Δεν ανήκει στα φυτά που σε όποιον κι αν τα προσφέρεις θα χαρεί, καθώς επικρατεί η γνώμη πως ό,τι φέρει αγκάθια δεν αποτελεί ιδανική επιλογή για ένα κομ ιλ φο δώρο. Σε πείσμα αυτής της άποψης, έκοψα φέτος αρκετά κομμάτια βλαστών από ένα γιγάντιο πια «αγκάθι του Χριστού» (Euphorbia milii) που διατηρώ στη συλλογή μου εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, με σκοπό, μόλις ριζώσουν καλά, να τα χαρίσω. Έχω, βλέπετε, φίλες και φίλους που, όπως κι εγώ, νιώθουν βαθιά αγάπη για τους κάκτους και τα απειλητικά στην όψη παχύφυτα. Γιατί άραγε; Ίσως να σχετίζεται με τη συμπάθεια που τρέφω για όσους προσπαθούν να κρύψουν την ευαισθησία τους πίσω από το πέπλο του δύστροπου χαρακτήρα. Δεν θα μου βγει σε καλό η ενδοσκόπηση, ας γυρίσουμε λοιπόν στο φυτό μας, το οποίο, παρά την αγριωπή του θωράκιση, πολύ ταιριαστά, αποδεικνύεται τρωτό. Όχι στην κακομεταχείριση ή στην παρατεταμένη παραμέληση, είναι αρκούντως ανθεκτικό σε αυτά, αλλά στους ψυχρούς ανέμους και στον παγετό. Αναμενόμενη βέβαια τούτη η αδυναμία του, αν αναλογιστούμε πως κατάγεται από τη Μαδαγασκάρη, που διαθέτει κλίμα τροπικό και δεν δοκιμάζεται από χειμωνιάτικα κρύα σαν τα δικά μας. Ξενιτεύτηκε πρώτη φορά πριν από ακριβώς δύο αιώνες, όταν ο βαρώνος Πιερ Μπερνάρ Μιλιού έστειλε τρία ζωντανά δείγματά του στον Βοτανικό Κήπο του Μπορντό. Άντεξαν, χωρίς κανένα πρόβλημα, στις κακουχίες του πολύμηνου ταξιδιού και φτάνοντας στον προορισμό τους εντυπωσίασαν τους βοτανολόγους της εποχής. Η επιστήμη έδωσε στο νέο για εκείνη είδος το επιστημονικό επίθετο που διατηρεί ακόμα, milii, προς τιμήν του αποστολέα, ο οποίος ήταν ξακουστός εξερευνητής και ικανότατος πλοίαρχος, μερικά χρόνια αργότερα μάλιστα πολέμησε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Σε όλες βεβαίως σχεδόν τις γλώσσες της Γηραιάς Ηπείρου τα κοινά ονόματα του φυτού (crown of thorns, couronne du Christ, κ.λπ.), αντιθέτως, αναπαράγουν τη –λανθασμένη αναντίρρητα– δοξασία πως οι Ρωμαίοι στρατιώτες έπλεξαν από τους βλαστούς του το ακάνθινο στεφάνι που φόρεσαν στην κεφαλή του Χριστού.
Λόγω της φανταχτερής και μακράς σε διάρκεια βαθυκόκκινης ανθοφορίας του, το είδος διαδόθηκε γρήγορα σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας. Περισσότερο από κάθε άλλη χώρα αγαπήθηκε στην Ταϊλάνδη, στην οποία ρίζωσε μεν αργά, αλλά θεωρήθηκε εξαρχής φυτό καλορίζικο. Χάρη σε αλλεπάλληλες διασταυρώσεις προέκυψαν λοιπόν δεκάδες νέες ποικιλίες, που με τα ασυνήθιστα χρώματα και τη στιβαρή τους όψη έδιναν τον εορταστικό τόνο για όσα χρόνια κράτησε η ραγδαία οικονομική άνοδος της δεκαετίας του 1990. Με την αναπόφευκτη όμως συρρίκνωση, οι περισσότερες χάθηκαν για πάντα, μαζί με τα φυτώρια που τις καλλιεργούσαν και τις εμπορεύονταν. Ο αντίκτυπός τους πάντως ήταν παγκόσμιος, έτσι και στην Ελλάδα δεν είναι δύσκολο σήμερα να επιλέξουμε για τον κήπο μας ένα «αγκάθι του Χριστού» με κίτρινα, λευκά, ρόδινα ή πορτοκαλί άνθη, για να συντροφεύει, θα πρότεινα, ένα ταίρι του με παραδοσιακή, άλικη εμφάνιση.

