«Φέτος δυστυχώς δεν τα κατάφερα», δήλωσε απολογητικά στο τηλέφωνο. «Δεν βρήκα καθόλου χρόνο». Τραβάμε όλοι μας πολλά, ευχηθήκαμε να σφραγιστούν επιτέλους οι αόρατες οπές από τις οποίες (ποιοι και γιατί άραγε;) μας κλέβουν τον χρόνο και με τέτοια λόγια κλείσαμε. Στενοχωρήθηκα, βεβαίως, γιατί το τελευταίο βάζο άδειασε πριν κάνα δίμηνο και πρόσμενα, εβδομάδες τώρα, το καθιερωμένο ετήσιο δώρο του: δύο μεγάλες τσάντες κρίταμα, μαζεμένα από τα βράχια ενός ανεμοδαρμένου ευβοϊκού γιαλού. Μιλάμε για το πρώτο, ανοιξιάτικο χέρι, πριν από την ανθοφορία, αναμφίβολα πιο τρυφερό και αρωματικό από του κατακαλόκαιρου, που αποτελεί τον κανόνα σε πολλές περιοχές. Μεταξύ φίλων τα συμπεφωνημένα, παρότι άρρητα, τηρούνται απαρέγκλιτα, κανονικά παραλαμβάνει λοιπόν αργότερα δύο δοχεία, φέτος όμως θα τα στερηθεί. Η συνταγή της παρασκευής είναι απλούστατη, καλό καθάρισμα, βράσιμο μόνο δύο λεπτά, στούμπωμα στο βάζο και προσθήκη ξιδάτης άλμης. Απαιτεί αρκετό χρόνο, βεβαίως, διότι η ποσότητα που φτιάχνω δεν είναι μικρή. Ως τουρσί, βλέπετε, διαθέτει την ικανότητα να ανακουφίζει τη νοσταλγία για διακοπές που βασανίζει πολλούς από τους φίλους μου χειμωνιάτικα, ενώ έχω διαπιστώσει ότι ο συνδυασμός με τσίπουρο επιτείνει τη δράση. Το προσθέτω ακόμη συχνά σε πιάτα με ρεβίθια ή το μεταχειρίζομαι για να νοστιμίζω ομελέτες. Σε πολλά νησιά μας, πάλι, συνηθίζουν να γαρνίρουν με τα φύλλα του τη χωριάτικη σαλάτα, τη φάβα και τα ζυμαρικά. Υπολόγιζα φέτος να ξεράνω δοκιμαστικά μια μικρή ποσότητα στον ήλιο και μετά να την τρίψω, ώστε να διαπιστώσω αν ισχύουν τα όσα διθυραμβικά ακούγονται για την καρυκευτική ορμή της σκόνης του. Θυμίζει κάτι ανάμεσα σε δενδρολίβανο και μάραθο, μου μετέφεραν, σε αλμυρή εκδοχή − ελπίζω να τα καταφέρω του χρόνου.
Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου μας απολάμβαναν ωμά, βραστά αλλά και διατηρημένα στην άλμη τα σαρκώδη, γραμμοειδή και οξύληκτα φυλλαράκια του κρίταμου. Χάρη σε δύο γραμμές του Διοσκουρίδη, «…λαχανεύεται εφθόν τε και ωμόν εσθιόμενον και ταριχεύεται δε εν άλμη», αποκαλύπτεται ότι από τότε μέχρι σήμερα, στη σχέση μας μαζί του, λίγα πράγματα άλλαξαν. Έβραζαν επίσης τα φύλλα, τον καρπό και τη ρίζα του σε κρασί, για να παρασκευάζουν φάρμακα ενάντια στη δυσουρία και στον ίκτερο. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι η τακτική κατανάλωσή του τονώνει τον οργανισμό και ωφελεί την επιδερμίδα, ενώ τον μεταχειρίζονταν ως αντίδοτο στα δαγκώματα των ιοβόλων όφεων. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, τίποτε παραπάνω δεν πρόσφερε από «παρηγοριά στον άρρωστο…». Σήμερα γνωρίζουμε ότι το κρίταμο δρα κυρίως ως ορεκτικό και χωνευτικό, ενώ το ενδιαφέρον της βιομηχανίας καλλυντικών για το εκχύλισμά του διαρκώς μεγαλώνει από τότε που τεκμηριώθηκε ότι προάγει την παραγωγή κολλαγόνου και συνεπώς μειώνει τις ρυτίδες.
Το κρίταμο (Crithmum maritimum) είναι ένα πολυετές φυτό που απαντάται σε χαλικώδεις παραλίες και απόκρημνες βραχώδεις ακτές ολόκληρης της Μεσογείου, ενώ η εξάπλωσή του προς βορρά φτάνει μέχρι τη Σκωτία. Στα βρετανικά νησιά ήταν παλαιότερα περιζήτητο και πανάκριβο, και έτσι υπήρχαν πάντοτε κάποιοι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν τη ζωή τους για να το μαζέψουν από τα δυσπρόσιτα σημεία όπου αφθονεί. Στη σαιξπηρική τραγωδία Βασιλιάς Ληρ διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Στη μέση του γκρεμού κρέμεται ένας που μαζεύει κρίταμα. Τι φρικτή δουλειά!».
Κανένας λόγος ασφαλώς δεν υπάρχει σήμερα για τέτοιου τύπου ακροβασίες, καθώς από τότε έχουν ξεκλειδωθεί όλα τα μυστικά της καλλιέργειας του κρίταμου. Σε παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας μας έχουν ήδη εγκατασταθεί μικρές φυτείες του, μαθαίνω δε ότι υπάρχουν σκέψεις για επέκτασή τους. Ακόμα και σε μεγάλες γλάστρες αναπτύσσεται το κρίταμο, μπορείτε μάλιστα πλέον να προμηθευτείτε σπορόφυτά του· το μόνο που χρειάζονται είναι γόνιμο χώμα που στραγγίζει άριστα και άφθονη ηλιοφάνεια. Μην περιμένετε φυσικά σπουδαίες αποδόσεις, θα σας αποζημιώσει πάντως για τον κόπο σας αισθητικώς, χάρη στην ατίθαση θωριά του και τις ωραίες κίτρινες ταξιανθίες του, που διατηρούν τη σπαργή τους για πολλές εβδομάδες.

