κρατάς λίγο περισσότερο, να του δίνεις χρόνο, να επιμένεις στις λεπτομέρειές του». Στις φετινές μου διακοπές αποφάσισα να γευτώ με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό μου, να τον κρατήσω λίγο περισσότερο για μένα, να μου δώσω χρόνο και να επιμείνω οφλάιν. Και κάπως έτσι, για πρώτη φορά στην ενήλικη καλοκαιρινή ζωή μου στα σόσιαλ μίντια δεν πόσταρα ούτε μία φωτογραφία με μαγιό.
Ελίνα Δημητριάδη
Δεύτερο midlife crisis στη Μύκονο
Δεν είχα σκοπό να βγω εκείνο το βράδυ. Αλλά οι φίλοι μου –άντρες στα πενήντα, παλιοί καλοί Gen X, γεμάτοι ενέργεια και κρίση ταυτότητας– με έπεισαν. Πήγαμε πρώτα στα Άστρα. Ο DJ Jojo παραμένει από τη δεκαετία του 2000 σταθερός κι εκεί γίνεται ένα περίεργο πάντρεμα: τα νιάτα που προσποιούνται ότι ξέρουν και οι παλιοί που προσποιούνται ότι θυμούνται. Πίνω ένα ποτό με μια φίλη μου, που είναι 52 και λάμπει. Δεν θέλει να γνωρίσει κανέναν. Χορεύει για την πάρτη της. Και της την «πέφτουν» κάτι 30άρηδες, που εντυπωσιάζονται από την άνεσή της – και, φυσικά, γιατί δεν βγήκαν για να περάσουν τη βραδιά μόνοι τους.
Ακολουθεί η Μονή, γεμάτη εφήβους που τραβάνε στόρις και μας κοιτάζουν σαν φαντάσματα με wristbands. Καταλήγουμε στο Cavo Paradiso, στον DJ Aoki. Ναι, αυτόν που πετάει τούρτες στο κοινό. Για να «έχουμε άποψη». Είναι σουρεάλ. Οι φίλοι μου, σαν έφηβοι, «ζουν τη στιγμή». Οι φίλες λικνίζονται φορώντας παγέτες, περισσότερο για τα στόρις στο Ιnstagram. Η στιγμή όμως μυρίζει λίγο απελπισία. Μετράμε σίγουρα όλοι, μέσα μας, τις ώρες ύπνου που χάνουμε. Οι γυναίκες μικρότερης ηλικίας που τους συνοδεύουν, κουνιούνται πάνω σε τακούνια ακατάλληλα για τα καλντερίμια που τις βασανίζουν. Τους φιλούν με πάθος και τους αγκαλιάζουν με κτητικότητα όπως κάνουν κάποιες νεότερες γυναίκες που βλέπουν ανταγωνιστικά τους πάντες. Και εκείνοι, που νιώθουν ακαταμάχητοι, παινεύονται για τα ξενύχτια και όλα αυτά που παραπέμπουν σε κραιπάλες και αχαλίνωτο σεξ, προφανώς.
And Just Like That σκέφτομαι πως οι γυναίκες της σειράς μου, οι φίλες μου, δεν έχουν ανάγκη να αποδείξουν τίποτα ούτε είναι εξαρτημένες από την τεστοστερόνη. Οι άντρες γύρω μας –καλοί, ευγενικοί, αγαπημένοι, φίλοι– παλεύουν με τον χρόνο. Θέλουν να νιώσουν ξανά είκοσι, με «μουσικάρες» και «ποτάρες». Ευεργέτες κοριτσιών που ψάχνουν μια γρήγορη θέση στον ήλιο και τους δωρίζουν στιγμιαία χαμένες βραδιές από τα νιάτα.
Δεν ήταν κακή η βραδιά. Αλλά, κυρίως, ήταν καθρέφτης. Για μένα, για τους φίλους μου, για το πώς περνάμε τη δεύτερη –ή μάλλον την τρίτη– εφηβεία μας με λιγότερη αφέλεια και περισσότερο ιδρώτα. Και τελικά, με μια δόση ελευθερίας που δεν είχαμε στα είκοσι.
Χριστίνα Πολίτη

Γαλήνη σελφ σέρβις
«Δεν σας εγγυώμαι ότι θα σας μαγειρέψει, αλλά αξίζει τον κόπο». Αυτό ήταν αρκετό για να βρεθούμε 40 λεπτά αργότερα στο σπίτι της κυρίας Μαρίας, στο Βαθύ της Αστυπάλαιας. Ένας μικρός ξεχασμένος κολπίσκος, ελιές που ποτίζονται με θαλασσινό νερό, κατεστραμμένοι χωματόδρομοι, ένα φαγωμένο από τον καιρό υπόστεγο σε φλούο μπλε και μια ξεχαρβαλωμένη πινακίδα που έγραφε «Γαλήνη». Οτιδήποτε θύμιζε ανθρώπινη παρουσία άρχιζε και τελείωνε στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Στη βεράντα, δυο τρία ξύλινα τραπεζάκια στρωμένα με πλαστικά φλοράλ τραπεζομάντιλα και μια σειρά από μαύρες αυτοσχέδιες πινακίδες που σε ενημέρωναν για τους όρους της παραμονής σου. «The place is self service. Αφού πάρετε χαρτί και στιλό και γράψετε τα ονόματά σας, γράφετε τι θέλετε και το δίνετε στην κυρία Μαρία. Όταν είναι έτοιμα, θα σας φωνάξει. Ποτά έχει στο ψυγείο δεξιά και σερβίτσια στο ντουλάπι μέσα».
