Απεχθάνομαι το αγουροξύπνημα. Γνωρίζω βεβαίως τα οφέλη του, αν σηκωθώ όμως πριν χαράξει μέρα, σέρνομαι ολημερίς. Υπάρχουν φορές πάντως που μοιάζει αναγκαίο· μία από αυτές στηρίζεται σε βοτανικά δεδομένα και υπηρετεί τη γευστική απόλαυση. Όλα αυτά συνηγόρησαν στο να ρυθμίσω κυριακάτικα το ξυπνητήρι σε ώρα για μένα αδιανόητη. Εξηγούμαι: αγαπώ πολύ τη γλιστρίδα και απολαμβάνω όσο γίνεται πιο συχνά τα τρυφερά, χυμώδη και ξινούτσικα φυλλαράκια της, κατά κανόνα συνοδεύει τις βραστές πατάτες με γιαούρτι, όπως και τις πράσινες σαλάτες μου. Σμίγει άριστα με ντομάτα, πιπεριές και ατζούρι (από τότε που το ανακάλυψα, δεν ξαναφύτεψα αγγούρια, οφείλω κάποτε να σας αποκαλύψω περισσότερα για την εξοχότητά του), με βασιλικό, κόλιαντρο και μαϊντανό (φρέσκα όλα εννοείται), με πορτοκάλι και μανταρίνι. Επίσης ταιριάζει πολύ με τα λευκά τυριά, ασφαλώς και σε νωπή μορφή, αλλά σε υπέρτερο βαθμό αφού ζεματιστεί πρώτα για δύο λεπτά. Ανακάλυψα ότι τότε αναδεικνύεται ο κανονικά αθέατος, γήινος χαρακτήρας της. Τη συντηρώ σε βάζα με ελαιόλαδο και λίγο ξίδι, εντός ψυγείου πάντοτε, η υφή και η νοστιμιά της παραμένουν απαράλλακτες για αρκετούς μήνες, αν και δυστυχώς, όση και να μαζέψω, δεν φτουράει. Ας δούμε τώρα ποια φυτολογική γνώση με προτρέπει να κινούμαι σαν υπνοβάτης μέσα στο σκοτάδι, πριν ακόμα λαλήσει ο κόκορας, για να μαζέψω αντράκλα, όπως αλλιώς ονομάζεται το φυτό. Όταν οι ρίζες της έχουν πρόσβαση σε νερό, φωτοσυνθέτει με τον πιο διαδεδομένο στο φυτικό βασίλειο μηχανισμό, αν όμως διψάσει, πράγμα συχνό στις ξηροθερμικές συνθήκες του μεσογειακού θέρους, διαθέτει τη σχετικά σπάνια ικανότητα επιλογής ενός εναλλακτικού τρόπου μετατροπής της ηλιακής ενέργειας σε χημικά μόρια. Ονομάζεται μεταβολισμός CAM, πρόκειται για αρκτικόλεξο και δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες· αυτό που αξίζει να θυμόμαστε είναι ότι τα φύλλα της γλιστρίδας απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα μέσα στη νύχτα και το αποθηκεύουν ως μηλικό οξύ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τούτο σταδιακά μετατρέπεται σε γλυκόζη, άρα όσο νωρίτερα συλλέγουμε τη γλιστρίδα τόσο εντονότερη είναι η υπόξινη γεύση της. Όπως διαπίστωσα πειραματικώς, η υπεροχή της αξημέρωτα μαζεμένης έναντι της ηλιόλουστης παραμένει μεγάλη, ακόμα και μετά το ζεμάτισμά της – σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα ταλαιπωριόμουν αν δεν άξιζε πράγματι τον κόπο.
Δεν γνωρίζουμε την περιοχή στην οποία γεννήθηκε το ετήσιο φυτό της αντράκλας (Portulaca oleracea), είναι πάντως βέβαιο ότι, καθώς αναπαράγεται εύκολα, εξαπλώθηκε από νωρίς στις θερμές περιοχές του πλανήτη. Επειδή οι σπόροι της επιπλέουν στο θαλασσινό νερό, δεν δυσκολεύτηκε να κατακτήσει μακρινές ηπείρους. Ορισμένοι την κυνηγούν ως ζιζάνιο, περισσότεροι όμως την αγαπούν ως δροσιστικό αγριόχορτο που ευδοκιμεί σε φτωχά εδάφη. Αλλά και ως θεραπευτικό βότανο έχαιρε ανέκαθεν εκτίμησης. Ο Ιπποκράτης τη μεταχειριζόταν ως ψυχραντικό κατάπλασμα, ο Γαληνός ενάντια στον πονόδοντο, ενώ ο Διοσκουρίδης αναφέρει πως έχει τη δύναμη να επουλώνει τις πληγές, να ανακουφίζει από τους πονοκεφάλους και πολλά άλλα ακόμα. Ένα που σημείωσε όμως, ότι καταστέλλει την ερωτική επιθυμία, έβλαψε αρκετά από τότε τη φήμη της, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα αρκετοί να την αποφεύγουν. Αν αναρωτιέστε «μα η λέξη αντράκλα άλλο δεν υποδηλώνει;», η απάντηση είναι όχι. Ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό όνομά της, «ανδράχνη». Δεν συντρέχει πάντως λόγος ανησυχίας, οι ειδικοί, αφού καταβρόχθιζαν για καιρό μεγάλες ποσότητές της, απεφάνθησαν πως η αντράκλα ουδόλως επηρεάζει την (κατά Εμπειρίκο) Λιβιδώ.
Ο Ιπποκράτης τη μεταχειριζόταν ως ψυχραντικό κατάπλασμα, ο Γαληνός ενάντια στον πονόδοντο, ο Διοσκουρίδης αναφέρει πως επουλώνει τις πληγές.
Αν η ταπεινή γλιστρίδα βρήκε καταφύγιο στον κήπο ή στις γλάστρες σας, σας προτείνω να της προσφέρετε χώρο άφθονο για την απρόσκοπτη ανάπτυξή της. Ξεχάστε το πότισμα και τη λίπανσή της, ώστε να συγκομίζετε μέχρι τα μέσα φθινοπώρου φύλλα μικρότερα μεν σε σχέση με εκείνα της καλλιεργούμενης που εμφανίζεται στις λαϊκές αγορές, πολύ νοστιμότερα δε.

