Τα δώρα που πρόσφερε φέτος η κυδωνιά που μοιραζόμαστε με τους γείτονές μου ήταν λιγότερα από ποτέ. Ευθύνεται σίγουρα η ανθόρροια που προκάλεσαν οι πρώιμες ζέστες, πλάκωσε μετά και η καρπόκαψα που έριξε την πλειονότητα των καρπών στο έδαφος. Φταίμε βεβαίως και εμείς που δεν την ψεκάσαμε (απολύτως οικολογικά) με βάκιλο Θουριγγίας, ενώ το απαραίτητο κλάδεμά της αναβάλλεται διαρκώς εδώ και τρία έτη. Τέτοια εποχή μοίραζα πάντοτε κυδώνια σε πολύ κόσμο, φέτος μόνο ένα καλαθάκι γέμισα, που στολίζει τώρα την κουζίνα μου. Μοσχοβολάνε εδώ και λίγες μέρες, θυμήθηκα ότι παλιά τα έβαζαν μέσα στα σεντούκια για να αρωματίζουν τα ρούχα. Λατρεύω τη γλυκιά ευωδιά τους, δεν ξεχνώ πάντως πως αποτελεί σημάδι ότι η αξιοποίησή τους δεν σηκώνει αναβολή. Σήμερα-αύριο λοιπόν θα τα βράσω, κομμένα σε λεπτές φέτες, για να φτιάξω το μόνο (αν δεν υπήρχε το συκαλάκι) γλυκό του κουταλιού στον πειρασμό του οποίου δεν αντιστέκομαι. Από μικρός το έπαθα, γιατί τούτο τον χειροποίητο νησιώτικο θησαυρό μάς τράταραν, από τα Νικολοβάρβαρα και έπειτα, στα μέρη που επισκεπτόμουν για τις δέουσες ευχές. Άδειαζα απνευστί δύο πιατάκια και, παρότι ήμουν παιδί συνεσταλμένο, ζητούσα να πάρω και λίγο για το σπίτι. Κάπως έτσι, για μετά του Αϊ-Γιαννιού δεν περίσσευε καθόλου.
Την ίδια πάνω κάτω εποχή συναντήθηκα και με το κυδωνόπαστο, σπουδαία επινόηση τούτο το γλύκισμα. Φαίνεται πως πρώτοι οι Έλληνες παρατήρησαν ότι, χάρη στην πηκτίνη που σε αφθονία περιέχει το κυδώνι, τα παρασκευάσματά του πήζουν άριστα και διατηρούνται επί μακρόν. Προέκυψε έτσι ο «μηλοπλακούντας», όπως ονομαζόταν τότε το υπέροχο τούτο κέρασμα, το οποίο δυστυχώς σπανίως πλέον συναντάμε. Παλιά δεν έλειπε από τα σπίτια, διατηρούσε τη φήμη του «ρωστικού» (τονωτικού) που απολάμβανε επί Βυζαντίου, ενώ στην Κρήτη ακόμα και σήμερα το θεωρούν «ξαρρωστικό». Στην αρχαιότητα έφτιαχναν επίσης το «μελίμηλον» στουμπώνοντας κυδώνια σε ένα πιθάρι και περιχύνοντάς τα με μέλι. Ύστερα από μερικούς μήνες μαλάκωναν και έχαναν τη φυσική στυφάδα τους. Μη σας μπερδεύει το «μήλον», το κυδώνι ονομαζόταν τότε κυδώνιον μήλον, επειδή γινόταν εξαγωγή του από την Κυδωνία, την αρχαία πόλη-κράτος που βρισκόταν στην περιοχή των σημερινών Χανίων.
Δεν χωρά αμφιβολία πως το χρυσό «μήλο της Έριδος» που χάρισε ο Πάρις στην «καλλίστη» ανάμεσα στις θεές, την Αφροδίτη, προκαλώντας τελικώς με την επιλογή του την Τρωική Εκστρατεία ήταν ένα κυδώνι. Από τότε, για μας τους Έλληνες είναι καρπός αφιερωμένος στη θεά του έρωτα και της ομορφιάς, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Έφτιαχνα κάποτε για φίλες μου το βλεννώδες υγρό που προκύπτει αν μουλιάσετε μία κουταλιά κουκούτσια του σε μισό ποτήρι νερό και γνωρίζω πόσο ωφελούν την επιδερμίδα οι στυπτικές και μαλακτικές ιδιότητές του. Με το ίδιο αποχρεμπτικό παρασκεύασμα έκαναν παλαιότερα γαργαρισμούς οι τραγουδιστές και οι ρήτορες για να ξεκουράζουν τις φωνητικές τους χορδές. Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί, πάλι, πρέσβευαν ότι το κυδώνι είναι τροφή ωφέλιμη για όσους πάσχουν από κοιλιακές παθήσεις. Συνήθιζαν να το επεξεργάζονται με μέλι για να ενισχύουν τις στυπτικές του ιδιότητες, το χρησιμοποιούσαν επίσης σε καταπλάσματα, ενώ από τους σπόρους του παρασκεύαζαν τον κυδωνίτη οίνο, με τον οποίο αντιμετώπιζαν πλήθος παθήσεων.
Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί πρέσβευαν ότι το κυδώνι είναι τροφή ωφέλιμη για όσους πάσχουν από κοιλιακές παθήσεις.
Η κυδωνιά κατάγεται από την περιοχή του Καυκάσου, ευδοκιμεί όμως στη χώρα μας εδώ και τρεις χιλιετίες. Προσφέρεται για φύτευση στον κήπο, καθώς δεν μεγαλώνει πάρα πολύ, είναι ανθεκτική στο ψύχος και στον καύσωνα, ελάχιστα απαιτητική σε φροντίδες, καρπίζει τουλάχιστον για πενήντα χρόνια και μετά την ενηλικίωσή της δίνει, στην καλή της χρονιά, πάνω από εκατό κιλά κυδώνια. Μέσα στον χειμώνα φυτεύεται γυμνόριζη. Στα φυτώρια κυκλοφορούν αρκετές ποικιλίες της, που διαφέρουν κυρίως στο μέγεθος, στην ποιότητα και στην εποχή ωρίμανσης του καρπού.
*Ευχαριστούμε το καλό μανάβικο της πλατείας Μεσολογγίου, Το Μποστάνι (Ιφικράτους 2, Παγκράτι), που μας παραχώρησε τον χώρο για τη φωτογράφιση.