Ένα ζευγάρι κατέβαινε τα σκαλιά του σπιτιού απογοητευμένο. Η κυρία Μαρία μόλις τούς είχε διώξει γιατί ένιωθε κουρασμένη. Αλλά εμάς, έξι στον αριθμό, μας δέχτηκε – ποτέ δεν μάθαμε γιατί. Μας είπε ότι θα έπρεπε να ήμασταν φρόνιμοι και πως, αν η νοσούσα με άνοια μητέρα της αντιδρούσε, θα έπρεπε να φύγουμε κι εμείς. Κάπως πήραμε το ρίσκο. Κι η γιαγιά δεν αντέδρασε. Μόνο μας χαμογελούσε από την ξύλινη καρέκλα της στη γωνία και μας έλεγε παιδιά της. Και η κυρία Μαρία μάς μαγείρεψε τις πίτες της, χταποδάκι και καλαμαράκια από τον κολπίσκο και πατάτες που καθάριζε σε μια σκάφη δίπλα μας. Και όταν η ώρα για το επιδόρπιο έφτασε, έβαλε τα χέρια στην ποδιά της και άφησε μια χούφτα σοκοφρετάκια στο τραπέζι. Κάθισε μαζί μας και μοιράστηκε τσιγάρα, μπίρες και ζωές. Για δύο ώρες ήμασταν όλοι μας παιδιά της. Είχαμε ξανά τις γιαγιάδες μας να κάθονται στο τραπέζι δίπλα μας και να τρώμε φαγητό φτιαγμένο από και με αγάπη. Η Τζούλη, λίγο πριν φύγουμε, μας έπεισε να κάνουμε όλοι μαζί έναν διαλογισμό. Κι εγώ που δεν πιστεύω σε αυτά, άρχισα να κλαίω. Γιατί είχα ξεχάσει πώς είναι η γαλήνη.
Κωνσταντίνος Σαράντης

Μπίρες, τόπλες και «Φέτα Γκου»
H πρώτη ερώτηση έγινε στο κατάστρωμα του καραβιού προς Τήνο. «Τι να κάνουμε για να περάσει η ώρα;» Αμέτρητες, αδιάφορες επιλογές, οι περισσότερες προς απόρριψη. «Μα είναι μόνο τρεισήμισι ώρες το ταξίδι. Μήπως επιτέλους να αποτοξινωθούμε από το ChatGPT;» ήταν η πρόταση που έπεσε στο τραπέζι. Συμφωνήσαμε. Εγώ πρώτη ανακοίνωσα στην παρέα πως από εδώ και στο εξής θα ρωτούσαμε το Chat μόνο αν ξεμέναμε καταμεσής του πελάγους με βάρκα χωρίς καύσιμα, καθώς προφανώς δεν ξέραμε τον αριθμό έκτακτης ανάγκης του Λιμενικού (υπάρχει και είναι το 108).
Πώς, όμως, ξεφορτώνεσαι την ίδια σου την περιέργεια; Άλλωστε, όλοι ξέρουμε ότι στις διακοπές δημιουργούνται πάντα οι πιο σοβαρές απορίες. «Πόση χοληστερίνη αποκτάς αν πίνεις κάθε μέρα μπίρα και κρασί;» «Υπάρχει νομοθεσία για το τόπλες στην Ελλάδα;» «Τι είναι η “Φέτα Γκου”;»
Από την άλλη, όμως, ήταν και αυτή η ευχαρίστηση του να δίνεις οδηγίες σε μια απρόσωπη μηχανή που ξεκινά την απάντηση συνήθως γράφοντας: «Τέλεια που το ξεκαθάρισες. Πάμε να…». Δεν θα γινόμασταν άλλωστε σοφότερες αν μαθαίναμε περισσότερα για τον Ορφέα Περίδη, τον Μποντλέρ, για το πώς χωρίζονται τα μποφόρ ή για τα σωστά βήματα του νησιώτικου; Φυσικά και θα γινόμασταν.
Σε ό,τι αφορά όλα τα παραπάνω δεν ενδώσαμε και δεν καταφύγαμε στην εύκολη λύση. Παρ’ όλα αυτά, βέβαια, τη συμφωνία δεν τη τηρήσαμε, αν και βρήκαμε πολλές δικαιολογίες: την υπέρμετρη κατανάλωση ενέργειας των data centers ή το μεγάλο περιθώριο λάθους του ChatGPT.
Λυγίσαμε, βλέπετε, την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, όταν νωρίς το μεσημέρι ανοίξαμε το ChatGPT στο κινητό. «Γράψε μου ονομαστικές ευχές ξεχωριστά για τη Μαρία, τον Μάριο, τον Παναγιώτη, την Παναγιώτα και τη Δέσποινα», ήταν η κοινή εντολή που πληκτρολογήσαμε όλες. Κι αν αναρωτιέστε ακόμη τι είναι η «Φέτα Γκου», η απάντηση είναι πολύ πιο ψαγμένη από μια ερώτηση στο τσατ.
Σοφία Χρήστου

