Γυρίζω τέσσερις το πρωί, δύσκολη μέρα. Πεινάω σαν λύκος και επείγομαι να χωθώ στη βελούδινη ζεστασιά της κουζίνας μου. Να μαλακώσουν τα κύτταρά μου. Έχω δύο σκορπιδομάνες χοντρά αλατισμένες από το πρωί στο ψυγείο, να τραβήξουν το αλάτι της θάλασσας που έχασαν. Να νοστιμίσουν όπως πρέπει. Στην κατσαρόλα στρώνω ένα ξερό κρεμμύδι σε φέτες, ένα κλωνάρι σέλινο με τα φύλλα του, κομμένο σε μεγάλα κομμάτια, 1 καρότο σε λεπτές ροδέλες, ένα μικρό δόντι σκόρδο, ένα δαφνόφυλλο. Λίγο άλας. Ελαιόλαδο και νερό να καλύψει άνετα τα υλικά, υπολόγισε δυο δάχτυλα. Βάζω το τσουκάλι σε μέτρια φωτιά και σκεπάζω. Δεν θέλω τσιγαρίσματα, δεν θέλω το φαΐ να τσικνώσει. Βράζω μαλακά το πολύ ένα δεκάλεπτο. Βάζω τα ψάρια πάνω στη λιμνούλα με τα λαχανικά, σκεπάζω και αφήνω να αχνιστούν καπακωμένα για 15 λεπτά. Ελέγχω, έγιναν. Με μια τρυπητή κουτάλα βάζω ψάρι σε βαθύ πιάτο, μαζί με λαχανικά. Συμπληρώνω ζουμί, τελειώνω με φρέσκο λάδι. Φέρνω κοντά μου τον μύλο με το μαυροπίπερο και το βαζάκι με το τριμμένο κύμινο – θυμήθηκα τον γέροντα Επιφάνιο που «πιπέρωνε» τα φαγητά με κύμινο στο σερβίρισμα. Τι απίθανο πράγμα, θα βάλω μία πρέζα σε μιαν άκρη του φαγητού για να τον μνημονεύσω.
Τέσσερις και μισή έτρωγα.
Τι ωραία φαγάκια που είναι τα αχνιστά· τα ξεχνάμε και ξεχνάμε τη γλυκεία θαλπωρή τους. Τη μελένια νοστιμιά που δίνει το νερό και το λάδι στα λαχανικά. Βάλσαμο το ζουμί με τις κιτρινοπράσινες κηλίδες του λαδιού στην επιφάνειά του.
Ούτε σούπα ούτε σαλτσάτο το αχνιστό· φαγητό σουλούδικο, μαλακό, του κουταλιού. Λιτό, ταπεινό, γρήγορο, με μια χούφτα υλικά. Σε τυλίγει η άχνα της κατσαρόλας, της γαβάθας, της κουταλιάς. Ζεσταίνεται το σπίτι, άχνα αναδίδεται από τους αρμούς στα πλακάκια, άχνα βγαίνει από τα σπλάχνα της κουζίνας και φτάνει ως τα οστά σου. Ούτε τοστάκια ούτε μακαρόνια. Κοτόπουλο και ψάρια πάνω σε λαχανικά, με νερό και λάδι. Ή λαχανικά με λαχανικά, μια κολοκύθα, ας πούμε, κομμένη σε κομμάτια σαν σπιρτόκουτα, μαγειρεμένη πάνω σε ροδέλες πράσου, με δάφνη, ένα μικρό κομμάτι κανέλα (που πάει πολύ, να ξέρετε, στα άσπρα μαγειρευτά) και μία χούφτα ξινά δαμάσκηνα.
Φαγητό σαν ζεστό φιλί, στέλνει τη ζεστασιά του σε χέρια και μάγουλα, στο στήθος και στα πόδια.
Στην άδεια γαβάθα έχουν μείνει τα μαύρα κουκουδάκια του πιπεριού κι όλες οι μαύρες σκοτούρες της μέρας.

